6 Αυγούστου 1945: Η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα

06 Αυγ 2023

Το ημερολόγιο έγραφε 6 Αυγούστου 1945 όταν  ο σμήναρχος του βομβαρδιστικού αεροσκάφους Enola Gay Πολ Τίμπετς απελευθέρωνε πάνω από την πόλη της Χιροσίμα την ατομική βόμβα ουρανίου, σκοτώνοντας σε μια στιγμή 70.000 ανθρώπους. Το ρολόι έγραφε 08:15 το πρωί.

Το «Enola Gay» δεν είναι παρά ένα από τα 3.970 γιγαντιαία τετρακίνητηρια Β-29, που είχαν κατασκευαστεί από την εταιρεία Boeing για την πολεμική αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών, με σκοπό να πλήξουν το κέντρο της Ιαπωνίας από μέγιστη απόσταση και να κάνουν στάχτη με βροχή εμπρηστικών βομβών το μεγαλύτερο κατά το δυνατόν τμήμα των κατοικημένων περιοχών της.

Το «Enola Gay», που πριν από 2 ώρες και τρία τέταρτα είχε αφήσει τη βάση του Τινιάν  στα νησιά Μαριάνες, στα μισά της απόστασης μεταξύ της Νέας Γουινέας και της Ιαπωνίας, δεν μεταφέρει τους συνηθισμένους 6 τόνους βομβών, έχει στα σπλάχνα του ένα μόνο «μηχάνημα», κάτι εντελώς νέο που έχει βάρος διπλάσιο και πλέον από την πιο βαριά συμβατική βόμβα που σήκωσε ποτέ αμερικανικό βομβαρδιστικό. Και είναι η πρώτη φορά που ένα παρόμοιο αντικείμενο είχε την τύχη να πετά και έχει κι ένα αστείο όνομα «little boy». Είναι η ατομική βόμβα!

Δεν περιέχει κοινή εκρηκτική ύλη, αλλά ουράνιο 235.Το «Enola Gay» πετά σε άβολο ύψος στο έλεος των στοιχείων της φύσης για να μην πέσει πάνω στους σκόρπιους σχηματισμούς των  Β-29. Το «Enola Gay» είναι ένα κομμάτι μέταλλο ανάμεσα ουρανού και θάλασσας χαμένο στο διάστημα, καταφύγιο 12 ανθρώπινων υπάρξεων που, με περισσότερη η λιγότερη επίγνωση, τρέχουν προς ένα πεπρωμένο που τα ίχνη του θα μείνουν για πάντα στην Ιστορία. Το Enola Gay έφτασε στον στόχο του, στην Χιροσίμα, όπου ζούσαν τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι στις λίγο μετά τις 8:00 το πρωί τοπική ώρα.

Στις 8:15 η βόμβα αφέθηκε να πέσει στην πόλη της Χιροσίμα από ύψος 31.000 ποδιών. Η έκρηξη ήρθε 45 δευτερόλεπτα σε ύψος 1.900 ποδιών πάνω από την πόλη. Μέσα στα επόμενα λίγα λεπτά εννιά στους δέκα ανθρώπους που βρίσκονταν σε απόσταση χιλιομέτρου από το σημείο της έκρηξης κάηκαν ζωντανοί. Ακολούθησε το ξέσπασμα μιας καταστροφικής θύελλας πυρός που κατέκαψε σε ελάχιστο χρόνο 11,3 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης.

Σε μια στιγμή, το πρωινό της 6ης Αυγούστου, στις 08:15 70.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, οι περισσότεροι άμαχοι. Πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που πέθαναν αργότερα και αυτοί που η ραδιενέργεια τους σκότωνε αργά.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι Αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη πυρηνική βόμβα (και τελευταία μέχρι σήμερα εναντίον ανθρώπων και μάλιστα αμάχων) στο Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως σχάσιμο υλικό το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο "Fat Man" (Χοντρός) απο το εργαστήριο κατασκευής της. Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον "εφεδρικό" στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη από την προηγούμενη και σχεδόν διέλυσε το Β-29 του Σουέινι, το οποίο μόλις που πρόλαβε να προσγειωθεί στην Οκινάβα.[9] Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα, αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες.

Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία "αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές". Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις όμως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Για πολλούς μελετητές και ιστορικούς οι ρίψεις των ατομικών βομβών ήταν ένα έγκλημα.[10]

Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90.000-166.000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι.[11] Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.[12]

Οι δυο βόμβες είχαν κατασκευαστεί στο πλαίσιο του Σχεδίου Μανχάταν, του αμερικανικού προγράμματος για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Το πρόγραμμα ήταν σε λειτουργία, όταν έπεσαν οι βόμβες, και είχε και άλλες σχεδόν έτοιμες, στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης. Υπήρξε η πρόταση από Αμερικανούς επιτελείς να εκτελεστούν κι άλλοι ατομικοί βομβαρδισμοί της Ιαπωνίας, είναι άγνωστο όμως αν κάτι τέτοιο τελικά θα συνέβαινε, καθώς η Ιαπωνία παραδόθηκε στους συμμάχους στις 15 Αυγούστου 1945, δυο μέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής της επόμενης βόμβας.

Ο Χάρι Τρούμαν, εκείνος που έλαβε τη σκληρή απόφαση να ισοπεδώσει μια ολόκληρη πόλη αιτιολόγησε την κίνησή του αυτή λέγοντας ότι τα θύματα από μία τέτοια επίθεση θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες που θα υπήρχαν σε μία ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπώνια ή στη συνέχιση του πολέμου.

Πολλοί ωστόσο είδαν στην απόφαση για τη ρίψη της ατομικής βόμβας την επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο αλλά περισσότερο προς τη Σοβιετική Ένωση. Το έγκλημα αυτό δεν αφορούσε μια στιγμή, εκείνο μόνο το τραγικό για την πόλη της Χιροσίμα πρωινό, αλλά σημάδεψε τις ζωές όλων εκείνων που βίωσαν τις ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τους 200.000.