Η φιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας

Ξενοφών Κροκίδης 16 Νοε 2022

Απαρχής η μεταρρυθμιστική Αριστερά, έχοντας ισχυρή απήχηση στις εργατικές τάξεις, είχε ως στόχους τη βελτίωση της καθημερινότητας των εργαζομένων, την κοινωνική δικαιοσύνη,  την ευημερία, με όχημα τους δημοκρατικούς θεσμούς και την πολιτική δράση σε συνδυασμό με την οικονομία της αγοράς. Ουδέποτε υπήρξε άρνηση της αγοράς, καθίστατο όμως σαφής η επιθυμία να καθοριστεί επακριβώς το ερμηνευτικό πλαίσιο της δημοκρατίας,  σε όλα τα επίπεδα - ακόμη και στην οικονομία, με έμφαση στη μικτή οικονομία και τον έλεγχο της μέσω αμοιβαίων συμβιβασμών.

Το μανιφέστο αυτής της πολιτικής φιλοσοφίας απαιτούσε κατά βάση ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην προστασία των εργαζομένων και τη διασφάλιση της ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Επετεύχθη πλήρης απασχόληση, εκτεταμένη κοινωνική «ομπρέλα», θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα, αναδιανεμητική φορολογία, αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από το 1970, την κρίση της εποχής, και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο δεν αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις του άλλου πόλου, και την μετάβαση από τον συμβιβαστικό καπιταλισμό στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό της εποχής (στροφή των οικονομικών πολιτικών αρχής γενομένης από τις Ηνωμένες Πολιτείες με τον R. Reagan και τη νομισματική πολιτική του P. Volcker, καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο με την M. Thatcher).

Η αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας ήλθε προοδευτικά στη λογική της κυρίαρχης αγοράς και στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Το εύρος της πολιτικής παρέμβασης αλλά και έννοιες όπως αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης, ετέθησαν άμεσα ή έμμεσα υπό αμφισβήτηση. Νέοι στόχοι, πιεστικοί, ξεπρόβαλαν για αυξημένη ανταγωνιστικότητα και διαμόρφωση της ελκυστικότερης δυνατής εικόνας για κάθε χώρα στο πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού – με κεντρικούς άξονες την απελευθέρωση της αγοράς από πολιτικούς και κοινωνικούς «περιορισμούς», και τη λογική της κερδοφορίας.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, αριστερές κυβερνήσεις συνέβαλαν στην ισχυροποίηση της παγκοσμιοποίησης και την απελευθέρωση των αγορών, ιδίως των χρηματοοικονομικών ροών σε παγκόσμιο επίπεδο, απουσία -δυστυχώς- υπερεθνικών ρυθμιστικών δυνάμεων και ελέγχου των αγορών. Το πέρασμα από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης άμβλυνε σταδιακά και τις διαφορές στις οικονομικές πολιτικές Αριστεράς και Δεξιάς. Η αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης δεν άργησε να συμβεί με τις γνωστές συνέπειες στα χρόνια της COVID-19, στο σύμπαν μιας ασύμμετρης παγκόσμιας ανάπτυξης, εις βάρος των ασθενέστερων οικονομιών και του περιβάλλοντος, με την Κίνα σε ρόλο παγκόσμιας οικονομικής δύναμης.

Σοσιαλφιλελευθερισμός

Η πολιτική αυτή μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, ο «σοσιαλφιλελευθερισμός» (social-liberalism), επιδιώκει να συμφιλιώσει τον φιλελευθερισμό με το κοινωνικό όφελος. Σοσιαλφιλελεύθερος είναι εκείνος που πιστεύει στους νόμους του οικονομικού φιλελευθερισμού, αλλά γνωρίζει ότι το κοινωνικό όφελος δεν προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο. Ως εκ τούτου έχει πλήρη συνείδηση του κομβικού ρόλου της πολιτικής εξουσίας και της παρέμβασής της, ώστε οι θετικές επιπτώσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού ούτε να καθυστερούν, ούτε να είναι  περιορισμένες.

Οι σοσιαλφιλελεύθερες ιδέες έμελλε να απογειωθούν κατά τη δεκαετία του 1990, λίγο καιρό μετά τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση, μια ανάσα μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στο όνομα των επιταγών του διεθνούς ανταγωνισμού, διαμορφώθηκε μια στρατηγική που αποσκοπεί στην προσαρμογή της οργάνωσης της οικονομίας στην απελευθέρωση των αγορών, τον περιορισμό του μη εμπορεύσιμου τομέα, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας, τη δημιουργία υγιούς περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις τη δημιουργία ενός καλού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις και την προσαρμογή των ατόμων στην αγορά εργασίας. Η εμπειρία (T. Blair, G. Schroder) ωστόσο δείχνει ότι ο σοσιαλφιλελευθερισμός δεν αποτελεί σταθερό μοντέλο. Η φιλελεύθερη συνιστώσα του τείνει να «καταπιεί» την κοινωνική συνιστώσα του, υπό το βάρος του ανταγωνισμού εντός και εκτός της Γηραιάς Ηπείρου, ιδίως σε χαλεπούς καιρούς οικονομικής κρίσης.

Υπήρξαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που εφάρμοσαν μακροοικονομικές πολιτικές περιορισμού του κόστους εργασίας, πολιτικές διεθνούς οικονομικής και χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με απορρύθμιση των αγορών (χρήματος, αγαθών και υπηρεσιών) και  ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, φορολογικές μεταρρυθμίσεις των δημόσιων υπηρεσιών εισάγοντας τον ανταγωνισμό και περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών. Έλαβαν χώρα μεταρρυθμίσεις με ισχυρές κοινωνικές επιπτώσεις. στην αγορά εργασίας και την κοινωνική προστασία (συντάξεις, ασφάλιση υγείας, επιδόματα ανεργίας).

Οι λόγοι της μετάλλαξης

Η μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό, συνιστά πολύπλοκη εξίσωση. Οφείλεται στην ισχυροποίηση και άνοδο των οικονομικά, πολιτισμικά προνομιούχων στρωμάτων, στη στροφή προς τον ατομικισμό, στην υιοθέτηση των νόμων της αγοράς στον κόσμο του Δημοσίου και των δημόσιων υπηρεσιών.

Και όχι μόνο: η αναγωγή της πολιτικής και του συνδικαλισμού σε «επάγγελμα», η ώσμωση - αυξημένη επικίνδυνα μετά την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά - πολιτικών στελεχών με οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κύκλους, και το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας» μεταξύ ιδιωτικού τομέα - δημοσίων και κυβερνητικών θέσεων, έχουν ανατρέψει παλαιότερες ισορροπίες, έχουν μετατοπίσει το κέντρο βάρους στο ιδιωτικό - ατομικό συμφέρον, έναντι του συλλογικού.

Είναι πολλά τα στελέχη σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εξουσίας, που - έχοντας χάσει την άμεση επαφή με τη βάση των κομμάτων τους – μπήκαν σε ρόλο διαχειριστών, έκαναν παραχωρήσεις σε επίπεδο πολιτικών, αποδέχθηκαν αδιαμαρτύρητα την απώλεια εργαλείων παρέμβασης, μετρώντας πλείστες όσες ήττες  σε κοινωνικό επίπεδο.

Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η σοσιαλδημοκρατία παρέμεινε ουτοπική. Τα αυτόματα ανακλαστικά θέλουν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ταυτόσημο ιδεολογικά με το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, στην πραγματικότητα όμως οι διαφορές ήταν ανέκαθεν αβυσσαλέες. Διότι το αλλοτινό ΠΑΣΟΚ ουδέποτε είχε ως αφετηρία του την εργατική τάξη, όπως  συνέβαινε με άλλα σοσιαλιστικά κόμματα στη Σουηδία, τη Γερμανία, την Αγγλία. Φλέρταρε με τα συνδικάτα και δημιούργησε ad hoc οργανικούς δεσμούς μαζί τους, χωρίς ωστόσο να τα καταστήσει συμμέτοχα στην κοινωνική εξέλιξη. Με λόγια απλά, δεν υπήρξε ποτέ σαρξ εκ σαρκός τους. Η κοινωνική πολιτική του υπέκυψε σε πελατειακές σχέσεις, έγνεψε καταφατικά στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα,  επέτρεψε τη γιγάντωση του πολίτη – θηρευτή και του κράτους – θηράματος.

Συστήματα και τάσεις διέθεταν βεβαίως πάντοτε ταυτότητα, πρόσωπο, ηγετικό – κομματικό. Μετά τον σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, ήλθε ο σοσιαλφιλελευθερισμός του Κώστα Σημίτη (Χρηματιστήριο, ιδιωτικοποιήσεις, πολλαπλασιασμός των επιχειρήσεων ιδιωτικού δικαίου). Την πλασματική ανάπτυξη ακολούθησε η οικονομική κρίση, φαινόμενο με βαθιές ρίζες στο αποδομημένο αξιακό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας, την εργασία, τον δημόσιο χώρο, την επιχείρηση. Ακολούθησε και η «μετάγγιση» στελεχών που άνετα πλέον υπηρετούν μια δεξιά κυβέρνηση χωρίς ιδεολογικές αναστολές και υποβιβάζουν την πολιτική από την τέχνη του κοινωνικού συμβιβασμού σε μια τεχνοκρατική μονοδιάστατη και συχνά αυθαίρετη διαχείριση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στην «παράδοση», ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας «αποπλανώντας» τους πολίτες, καλλιεργώντας ασυμβίβαστες με την πραγματικότητα προσδοκίες. Δεν άδραξε την ευκαιρία της κρίσης για να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης, εντός και εκτός συνόρων. Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αφετηρία της αναγκαίας κοινωνικής μεταρρύθμισης, σε πνεύμα συνεργασίας και υπευθυνότητας. Δείλιασε μπροστά στο ρίσκο του να χάσει την διακυβέρνηση. Δέχτηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις με στόχο να «καταστεί η αγορά εργασίας πιο ευέλικτη». Αντικατέστησε τις κοινωνικές παροχές με ευκαιριακά επιδόματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε τη χώρα σε τροχιά αυστηρής λιτότητας, υιοθετώντας με τρόπο στείρο όλες τις εντολές των θεσμών, χωρίς κανένα στόχο βιώσιμης ανάπτυξης. Εφάρμοσε πολιτική ευθυγράμμισης με τις υποδείξεις των θεσμών, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες, αυξάνοντας υπερβολικά τη φορολογία των νοικοκυριών, υποθηκεύοντας τον δημόσιο πλούτο, χωρίς όμως να εξυγιάνει το δημόσιο τομέα και να αναπτύξει ένα βιώσιμο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Σε διεθνές επίπεδο, το 2017 προστέθηκε ένα σοβαρό ολίσθημα, ακόμη και σε επίπεδο δικαιωμάτων: μπλόκαρε με βέτο την κοινή δήλωση της Ε.Ε. στα Ηνωμένα Έθνη, με βάση την οποία ασκείτο κριτική ως προς τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Αποτέλεσμα; Απουσίαζε μια κοινή θέση της Ένωσης στο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών στον ευαίσθητο αυτό τομέα…

«Ναι» στην αλλαγή πορείας ;

Σήμερα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται ενώπιον διλήμματος: είτε θα συνεχίσουν στο ίδιο μονοπάτι,  με κίνδυνο την πλήρη αποδυνάμωσή τους, είτε θα αναζητήσουν και θα καταθέσουν εναλλακτική πρόταση - λύση, για την οικοδόμηση ενός άλλου οργανωτικού κοινωνικού μοντέλου που θα διατηρεί αναλλοίωτη την επαφή με την κοινωνία και θα επιτρέπει τους αναγκαίους συμβιβασμούς, στο όνομα των συλλογικών αποφάσεων.

Η ύπαρξη εναλλακτικής είναι αναγκαία, καθώς το σύστημα εξουσίας που αντιστοιχεί στον νεοφιλελευθερισμό αυξάνει τον ανταγωνισμό, ευνοεί τους ισχυρότερους, συρρικνώνει την κοινωνική προστασία και το πεδίο εφαρμογής της. Οι φιλοδοξίες της Αριστεράς δεν θα πρέπει να μένουν ρηχές. Πολύτιμη είναι η βοήθεια προς τους απόρους, η εξάλειψη των διακρίσεων, η επιδίωξη ίσων ευκαιριών. Αυτοί όμως είναι στόχοι που θα μπορούσε να τους θέσει και μια κυβέρνηση μετριοπαθούς Δεξιάς. Η εμβάθυνση απαιτεί το να μπουν στο τραπέζι μεταρρυθμίσεις της οικονομικής οργάνωσης, να επιλυθούν διαρθρωτικά ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως η παιδεία, η υγεία, η δικαιοσύνη και η ασφάλεια.

Η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτική, ιδίως σε περιόδους κρίσης, αν ληφθεί υπόψη η άνοδος του λαϊκισμού, η ενίσχυση των «άκρων», η κατάληψη ζωτικού για τη Δημοκρατία χώρου από αυτά, σε συνδυασμό με ένα άμορφο, άχρωμο, εντελώς αποδυναμωμένο Κέντρο. Το οποίο είτε δεν επιτρέπει τις ουσιαστικές εναλλακτικές προτάσεις, είτε αποτελεί «θερμοκήπιο» για ένα από τα δυο «άκρα».  

Μια σοβαρή εναλλακτική, αριστερή προσέγγιση, δεν μπορεί να έρθει μέσα από ένα νοσταλγικό σύνδρομο, αλλά μέσα από μια καινοτόμο πρόταση, που θα στοχεύει ευθέως στην αύξηση της απασχόλησης και την ανάπτυξη, με υψηλή οικολογική ευθύνη. Μια τέτοια πρόταση μπορεί να βασισθεί στο εξής σκεπτικό:

  • τη διατύπωση ενός νέου «κοινωνικού συμφώνου» ως προς τις σχέσεις επιχειρήσεων, κοινωνίας και κράτους. Με αναγνώριση παράλληλα του ρόλου και των αναγκών όλων των μερών του εργασιακού κόσμου, με «σημαία» την οικολογικοποίηση της οικονομίας και την εδραίωση ενός δίκαιου μηχανισμού αναδιανομής του πλούτου. Δεν είναι τίποτε περισσότερο από την προσαρμογή του καπιταλιστικού συστήματος στις δημοκρατικά καθορισμένες επιλογές της κοινωνίας.
  • Η Αριστερά, εντοπίζοντας τις πολλαπλές πρωτοβουλίες που αναδύονται στην Κοινωνία των Πολιτών, οφείλει να προτείνει ένα μοντέλο ενίσχυσης της κοινωνικής συμμετοχής, διεύρυνσης του δημοσίου διαλόγου. Μια υψηλού επιπέδου Αρχή, μια τρόπον τινά «Επιτροπή Σχεδιασμού», με τη συμμετοχή ex officio προσωπικοτήτων μέσα από οργανώσεις πολιτών και συνδικαλιστικούς φορείς, θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση. Στους κόλπους της Επιτροπής αυτής μπορεί να  διεξάγεται ο «δημόσιος διάλογος», στην αρμοδιότητα της να εμπίπτει η παρακολούθηση πολιτικών, η ανάλυση και η σύνταξη εμπεριστατωμένων εκθέσεων που θα τίθενται στη διάθεση κομμάτων και πολιτικών για την εκπόνηση προγραμμάτων, ή και τη διατύπωση προτάσεων προς την κοινωνία.      
  •  Σε διεθνές επίπεδο, είναι αδήριτη η ανάγκη να ενισχυθούν οι δράσεις για τη δημιουργία θεσμικών κέντρων λήψης αποφάσεων, με έμφαση σε συλλογικές αποφάσεις και επιλογές, με υπεροχή των κοινωνικών και οικολογικών πτυχών της αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να κάνει εκείνα τα θεσμικά άλματα που θα της επιτρέψουν να βρει ισχυρή θέση στον χάρτη της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η υπεράσπιση των βασικών κοινών αξιών των κρατών - μελών της (δημοκρατία, αλληλεγγύη, ελευθερία), αλλά και η αντιμετώπιση προκλήσεων παγκόσμιου βεληνεκούς - είτε πρόκειται για την κλιματική αλλαγή, είτε για την προστασία της δημοκρατίας από τον κίνδυνο «απολυταρχικών» κυβερνήσεων -  θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ.

Η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί και πρέπει να βρεθεί ξανά εδώ, στο τώρα, στο παρόν, στο δύσκολο σταυροδρόμι των καιρών μας.