Το ανατολικό ζήτημα και τα διλήμματα στρατηγικής

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 18 Απρ 2017

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος άν και με οριακή και αμμφισβητούμενη πλειοψηφία- που οδηγεί σύμφωνα με τον Economist στην εγκαθίδρυση μιας «εκλεγμένης δικτατορίας» σε μια διχασμένη Τουρκία – μπορεί μεταξύ όλων των άλλων, να θέσει και τυπικά τέλος στη ήδη παγωμένη διαπραγματευτική διαδικασία για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η Τουρκία εμφανίζεται να μην εκπληροί πλέον κανένα από τα κριτήρια για ένταξη («κριτήρια Κοπεγχάγης»). Μια μη δημοκρατική χώρα δεν μπορεί να διαπραγματεύεται την προσχώρησή της στην Ένωση. Το μεγάλο πείραμα για την ένταξη μιας μουσουλμανικής αλλά ταυτόχρονα δημοκρατικής χώρας φαίνεται επομένως να αποτυγχάνει. Οι ευθύνες (και) της ΕΕ για την έκβαση αυτή είναι τεράστιες καθώς διέπραξε το στρατηγικό λάθος να παγώσει το 2007 την διαπραγμάτευση μετά από πρωτοβουλία του (τότε) προέδρου της Γαλλίας Ν. Σαρκοζί. Η Γαλλία αντιτάχθηκε στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας για λόγους κυρίως πληθυσμιακούς καθώς δεν μπορούσε (και φαίνεται ότι δεν μπορεί) να αποδεχθεί ως μέλος της Ένωσης μια χώρα με πληθυσμό μεγαλύτερο απ’ αυτόν της Γαλλίας (66 εκ. κατοίκους). Εάν είχαν προχωρήσει οι διαπραγματεύσεις, πρώτον, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο Ερντογάν δεν θα είχε εγκαταλείψει την πολιτική του εξευρωπαϊσμού/ εκδημοκρατισμού που ακολουθούσε μέχρι τότε και, δεύτερον, η Τουρκία θα ήταν πιθανότατα μέλος της Ένωσης. Άλλωστε η Κροατία με την οποία άρχισαν ταυτόχρονα τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον Οκτώβριο του 2005 είναι ήδη μέλος από το 2013.
Η μη ένταξη της Τουρκίας, χώρας που πολλαπλώς έχει ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση, επαναφέρει στο τραπέζι με ευρύτερους γεωπολιτικούς όρους το παραδοσιακό «Ανατολικό ζήτημα». Αυτή τη στιγμή πάντως η Ένωση έχει να διαχειρισθεί μια αυταρχική, απρόβλεπτη Τουρκία την οποία, παρά τον αυταρχισμό της, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να απομονώσει αλλά και δεν μπορεί (και δεν πρέπει) από την άλλη μεριά να αγνοήσει την πολιτική πραγματικότητα και τις αρχές της δημοκρατικής «αιρεσιμότητας» (conditionality) στις σχέσεις της με «τρίτες χώρες». Τετραγωνισμός του κύκλου δηλαδή. .Αποψη μου είναι ότι ΈΕ δεν θα πρέπει να ακυρώσει οριστικά τη ενταξιακή προοπτική για την Τουρκία. Θα πρέπει να την κρατήσει ανοιχτή ως προοπτική/κίνητρο για την επιστροφή της χώρας στην δημοκρατική πορεία.
Το πιθανότερο σενάριο απ’εδώ και πέρα είναι ότι ΕΕ και Τουρκία, θα επιδιώξουν μια ειδική οικονομική κυρίως σχέση με την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη (η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας) και επιμέρους συμφωνίες ( π.χ. για το μεταναστευτικό/προσφυγικό). Αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση του τραυματισμένου από το αποτέλεσμα Ερτογάν…
Το αδιέξοδο στην ενταξιακή προοπτική γα την Τουρκία θέτει ιδιαίτερα την Ελλάδα μπροστά σε σοβαρά διλήμματα στρατηγικής. Η χώρα μας από το 1999 και μετά είχε διαμορφώσει τη σχέση της με την Τουρκία με βάση το πλαίσιο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι – σύνδεση ένταξης Τουρκίας με επίλυση των οποιωνδήποτε συνοριακών διαφορών είτε μέσω διαλόγου είτε με την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο. Βεβαίως εκτιμώ ως μείζον λάθος το γεγονός ότι η Ελλάδα επέλεξε μετά το 2004 να εγκαταλείψει ουσιαστικά το περιεχόμενο αυτής της «διασύνδεσης». Εάν δεν το εγκατέλειπε ίσως αυτή τη στιγμή να ήταν λυμένα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Παρά ταύτα, η προοπτική της ένταξης και η υποστήριξή της από πλευράς Ελλάδας αποτελούσε μια ιχυρή παράμετρο στη σχέση που προσέφερε μια (μελλοντική) δυνατότητα για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη λογική ενός «συνεργατικού προτύπου» όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της Ένωσης για τις διακρατικές σχέσεις. Το αδιέξοδο της ενταξιακής προοπτικής σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επανακαθορίσει τη στρατηγική της σ’ ένα δυσμενέστερο περιβάλλον και χωρίς την ευεργετική προοπτική του διαμοιρασμού ενός κοινού θεσμικού μέλλοντος με τη γειτονική χώρα αλλά με ψυχραιμία και νηφλιότητα. Με οποιαδήποτε Τουρκία η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να επιδιωκει ομαλές/καλές σχέσεις.