Πολιτικός λόγος και δημόσιος διάλογος

Χρίστος Αλεξόπουλος 11 Φεβ 2024

Ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος τόσο από τα κόμματα όσο και από το πολιτικό προσωπικό καθώς και ο «δημόσιος διάλογος», που ακολουθεί στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αποτυπώνουν με μεγάλη ευκρίνεια τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες τους να οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία σε ένα μέλλον με ευημερία για όλους τους πολίτες και με βιώσιμη προοπτική.

Πρέπει δε να τονισθεί, ότι η πορεία τόσο ως προς το προβλεπόμενο από τον πολιτικό σχεδιασμό περιεχόμενο της όσο και ως προς την χρονική έκταση του σχεδιασμού της είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη την προοπτική της εξέλιξης σε επαρκές βάθος χρόνου, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια διακυβέρνησης μιας, δυο ή και τριών θητειών.

Αυτό σημαίνει, ότι οι διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί, που συνθέτουν το πολιτικό σύστημα της χώρας, θα πρέπει να έχουν σε επαρκή βαθμό κοινές αφετηρίες για τον σχεδιασμό και τις αναγκαίες συγκλίσεις και συμβιβασμούς, για να διασφαλίζεται η συνέχεια στην διαχείριση της εξέλιξης και η συμπόρευση της κοινωνίας.

Πληρούνται οι προϋποθέσεις στο πολιτικό σύστημα, ώστε να διασφαλίζεται η προοπτική της χώρας και των πολιτών της; Ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος και ο «δημόσιος διάλογος» είναι πολύ αποκαλυπτικοί όχι μόνο για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος, αλλά και για τις αναγκαίες αλλαγές και επαναπροσδιορισμούς της λειτουργίας του με σημείο αναφοράς τα νέα δεδομένα, που παράγει η ταχύτατα και συνεχώς μεταβαλλόμενη δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μια πρώτη σημαντική διαπίστωση είναι, ότι ο πολιτικός λόγος και κατά συνέπεια και ο δημόσιος διάλογος έχουν ιδεολογική αφετηρία, η οποία όμως εκφυλίζεται σε ιδεοληπτική ρητορική, διότι δεν στηρίζεται στην ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας στην δυναμική προβολή της στο μέλλον.

Στο πλαίσιο του σχεδιασμού δεν εξετάζεται η πιθανότητα πρόκλησης παρενεργειών στην προοπτική του χρόνου, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες, όπως είναι, για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης και στην βιοποικιλότητα. 

Οπότε κόμματα και πολιτικό προσωπικό καταφεύγουν στην ηθικολογία και στην δημιουργία φαντασιώσεων για το μέλλον και την ζωή των ανθρώπων. Ουσιαστικά δηλαδή η κοινωνική νομιμοποίηση του εκφερόμενου πολιτικού λόγου στηρίζεται στην εξιδανικευμένη μελλοντική πραγματικότητα και τις ανάλογες συνθήκες ζωής.

Για αυτό ο πολιτικός λόγος διαπερνάται από καθαρά επικοινωνιακή οπτική και ωραιοποιεί την πραγματικότητα, χωρίς να δρομολογεί διάλογο στο κοινωνικό πεδίο. Η επιλογή, είτε συνειδητά είτε όχι, είναι να απευθύνεται σε μαζοποιημένες καταναλωτικές κοινωνίες και όχι σε πολίτες, που λειτουργούν ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα και μπορούν να έχουν πρόσβαση στις δεξαμενές γνώσης.

Αυτό ερμηνεύει, γιατί ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος δεν στοχεύει στην ενεργοποίηση της ορθολογικής σκέψης στους πολίτες για την διαμόρφωση γνώμης και στάσης, αλλά απευθύνεται στο συναίσθημα και χρησιμοποιεί φαντασιώσεις για το μέλλον. Ουσιαστικά προωθείται η αποστασιοποίηση των πολιτών από τις πραγματικές δυνατότητες διαμόρφωσης των μελλοντικών συνθηκών.

Παράλληλα ο πολιτικός λόγος και ο δημόσιος διάλογος δείχνουν, ότι ο σχεδιασμός της πορείας προς το μέλλον και οι λαμβανόμενες αποφάσεις στο επίπεδο της διακυβέρνησης δεν στηρίζονται στην ανάλυση της βιωνόμενης πραγματικότητας στην δυναμική προβολή της στο μέλλον. Για αυτό έχει βραχυπρόθεσμη οπτική χωρίς προοπτική.

Για παράδειγμα στον τομέα εμπορίας και διάθεσης προϊόντων επιτρέπεται η χρήση πλαστικών, όπως γίνεται με τα υγρά προϊόντα(π.χ. νερό, κρασί) χωρίς να συνυπολογίζεται, ότι με αυτό τον τρόπο τα θραύσματα των πλαστικών με την μορφή μικροσωματιδίων εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό. Το πιστοποιούν πολλές έρευνες.

Όμως ακόμη και στις περιπτώσεις, που οι επιστήμες παρέχουν τις απαραίτητες γνώσεις για τις επιπτώσεις της ακολουθούμενης πρακτικής τόσο από το πολιτικό όσο και από άλλα κοινωνικά συστήματα, όπως είναι το οικονομικό, δεν αξιοποιούνται για την λήψη λειτουργικών για την ανθρώπινη υγεία αποφάσεων, διότι αυτό θα είχε πολύ αρνητικές παρενέργειες τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο λόγω της αύξησης του κόστους και της ανάλογης επιβάρυνσης των καταναλωτών στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας.

Τέλος ο δημόσιος διάλογος εκφυλίζεται σε παράλληλους μονόλογους, οι οποίοι απλά αναφέρονται στις βιωνόμενες συνθήκες με στόχο την αξιοποίηση τους για να φθείρουν πολιτικά τους αντιπάλους με ηθικολογική τεκμηρίωση. Μέχρι τώρα το πολιτικό σύστημα δεν ασχολείται με τις αρνητικές παρενέργειες της ακολουθούμενης πορείας, οι οποίες στην προοπτική του χρόνου θα πληθαίνουν και θα γίνονται πιο επικίνδυνες.

Είναι πιο εύκολο να επιρρίπτουν ευθύνες μεταξύ τους για τις συνθήκες διακινδύνευσης, που παράγει το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, αλλά δεν λέγεται δημοσίως, από την επεξεργασία και κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ο οποίος υπερβαίνει τα βιολογικά όρια μιας ή δυο γενεών.

Εξάλλου οι όποιες αλλαγές θα επηρεάσουν με μεγάλη δριμύτητα τον τρόπο ζωής των πολιτών, ενώ παράλληλα θα έχουν και μεγάλο οικονομικό κόστος και αυτό «μετράει» πολύ. Είναι πιο εύκολο να αλληλοκατηγορούνται τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό με στόχο την ανάληψη και διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας. Ειδάλλως θα πρέπει να αλλάξουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πολιτικών σχηματισμών και αυτών, που τους υπηρετούν.

Αυτή η πορεία όμως δεν είναι βιώσιμη. Ήδη αρχίζουν να γίνονται ορατά τα αδιέξοδα, που παράγονται από την λειτουργία των κοινωνιών. Η κλιματική αλλαγή με τις παρενέργειες της είναι πλέον εμφανής (πλημμύρες, ξηρασίες κ.λ.π.), οι πανδημίες είναι σχεδόν μόνιμες, οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών θα εντείνονται στο μέλλον, οι φυσικοί πόροι συρρικνώνονται και πολλά άλλα. 

Επείγει η «αλλαγή πλεύσης» και τόσο ο εκφερόμενος λόγος όσο και ο δημόσιος διάλογος να αποκτήσουν σύγχρονο, ουσιαστικό και με προοπτική προσανατολισμό, ο οποίος θα εγγυάται την βιωσιμότητα της ανθρώπινης πορείας στο μέλλον και θα προωθεί την λειτουργία των πολιτών ως ατομικών και συλλογικών υποκειμένων.

Επειδή δε η δυναμική της εξέλιξης κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα, οι αναγκαίες αλλαγές πρέπει να επιταχυνθούν, ώστε να ολοκληρωθούν σε λειτουργικό χρόνο. Για αυτό είναι σημαντική η συμβολή της επιστημονικής κοινότητας, η οποία επιβάλλεται να ενημερώνει τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τις κοινωνίες με κατανοητό λόγο για τα επιστημονικά δεδομένα ως προς την πραγματικότητα στην δυναμική προβολή της στο μέλλον.

Παράλληλα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες, που της αναλογούν και η κοινωνία πολιτών και να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον στον δημόσιο διάλογο, ο οποίος είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο.