Για τις εσωκομματικές εκλογές στο Κίνημα Αλλαγής

Σίμος Ανδρονίδης 17 Δεκ 2021

Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε ο δεύτερος εκλογικός γύρος για τις εσωκομματικές εκλογές ανάδειξη νέου προέδρου στο Κίνημα Αλλαγής, με τον οποίο ουσιαστικά ολοκληρώθηκε και η εκλογική διαδικασία.

Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε νικητή τον Νίκο Ανδρουλάκη (νικητή και του πρώτου εκλογικού γύρου), που εν προκειμένω απέσπασε το 67,86% των ψήφων, έναντι του 32,14% περίπου που απέσπασε ο έτερος διεκδικητής της προεδρίας, Γιώργος Παπανδρέου.1

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως, η αύξηση του ποσοστού που έλαβε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής ο οποίος διαδέχεται την Φώφη Γεννηματά, οφείλεται και σε μία μαζική μετακίνηση προς τον ίδιο και την υποψηφιότητα του, εκλογέων που στον πρώτο εκλογικό γύρο επέλεξαν τον Ανδρέα Λοβέρδο, με τον Γιώργο Παπανδρέου να μην καταφέρνει να διεισδύσει με προνομιακούς για τον ίδιο όρους, σε αυτό το κρίσιμο σώμα εκλογέων.2

Ο Κρητικής καταγωγής πολιτικός, εξ αρχής διέθετε ένα πλεονέκτημα που του προσέφερε το άνετο προβάδισμα που απέκτησε στον πρώτο εκλογικό γύρο της 5ης Δεκεμβρίου, στο εγκάρσιο σημείο όπου, δίχως να πρωτοτυπήσει σε κάποιο επιμέρους σημείο της προεκλογικής του καμπάνιας εν όψει του δεύτερου γύρου, και αποφεύγοντας (ορθά) να εμπλακεί σε μία φθοροποιό αντιπαράθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου, προχώρησε σε μία ιδιαίτερου τύπου διαχείριση, κομίζοντας στη δημόσια σφαίρα και ιδίως στο σώμα των εκλογέων της πρώτης Κυριακής, διλημματικού χαρακτήρα προτάγματα, όπως το ‘ανανέωση ή ανακύκλωση.’3

Το οποίο, εν τοις πράγμασι λειτούργησε αποτελεσματικά, αντλώντας από τα χαρακτηριστικά της ψήφου στον πρώτο εκλογικό γύρο, με τον ‘αέρα’ του νικητή που απέκτησε ο Νίκος Ανδρουλάκης, μεταβλητή που επηρέασε ως έναν βαθμό εκλογείς που έσπευσαν να ψηφίσουν,4 να του παρέχει επίσης την δυνατότητα της διαχείρισης με τρόπο ώστε αυτή, όντας στοχευμένη, να προσθέτει σε ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά-πολιτικά ως πολιτικό προφίλ Ανδρουλάκη.

Το ό,τι όμως ο Ανδρουλάκης διέθετε ένα σαφές πλεονέκτημα, όπως διεφάνη από το εκλογικό αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής δεν σημαίνει πως έτεινε στην αδράνεια, κάτι το οποίο αναδείχθηκε εμπρόθετα από τον τρόπο με τον οποίο επέλεγε να απαντήσει στις ενστάσεις που προέβαλλε η πλευρά του Γιώργου Παπανδρέου.

Και ενέχει θεωρητικό πρωτίστως, ενδιαφέρον,5 το να εστιάσουμε σε κάποιους παράγοντες, που, με τον τρόπο που τέθηκαν από την πλευρά Παπανδρέου, δεν του στέρησαν την δυνατότητα να διεκδικήσει την προεδρία, όσο, άμβλυνα την όποια δυναμική θα μπορούσε να αποκτήσει η υποψηφιότητα του.

Έτσι, ένας πρώτος παράγοντας, έχει να κάνει με την τακτική που υιοθέτησε με το πέρας των πρώτων ημερών μετά τον πρώτο εκλογικό γύρο της 5ης Δεκεμβρίου, όταν και, συνειδητοποιώντας πως ο συνυποψήφιος του για την προεδρία δεν ανταποκρίνεται, με όρους πολεμικής, στην κριτική του περί απουσίας προγραμματικών θέσεων,6 (αν και οι αναφορές στις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας δεν εξέλιπαν), έσπευσε να υιοθετήσει πολεμικούς τόνους, κάνοντας λόγο για τον εντοπισμό παρατυπιών κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας της πρώτης Κυριακής.

Όμως, από τις καταγγελίες αυτές, απουσίαζε η διάσταση της τεκμηρίωσης και της απόδειξης τους, πράγμα το οποίο εν σπέρματι συνέβαλλε στην εξασθένηση του εκπεμπόμενου μηνύματος, στην δημιουργία, σε μία ιδιαίτερη χρονική συγκυρία, ενός υποστρώματος αμφιβολίας και για τις προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου, αλλά και για την ορθότητα της τακτικής που ακολουθεί, εκεί όπου, αρκετοί ψηφοφόροι αντέδρασαν, θεωρώντας πως μία τέτοια μομφή αγγίζει και την ανοιχτή διαδικασία στην οποία συμμετείχαν,7 αλλά και την ευρεία νομιμοποίηση που αυτή προσέλαβε από το τρίγωνο πολιτικό κόμμα (Κίνημα Αλλαγής), υποψήφιοι για την προεδρία και εκλογικό σώμα.

Αυτό ήταν το πρώτο στρατηγικό λάθος του Γιώργου Παπανδρέου. Το δεύτερο, ή αλλιώς, ο δεύτερος παράγοντας που δύναται να ερμηνεύσει την ήττα του στον δεύτερο εκλογικό γύρο και μάλιστα, με μεγάλη διαφορά, σχετίζεται εμπρόθετα με τους οιονεί πολεμικούς τόνους που υιοθέτησε, επενδύοντας στο προφίλ του ‘κατάλληλου υποψηφίου’ και του πλέον ‘αρχηγικού,’ επί του ‘άκαπνου’ αντιπάλου του.

Επιλέγοντας κάτι τέτοιο, ο Γιώργος Παπανδρέου τελικά κατέληξε να ναρκοθετεί ο ίδιος την υποψηφιότητα και το περιβάλλον που διαμορφώνονταν γύρω από αυτήν, ακριβώς διότι, η πολεμική ρητορική που επέλεξε ήταν ασύμβατη με την πολιτική του πορεία, τα χαρακτηριστικά του ως πολιτικού υποκειμένου, εν ολίγοις, με την πολιτική κουλτούρα την οποία και συγκρότηση όλα αυτά τα χρόνια.

Πέφτοντας στην παγίδα ενός ακόμη και καλώς εννοούμενου ‘αρχηγισμού,’ ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), αντί να ανασύρει στην επιφάνεια, καθιστώντας το μάλιστα την βασική έως πρωταρχική αιχμή της υποψηφιότητας του και του πολιτικού λόγου που αρθρώνει, ένα μεταρρυθμιστικό πρόσημο, αποδίδοντας έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και στα θετικά επιτεύγματα με τα οποία συνδέθηκε η σύντομη περίοδος της διακυβέρνησης του (2009-2011),8 επέλεξε την πολεμική και τις απευθείας επιθέσεις ως τον πλέον προσφορότερο τρόπο πρόκλησης ρηγμάτων στο προφίλ του ‘άκαπνου’ Ανδρουλάκη, και ενίσχυσης του δικού του αρχηγικού προφίλ, παραβλέποντας ό,τι σταδιακά, αυτοϋπονόμευε τις δυνατότητες του να αντιστρέψει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, προσφέροντας στον συνυποψήφιο του, την ευκαιρία να εμφανισθεί ως η ‘ήρεμη δύναμη’ που δεν απαντά και μένει ψύχραιμη απέναντι σε έναν βιαστικό και έξαλλο Παπανδρέου.

Ο τρίτος παράγοντας9 που εντοπίζουμε αφορά μία ειδικότερη πτυχή του πολιτικού λόγου που άρθρωσε ο πρώην πρωθυπουργός. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, οι αναφορές περί αποδοχής του Νίκου Ανδρουλάκη της επιλογής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ το 2012, να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας με την Νέα Δημοκρατία και με το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, λειτούργησε αντίστροφα, παράγοντας αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Δηλαδή, ενώ το επίδικο και δη το πολιτικά στρατηγικό επίδικο, ήταν η ανάδειξη του ό,τι ο Νίκος Ανδρουλάκης και από τη θέση του γραμματέα του ΠΑΣΟΚ αλλά και πιο πριν, αποδέχθηκε ασμένως την ‘δεξιά στροφή’ του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, η οποία, στο σκεπτικό του Γιώργου Παπανδρέου και του επιτελείου του, επισφραγίσθηκε με την συμμετοχή σε μία τέτοια συγκυβέρνηση, αυτό που συνέβη τελικά, ήταν το ό,τι οι αναφορές Παπανδρέου, πολιτικά-μνημονικά, αποτέλεσαν έναυσμα για να έρθουν στο προσκήνιο, από εκλογείς που απέδιδαν σημασία στη λεγόμενη κομματική εγγύτητα και ταύτιση, και η τότε πολιτική του στάση απέναντι σε μία συγκυβέρνηση ‘αναγκαία’ λόγω των συνθηκών, και κυρίως, οι λόγοι της αποχώρησης του από το ΠΑΣΟΚ (της ‘διάσπασης’ του σε μία περισσότερο ‘φορτισμένη’ πολιτικά γλώσσα), και της ίδρυσης του ‘Κινήματος Δημοκρατικών Σοσιαλιστών.’

Η συγκρότηση του οποίου, ως πρώτη ύλη ενέγραψε την εναντίωση Παπανδρέου στον δεξιά στροφή και στον ‘αντιδραστικό μετασχηματισμό’ του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ‘συμβιβάστηκε’ με τον ιστορικό του αντίπαλο.

Αυτή η ανάκληση, με τον τρόπο με τον οποίο και λειτούργησε, προσέδωσε ένα επιπλέον κίνητρο καταψήφισης του πρώην πρωθυπουργού στην τρέχουσα εκλογική διαδικασία, ιδίως από εκλογείς συνδεδεμένους πολιτικά-συναισθηματικά με την επωνυμία ‘ΠΑΣΟΚ,’ οι οποίοι, έσπευσαν δια της ψήφου να στερήσουν από τον Γιώργο Παπανδρέου, από τον ‘διασπαστή’ Γιώργο Παπανδρέου, την προεδρία, ενδεχόμενο που προσελήφθη ως πολιτικά απευκταίο, διότι θα του έδιδε την δυνατότητα να ‘τελειώσει ό,τι άρχισε.’ Απέναντι στην πολιτική παρακαταθήκη της Φώφης Γεννηματά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δύναται να κάνουμε λόγο για την ύπαρξη τριών στρατηγικών λαθών,10 που μείωσαν δραστικά τις πιθανότητες του Γιώργου Παπανδρέου11 να διεισδύσει στο ευρύ σώμα των εκλογέων του Ανδρέα Λοβέρδου, η εκλογική συμπεριφορά του οποίου, μεταξύ δύο γύρων, ήταν «μεταβαλλόμενη»12 (volatile), σύμφωνα με τον Wildenmann.

1 Για την εκλογική διαδικασία του δευτέρου γύρου, βλέπε και, Λιαλιούτη Μυρτώ, ‘ «Το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε και ανοίγει η νέα σελίδα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 13/12/2021, σελ. 8. Η εκλογική γεωγραφία του πρώτου γύρου δεν μεταβλήθηκε ιδιαίτερα, με τον Νίκο Ανδρουλάκη, πέραν της ισχυρής παρουσίας του στην Κρήτη (εκλογικό «κάστρο») να αντλεί ισόποσα και από τις άλλες περιφέρειες της χώρας.

2 Ο ίδιος ο Ανδρέας Λοβέρδος, που κατέλαβε την τρίτη θέση στον πρώτο εκλογικό γύρο, μένοντας εκτός της δεύτερης Κυριακής, αν και εξέφρασε ανοιχτά την υποστήριξη του προς τον Νίκο Ανδρουλάκη, δεν έδωσε αυτό που στερεοτυπικά αποκαλείται ως ‘γραμμή’ υπέρ του. Και είναι απλοϊκό θεωρητικά, να υποστηρίξουμε πως η στροφή Λοβέρδου υπέρ της υποψηφιότητας Ανδρουλάκη, λειτούργησε καταλυτική για την μαζική μετακίνηση υποστηρικτών του πρώτου προς την πλευρά του ευρωβουλευτή του Κινήματος Αλλαγής. Και αυτό διότι, ήταν τα χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας Ανδρουλάκη που ενίσχυσαν και κατ’ επέκταση κατέστησαν εφικτή αυτή την στροφή ή αλλιώς, την μετακίνηση που έλαβε χώρα στον δεύτερο και τελικό εκλογικό γύρο, εκεί όπου, ο Νίκος Ανδρουλάκης θεωρήθηκε ο πλέον κατάλληλος να ηγηθεί του Κινήματος Αλλαγής (και του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος), στη νέα εποχή, έναντι του Γιώργου Παπανδρέου, ως ο καθαυτό εκπρόσωπος μίας νεότερης γενιάς στελεχών. Υπό αυτό το πρίσμα, κρίσιμης σημασίας για την εδραίωση αυτής της πολιτικής πεποίθησης για σημαντικό τμήμα των εκλογέων Λοβέρδου, αποδείχθηκε η μετριοπαθής στάση που τήρησε ο Νίκος Ανδρουλάκης στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών γύρων, εξέλιξη η οποία, αφενός μεν ενίσχυσε το πολιτικό του κεφάλαιο, και, αφετέρου δε, ενίσχυσε την δυνάμει αρχηγική του εικόνα, με τον ίδιο να εμφανίζεται και παράλληλα να ανάγεται στο ύψος του ‘εγγυητή’ της ενότητας της παράταξης εν αντιθέσει με τον συνυποψήφιο του για την προεδρία που δημιουργεί προβλήματα και εσωκομματικές εντάσεις εκ του μη όντος.

3 Αν και απλοϊκό στη σύλληψη του, το πρόταγμα αποδείχθηκε αποτελεσματικό, δίχως όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως η ανανέωση προσώπων, συνεπάγεται, μεταφυσικώ τω τρόπω, την αύξηση της κοινωνικοπολιτικής επιρροής του Κινήματος Αλλαγής. Η ανανέωση ως εξελικτική διαδικασία, πρέπει να συμπληρωθεί με το κατάλληλο και τολμηρό μείγμα πολιτικών ιδεών.

4 Αυτή την ιδιαίτερη παράσταση νίκης, την απέκτησε και η Φώφη Γεννηματά στις εσωκομματικές εκλογές του 2017, όταν και επικράτησε στον δεύτερο γύρο επί του Νίκου Ανδρουλάκη. Όχι σπάνια, σε εκλογικές αναμετρήσεις αυτού του τύπου, όπου η «στράτευση έχει προσανατολισμό υποψηφίους» (candidate partisanship), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Wildenmann, η μεταβλητή αυτή καθίσταται σημαντική, πολλώ δε μάλλον όταν οι υποψήφιοι για τον προεδρικό θώκο είναι πλέον δύο. Βλέπε σχετικά, Wildenmann, Rudolf, ‘Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών,’ Πρόλογος, Μετάφραση, Σχόλια: Γεωργιάδου Βασιλική, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1998, σελ. 96.

5 Εκλογές αυτού του τύπου, που έχουν ‘θεσμοποιηθεί’ κομματικά-πολιτικά (ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής και Νέα Δημοκρατία υιοθετούν την ανοιχτή διαδικασία εκλογής προέδρου), αποτελούν case study για έναν πολιτικό επιστήμονα που καταπιάνεται με την θεωρία των πολιτικών κομμάτων, ακριβώς διότι του προσφέρουν την δυνατότητα να μελετήσει τις αλληλεπιδράσεις που επιτυγχάνονται μεταξύ πολιτικού κόμματος, υποψηφίων για την προεδρία και κοινωνίας, εάν συνυπολογίσουμε την παράμετρο της ανοιχτότητας.

6 Τα προτάγματα της ‘ενότητας’ και της ‘αυτονομίας’ απεδείχθησαν πιο ισχυρά από την κριτική Παπανδρέου στην απουσία προγραμματικών θέσεων από την πλευρά Ανδρουλάκη, ακριβώς διότι, από την μία πλευρά θεωρήθηκαν πιο σημαντικά για την φάση ανασυγκρότησης στην οποία ευρίσκεται το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, και, από την άλλη πλευρά, συμπλέχθηκαν με το ‘κύμα’ συμπάθειας που προκάλεσε η πρόσφατη εκδημία της Φώφης Γεννηματά, της οποίας η μνήμη ανα-κλήθηκε στην επιφάνεια με θετικό τρόπο. Μερίδες εκλογέων που προέρχονται από την εν ευρεία εννοία κοινωνική βάση του Κινήματος Αλλαγής, κινητοποιήθηκαν επί τη βάσει της αναγνώρισης της πολιτικής προσφοράς της Φώφης Γεννηματά στην εν Ελλάδι Σοσιαλδημοκρατία, επιβραβεύοντας και στον δεύτερο γύρο, κυρίως εκείνο την υποψήφιο που την ανέδειξε, αν όχι περισσότερο από άλλους, τουλάχιστον πιο συστηματικά: Ήτοι, τον Νίκο Ανδρουλάκη.

7 Εφόσον θεωρήθηκαν ‘προσβλητικές’ οι καταγγελίες περί παρατυπιών και αλλοίωσης του αποτελέσματος το οποίο προήλθε και μέσω των δικών τους επιλογών, από την στιγμή μάλιστα όπου οι κατηγορίες αυτά δεν τεκμηριώθηκαν.

8 Και όχι μόνο, διότι ενυπάρχει και η θητεία του στο υπουργείο Εξωτερικών επί κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη, περίοδος που συνδέθηκε με σημαντικές εξελίξεις στο πεδίο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (βλέπε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση).

9 Η λογική ‘ούτε-ούτε’ που προέκριναν κύρια οι Παύλος Χρηστίδης, Χάρης Καστανίδης, Παύλος Γερουλάνος, αναμεμειγμένη με δόσεις διασφάλισης της ενότητας την ‘επόμενη ημέρα’ του Κινήματος Αλλαγής, θεωρούμε πως ευνόησε την πιο ισχυρή υποψηφιότητα, από την στιγμή όπου αυτή ενέταξε στην ατζέντα της την ενότητα και την διατήρηση της ως προϋπόθεσης ανάταξης-ανάκαμψης του Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα.

10 Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν επένδυσε όσο θα έπρεπε στα δικά του ποιοτικά χαρακτηριστικά, επανεπινοώντας έναν διαφορετικό πολιτικό εαυτό αναντίστοιχο με το περιεχόμενο της όλης διαδικασίας. Την τελευταία εβδομάδα. Το προσωνύμιο ‘΄άκαπνος’ που υιοθέτησε συνέδραμε στο να καταστεί περισσότερο συμπαθής ο Νίκος Ανδρουλάκης σε μερίδα ψηφοφόρων, αμβλύνοντας έως αίροντας και τις τελευταίες αμφιβολίες ως προς την επιθυμία υπερψήφισης του, εκεί όπου φάνηκε ωσάν ο Παπανδρέου να αμφισβητεί την βασική επιλογή του πρώτου γύρου και των προταγμάτων που διαρθρώθηκαν γύρω από αυτήν.

11 Αυτό που χρειάσθηκε και δεν είχε η πλευρά Παπανδρέου, ιδίως κατά την διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, ήταν μία ατζέντα εστιασμένη σε «προβλήματα» (issues), ήγουν, στο πως θα αντιμετωπίσει ως πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, τα πολλά και σύνθετα προβλήματα τα οποία και ανακύπτουν, παρέχοντας, όχι προκατασκευασμένες απαντήσεις και κοινότοπες απαντήσεις (τα πολιτικά κόμματα ‘έχουν μάθει να μιλάνε πολύ και όχι να ακούνε’), αλλά τα κατάλληλα ερωτήματα. Βλέπε σχετικά, για μία προεκλογική ατζέντα βασισμένη σε «προβλήματα», Miller, A.H., Miller, W.E., Raine, A.S., Brown, T.A., ‘A Majority party in Disarray: Policy polarization in the 1972 election,’ APSR, Volume 70, No. 3, 1976, σελ. 753-758. Η ανάλυση έχει ως σημείο αναφοράς την καμπάνια για τις προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1972.

12 Βλέπε σχετικά, Wildenmann, Rudolf, ‘Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών…ό.π., σελ. 70.