Χάιλαντς

Κώστας Μποτόπουλος 10 Σεπ 2014

Όταν πετάς χαμηλά χωρίς πηδάλιο, μπορεί να μην σκοτωθείς, αλλά σίγουρα θα τσακιστείς. Αυτό κινδυνεύει να πάθει η βρετανική κυβέρνηση (και η Μεγάλη Βρετανία συνολικά) με το σκωτσέζικο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Όσο περνούν οι μέρες, τόσο πιο πιθανό γίνεται το «ναι» και τόσο αυξάνουν οι λόγοι που οδηγούν σε αυτό .

Το τελευταίο και ίσως καθοριστικό λάθος ήταν η ξαφνική –εννιά μέρες πριν από την ψηφοφορία- «υπόσχεση» ότι ενδεχόμενη μη απόσχιση της Σκωτίας θα συνδεθεί με ευρεία θεσμική αυτονομία –“devo max” σε γουεστμινστεριανή σλανγκ. Πράγματι, το να δοθούν ευρείες αρμοδιότητες σε εκλεγμένη από το σκωτσέζικο λαό κυβέρνηση, χωρίς παράλληλα να χαθεί η ασφάλεια της –έστω συμβολικής- συμμετοχής σε ένα ευρύτερο και ισχυρότερο ημικρατικό και κυρίως οικονομικό μόρφωμα θα μπορούσε να είναι το αυγό το Κολόμβου –αλλά μέχρι πριν από κάποιους μήνες. Το να αναγγέλλεται κάτι τέτοιο σήμερα, και μόνο αφού «γύρισαν» οι δημοσκοπήσεις, δείχνει κυνισμό, έλλειψη προετοιμασίας και πανικό. Το να επιστρατεύονται επιτόπου, για να πείσουν για τη σοβαρότητα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικός αντιπολίτευσης και ο προηγούμενος Πρωθυπουργός (και Σκωτσέζος) Γκόρντον Μπράουν φανερώνει επιπλέον υπεροψία αλλά και αγνόηση των στοιχειωδών κανόνων πολιτικής επικοινωνίας. Πιθανότατα –αρκεί κανείς να διαβάσει το σημερινό αγγλικό Τύπο και κυρίως τα σχόλια των αναγνωστών για να το αντιληφθεί- θα ενδυναμώσει το στρατόπεδο της ανεξαρτησίας και θα ολοκληρώσει τη μετατροπή μιας πολιτικής απόφανσης σε ψυχολογική εκτόνωση.

Η κλασική παγίδα όλων των δημοψηφισμάτων –ότι για άλλα ερωτάσαι και για άλλα, ή πάντως και για πολλά άλλα, και με βάση πολλές διαφορετικές μεταξύ τους αφετηρίες, ψηφίζεις- λειτούργησε στην εντέλεια στην παρούσα περίπτωση. Το δημοψήφισμα έφυγε από τη Σκωτία και πήγε στη Μεγάλη Βρετανία. Η ως πριν από λίγες βδομάδες βεβαιότητα ότι θα υπερισχύσει η παραδοσιακή βρετανική αγάπη στο στάτους κβο (αλλά οι Σκωτσέζοι δεν είναι Άγγλοι…), η καθαρά αμυντική και άνευρη καμπάνια που έκαναν οι υποστηρικτές του «όχι», ο αέρας που έδωσε στη διεκδίκηση ανεξαρτησίας η γενική ευρωπαϊκή καθίζηση, αλλά και οι ιδιαίτερες βρετανικές –κοινωνικές κυρίως- υστερήσεις, μετακίνησαν την αντιμαχία από το επίπεδο των επιχειρημάτων στο επίπεδο του συναισθήματος. Και μάλιστα ενός επιφανειακά «απελευθερωτικού» συναισθήματος (ας πάρουμε επιτέλους τη μοίρα στα χέρια μας), τη στιγμή ακριβώς που η πολιτική και η οικονομική κρίση αναδεικνύουν ολοφάνερα την ανάγκη σπασίματος και όχι δημιουργίας συνόρων, συντονισμού και όχι αυτονομήσεων, ανοίγματος και όχι κλεισίματος.

Ο συσχετισμός δυνάμεων, τα συμφέροντα που διακυβεύονται, η ένταση που αποκτά το ζήτημα με την ξαφνική μιντιακή υπερέκθεση του είναι τέτοια που αποτρέπουν, ως την τελευταία στιγμή, κάθε πρόβλεψη. Αυτό όμως που πια μοιάζει βέβαιο είναι ότι και το αποτέλεσμα θα είναι οριακό και άρα η Σκωτία, και η Μεγάλη Βρετανία, θα σχιστεί στα δύο, ό,τι και να γίνει. Δεν είναι άδικο για τον υπερφίαλο κύριο Κάμερον, οι χειρισμοί του οποίου τον οδηγούν στο πρώτο από τα δύο προαναγγελθέντα Βατερλώ –το άλλο είναι η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι αν οι Σκωτσέζοι επιλέξουν να αποσχιστούν από τη Βρετανία σήμερα μπορεί ίσως να γλιτώσουν τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αύριο. Σε κάθε περίπτωση, αυτός είναι ένας πονοκέφαλος που διόλου δεν χρειαζόταν η νέα –αλλά όχι και τόσο φρέσκια- Επιτροπή του κυρίου Γιούνκερ.