Η δια-υποκειμενικότητα ως προϋπόθεση κάθε διαλόγου

Φώτης Θεοδωρίδης 15 Μαρ 2014

Στο άρθρο μου «Ο φασισμός στη ρώσικη προπαγάνδα και η Ουκρανία», όπου απαντώ κριτικά στο άρθρο του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη, «Η ιστορία του φασισμού στην Ουκρανία», ο Δημήτρης Ζαχαριάδης πρόσθεσε ένα κριτικό σχόλιο με τίτλο «Αντικειμενικότητα». Στο σχόλιό του ο Δημήτρης Ζαχαριάδης έθεσε μια σειρά από σημαντικά θέματα που αφορούν στην αντικειμενικότητα και την αλήθεια των γεγονότων (της Ουκρανίας αλλά και των γεγονότων γενικά), καθώς και στην δυνατότητα διεξαγωγής ουσιαστικού διαλόγου γύρω από αυτά. Εξέφρασε επίσης μια κριτική απορία για τον ισχυρισμό μου, στο παραπάνω άρθρο, ότι ένας ουσιαστικός διάλογος προϋποθέτει ένα μίνιμουμ δια-υποκειμενικότητας μεταξύ των συνδιαλεγόμενων. Επειδή η απάντησή μου δεν χωράει στα πλαίσια ενός σχολίου, αλλά και λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος των θεμάτων που έθεσε ο Δημήτρης Ζαχαριάδης, μου δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσω με την μορφή ενός νέου άρθρου. Παρά την γενίκευσή τους, οι απαντήσεις μου αναπτύσσονται εδώ με την μορφή διαλόγου με το σχόλιο του Δημήτρη Ζαχαριάδη (Δ.Ζ.).

.

Κάποια προβλήματα δια-υποκειμενικότητας μπορούν ήδη να εντοπιστούν με την προσπάθεια εκκίνησης του διαλόγου. Η διευκρίνισή τους μπορεί πιθανόν να φωτίσει (να διαυγάσει, θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης) τους (εν μέρει) διαφορετικούς φαντασιακούς κόσμους σημασιών μέσα και διαμέσου των οποίων νοηματοδοτούμε τα κοινωνικά γεγονότατα – και το κοινωνικοϊστορικό γίγνεσθαι, γενικότερα. Οι κόσμοι αυτή σημασιών είναι πάντα κοινωνικοί, με την έννοια ότι είναι θεσμισμένοι από μια ανώνυμη συλλογικότητα ανθρώπων, αλλά και  υποκειμενικοί ή ατομικοί, καθώς τα υποκείμενα κοινωνικοποιούνται σε αυτόν τον κόσμο, τον εξιδανικεύουν, δηλαδή τον επενδύουν συναισθηματικά με θετικές αξίες, και μετατρέπονται έτσι σε άτομα, μέλη της κοινωνίας. Παράλληλα με αυτήν την κοινωνικοποίηση, και μέσω της ριζικής τους φαντασίας, τα άτομα επεξεργάζονται και διαμορφώνουν αυτόν τον κόσμο σε έναν λίγο ή πολύ μοναδικό, υποκειμενικό κόσμο. Εν ολίγοις, αυτό που εννοώ με την έννοια «δια-υποκειμενικότητα» είναι ότι οι κόσμοι αυτοί σημασιών θα πρέπει να είναι συγγενείς ή συμμετρικοί (να ξεκινούν δηλαδή από τα ίδια ή ανάλογα μέτρα, τις ίδιες ή συμβατές αξίες), για να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος. Αλλιώς, στην καλλίτερη περίπτωση, και κάτω από πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις (στις οποίες θα επανέλθω), μπορούμε απλώς να διευκρινίσουμε την ασυμβατότητα των αξιών μας. Επομένως, αυτό στο οποίο αναφερόμαστε δεν αφορά απλώς στο αν μας «αρέσουν τα γραφόμενα» του ενός ή του άλλου. Μπορούμε να έχουμε έναν ουσιαστικό διάλογο ακόμα και αν δεν μας αρέσουν, και ίσως τότε ακόμα ποιο ουσιαστικό.

.

Πρώτον, λοιπόν, και σε σχέση πάντα με το σχόλιο του Δ. Ζ., στον δικό μου κόσμο δεν υπάρχει κάτι που λέγεται «καλή προπαγάνδα», η οποία «βασίζεται σε γεγονότα που δεν μπορούν να διαψευσθούν». Επομένως δεν μπορώ σε καμιά περίπτωση να δεχτώ ότι τα γεγονότα ή τα στοιχεία που επικαλείται μια προπαγάνδα «παραμένουν αδιάψευστα», μέχρι να δοθούν «στοιχεία που αποδεικνύουν το ψευδές των» στοιχείων αυτών. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ «να απαντήσω με επιχειρήματα στα όσα αναφέρονται εκεί», στο προπαγανδιστικό κείμενο, και να προσπαθήσω «να ανασκευάσω με συγκεκριμένες αναφορές (και πηγές) τα γεγονότα που αναφέρονται» στο κείμενο αυτό. Δεύτερον, δεν μπορώ σε καμιά περίπτωση νε δεχτώ την διάκριση που κάνει στο σχόλιό του ο Δ. Ζ. ανάμεσα στα «αντικειμενικά κριτήρια για την αλήθεια των γεγονότων» και «τα συναισθήματα ή την γνώμη του αρθρογράφου», και ακόμα λιγότερο την θέση που υπόκειται της διάκρισης αυτής: ότι ο διάλογος αφορά τα πρώτα αλλά όχι τα δεύτερα.

.

Εδώ έχουμε λοιπόν την δυσκολία: πώς να εξηγήσω (να απολογηθώ για) την απόρριψη της παραπάνω διάκρισης και την κατηγορηματική μου άρνηση να ικανοποιήσω τα παραπάνω αιτήματα διαλόγου με μια προπαγάνδα – τα οποία υποθέτω ότι προβάλλονται ως κριτήρια καλού διαλόγου – χωρίς να χαθούμε μέσα στα αόριστα μάγματα των κόσμων σημασιών διαμέσου των οποίων ο Δ.Ζ. θεωρεί την διάκριση και τα κριτήρια αυτά σωστά ενώ εγώ τα απορρίπτω; Προσπαθώντας να περιορίσω την νοηματική αοριστία των σημασιών, μπορώ να διακρίνω δύο αλληλένδετα θέματα, για τα οποία θα διατυπώσω τις θέσεις μου με την μορφή κατηγορηματικών αρνήσεων.

.

1. Το πρώτο θέμα αφορά στην αλήθειας των γεγονότων. Εκτός από την στενή, τετριμμένη, στερούμενης κάθε νοήματος πλευρά ενός γεγονότος, ως συμβάν, ως εμπειρικά αισθητό (παρατηρήσιμο) δεδομένο, δεν υπάρχει καμιά αλήθεια ή ψέμα ενός γεγονότος, έξω από τον φαντασιακό κόσμο σημασιών (κοινωνικό ή ατομικό) μέσα και διαμέσου του οποίου αυτό νοηματοδοτείται. Μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους:

.

 

.

    .

  • δεν υπάρχει μια αλήθεια του γεγονότος έξω από τις συναισθηματικές επενδύσεις (ατομικές και συλλογικές) σε έναν κόσμο σημασιών και στους ατομικούς και συλλογικούς σκοπούς που αυτός ο κόσμος αποβλέπει και καθιστά δυνητικά δυνατούς,
  • .

  • δεν υπάρχει μια αλήθεια του γεγονότος έξω από τις σχέσεις εξουσίας στις οποίες μπορεί να ενταχθεί με σκοπό την επέμβαση και διαμόρφωση της πραγματικότητας κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτής της αλήθειας (αυτό που ο Foucault αποκαλεί regimes of truth ή regimes of positivity – δηλαδή, καθεστώτα αλήθειας ή θετικότητας – ειρωνευόμενος, μάλλον, με το τελευταίο, την θετικιστική φιλοσοφική και επιστημολογική παράδοση: η θετική πραγματικότητα που αυτή προϋποθέτει, υπάρχει, αλλά δεν είναι παρά ένα καθεστώς),
  • .

  • δεν υπάρχει μια αλήθεια του γεγονότος έξω από έναν διαλογικό σχηματισμό ή τάξη (discursive formation or order), ο οποίος δημιουργείται με την συνύφανση μεταξύ μιας γνώσης, που διεκδικεί να είναι αληθινή, και σχέσεων εξουσίας που αποβλέπουν να ρυθμίσουν αντίστοιχες κοινωνικές πρακτικές, και να διαμορφώσου έτσι την κοινωνική πραγματικότητα κατ’ εικόνα και ομοίωση της διαλογικής αυτής τάξης.
  • .

.

Επομένως, στον δικό μου κόσμο, δεν υπάρχουν «αντικειμενικά κριτήρια για την αλήθεια των γεγονότων», παρά μόνον με την παραπάνω πολύ στενή έννοια: με αντικειμενικό κριτήριο τα εμπειρικά δεδομένα των ανασκαφών, εξάγουμε το συμπέρασμα ότι η Τροία υπήρξε ιστορικά, ως πόλη. Αλλά αυτό δεν μας λέει απολύτως τίποτα για την αλήθεια του Ομηρικού έπους και του ανεξάντλητου κόσμου σημασιών που αυτό μεταφέρει σε εμάς. Και είναι ακριβώς η αλήθεια αυτού του κόσμου σημασιών που έχει σημασία για μας – γι’ αυτό ακριβώς τον ερμηνεύουμε και τον επανερμηνεύουμε επί 26 αιώνες – διότι, μεταξύ άλλων, ήδη εδώ μπορούμε να βρούμε τα σπέρματα των σημασιών αυτών που στην πορεία συνετέλεσαν στην ανάδυση της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της δημοκρατίας. Αλλά για καμιά από αυτές τις ερμηνείες δεν μπορούμε να έχουμε «αντικειμενικά κριτήρια αλήθειας».

.

Το πρόβλημα της αλήθειας του γεγονότος, που έχει σημασία στα ανθρώπινα πράγματα, αφορά στην ερμηνεία του γεγονότος. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορώ να δεχτώ την διάκριση που κάνει ο Δ.Ζ. Ο ουσιαστικός διάλογος, ο διάλογος που έχει σημασία, αρχίζει βασικά, όταν η «αλήθεια» του γεγονότος, ως εμπειρικό συμβάν, έχει εξακριβωθεί, και αφορά πρωτίστως στην ερμηνεία του. Ο διάλογος γύρω από τα αντικειμενικά κριτήρια αλήθειας του συμβάντος είναι ζήτημα της επιστημολογίας. Κατ’ αναλογία με τα παραπάνω, διατυπώνω την θέση μου με μια κατηγορηματική άρνηση:

.

Δεν υπάρχει αληθινή ερμηνεία του γεγονότος, ούτε αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας μιας ερμηνείας, διότι η ερμηνεία εξαρτάται από τον κόσμο σημασιών που επένδυσε ο ερμηνευτής, με βάση τον οποίο επίσης ερμηνεύει και τον κόσμο σημασιών που νοηματοδοτεί τους συμμετέχοντες στα γεγονότα – και διότι οι σημασίες ενός πολιτισμού ή μιας γλώσσας είναι, κατά τον Καστοριάδη, μάγματα νοημάτων: δηλαδή, είναι αόριστα προσδιορίσιμες αλλά όχι προσδιορισμένες (αντικειμενικά, καθ’ εαυτές).

.

(Επιτρέψτε μου μια παρένθεση. Γι’ αυτό, στη σύλληψη του Καστοριάδη, ο κόσμος σημασιών μιας κοινωνίας, οι σημασίες της γλώσσας της, είναι φαντασιακές: διότι δεν έχουν πραγματικά, ορθολογικά ή λειτουργικά ανάφορα, βάση των οποίων θα μπορούσαν να προσδιοριστούν. Ωστόσο, κάθε κοινωνία πρέπει να δημιουργήσει αυτά τα ανάφορα, στην κοινωνική της πραγματικότητα, για να υπάρχει ως κοινωνία. Πρέπει δηλαδή επαρκώς να κλείσει νοηματικά τις σημασίες αυτές, να προσδιορίσει δηλαδή επαρκώς το νόημά τους. Και επειδή η ιστορικές αυτές διαδικασίες κλεισίματος του νοήματος δεν μπορεί να είναι καθαρά ορθολογικές – διότι δεν υπάρχει ανάφορο, το ανάφορο είναι αυτό που πρόκειται κάθε φορά να δημιουργηθεί – συνυφαίνονται πάντα με σχέσεις εξουσίας και τις βλέψεις επέμβασης στην πραγματικότητα που αυτές φέρουν και ενσωματώνουν. Οι φαντασιακές σημασίες δεν είναι λοιπόν ψεύτικες, μη πραγματικές: είναι ποιο πραγματικές από κάθε πραγματικότητα, λέει ο Καστοριάδης, καθώς μόνον μέσω και διαμέσου αυτών μπορεί να υπάρχει μια πραγματικότητα για την κοινωνία και τα μέλη της…).

.

Ποιος μπορεί να προσδιορίσει το (αντικειμενικά) αληθινό νόημα της σημασίας θεός, ελευθερία, δικαιώματα του ανθρώπου, κράτος δικαίου, ισότητα, δικαιοσύνη, έθνος, τιμή, κτλ.; Ωστόσο, η απροσδιοριστία τους, δεν εμπόδισε τους ανθρώπους να κτίσουν ολόκληρους πολιτισμούς – κοινωνικές πραγματικότητες – γύρω από τις σημασίες αυτές. Αν στο ομηρικό έπος ψάχνουμε της ηθικές αρχές των τότε κοινωνιών, θα τις βρούμε εκεί. Αν ψάχνουμε τις ηθικές αρχές των πολεμιστών της ηρωικής εποχής, θα τις βρούμε εκεί. Αν ψάχνουμε τα οικονομικά κίνητρα των πολέμων, θα τα βρούμε εκεί. Αν ψάχνουμε τις απαρχές της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, θα τις βρούμε εκεί. Ωστόσο, δεν έχουμε ένα απόλυτο χάος, δεν μπορούμε να βρούμε εκεί οτιδήποτε, χωρίς όμως να μπορούμε να καθορίσουμε κάποια ορθολογικά όρια: αν ψάχνει κανείς τις απαρχές μιας μονοθεϊστικής, λυτρωτικής θρησκείας, δεν θα τις βρει εκεί – παρά μόνον βιάζοντας τα κείμενο (το νήμα της σημασίας των λέξεων του κειμένου).

.

Για το άρθρο που μας αφορά, δεν αμφισβήτησα πρωταρχικά την «αλήθεια» των γεγονότων, ως εμπειρικά συμβάντα, επομένως, δεν έχω να προσφέρω κάποια άλλη αλήθεια των συμβάντων, ούτε έχω τις γνώσεις για κάτι τέτοιο. Αναζήτησα τις πηγές του αρθρογράφου, αλλά και αυτό είναι δευτερεύον θέμα για μένα. Άλλωστε, δεν βρίσκεται εδώ η ουσία: τα γεγονότα, ως συμβάντα, δεν λένε τίποτα, δε επιδέχονται δηλαδή μια αληθινή ερμηνεία, η οποία μπορεί, ως «αληθινή», να ενταχθεί σε κάποιες «νόμιμες» σχέσεις εξουσίας οι οποίες σκοπεύουν σε μια (εκ της αλήθειας των γεγονότων και της νομιμότητας της εξουσίας) «δίκαια» επέμβαση στην πραγματικότητα. Βασικά αμφισβήτησα ακριβώς τούτο, ότι το άρθρο πρόβαλε – και μάλιστα όχι ρητά αλλά υπόρρητα – μια αληθινή ερμηνεία των γεγονότων, αυτών καθαυτών, ως σαν τα γεγονότα να μιλάν από μόνα τους, ενώ ουσιαστικά η ερμηνεία αυτή νοηματοδοτείται από τον κόσμο σημασιών του Ρωσικού εθνικισμού, δικαιώνοντας έτσι τις επεμβατικές βλέψεις του στο χώρο αυτό (ότι δηλαδή αυτές οι βλέψεις είναι νόμιμες (legitimate), καθώς δικαιώνονται από την αλήθεια των ίδιων των γεγονότων, αυτών καθαυτών).

.

Αμφισβήτησα επίσης την αξιοπιστία και την σκοπιμότητα δύο «γεγονότων», τα οποία είναι μάλλον εκτιμήσεις των γεγονότων, και είναι κεντρικά για την ερμηνεία που προβάλλεται στο κείμενο. Πόσα μέλη των (πρώην) ειδικών δυνάμεων του Υπουργείου Εσωτερικών μετανάστευσαν μαζικά στη Ρωσία; 10, 10% ή 50%, και από πού έρχεται η πληροφορία αυτή (που δεν την συνάντησα στην σουηδική δημοσιογραφία – εκτός από την αναφορά στην βιαιότητα των δυνάμεων αυτών, που οδήγησε την νέα κυβέρνηση στην διάλυσή τους); Και από πού εξάγεται η εκτίμηση ότι «η μοναδική οργανωμένη στρατιωτική δύναμη αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι ο “Δεξιός Τομέας”»; Όχι, δεν έχω κάποιες άλλες «αλήθειες» να προβάλλω εδώ. Ούτε βέβαια μπορώ να δεχτώ ότι «αυτά παραμένουν αδιάψευστα» έως ότου κάποιος τα διαψεύσει. Για το πρώτο γεγονός, δεν ξέρω τίποτα. Για το δεύτερο, που αποτελεί εκτίμηση, ισχυρίστηκα, βασισμένος σε μια γενικότερη κατανόηση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι, που αμυδρά διέγραψα παραπάνω, ότι δεν μπορεί να ξέρει κανείς, ότι μια τέτοια μοναδική ισχύς μια ομάδας σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα είναι κάτι το αδύνατον (και γιατί δεν την συναντάμε συχνά στην ανθρώπινη ιστορία, και εξ αιτίας των συγκεκριμένων συνθηκών της Ουκρανίας – ο κόσμος σημασιών που νοηματοδοτεί αυτές τις ομάδες δεν αποτελεί την κεντρική πηγή νοηματοδότησης των κινητοποιήσεων του Ουκρανικού λαού, ο οποίος, άλλωστε, απουσιάζει από το άρθρο) και ότι η ισχύς αυτών των ομάδων είναι ζήτημα της επερχόμενης πολιτικής διαμάχης…

.

Απλώς είμαι υποχρεωμένος να παρατηρήσω ότι η αναφορά στα δύο αυτά γεγονότα/εκτιμήσεις ανακεφαλαιώνει και συγκεκριμενοποιεί την ερμηνεία των γεγονότων που προβάλει η Ρωσική προπαγάνδα: ότι αυτό που έγινε στην Ουκρανία είναι ένα παράνομο πραξικόπημα από ναζιστικές δυνάμεις, ότι κινδυνεύει η Ρωσική μειονότητα, και ότι ως εκ τούτου η Ρωσία δικαιούται να επέμβει για να την προστατεύσει. Ας προσθέσω τώρα, την ιδιαιτερότητα αυτής της συγκεκριμενοποίησης. Διότι βεβαίως, δεν έγινε κάποιο πραξικόπημα στην Ουκρανία, με την παραδεδεγμένη έννοια της λέξης πραξικόπημα. Ήδη όταν ο πρώην πρόεδρος ήταν στην εξουσία, η βουλή αποφάσισε την επιστροφή στο προηγούμενο σύνταγμα, που περιόριζε τις εξουσίες του, και μετά την φυγή του, όλες οι εξελίξεις έγιναν με αποφάσεις μιας μεγάλης πλειοψηφίας της βουλής. Το πραξικόπημα έγκειται λοιπόν στο ότι ο Δεξιός Τομέας αποτελεί, εκ των υστέρων, την «μοναδική οργανωμένη στρατιωτική δύναμη» – και πρέπει να είναι έτσι, για να υπάρχει πραξικόπημα.

.

Δεν θα επαναλάβω εδώ αυτά που ανέφερα στο άρθρο μου. Ακόμα και αν τα παραπάνω είναι αληθινά, ως συμβάντα, δεν έχουν μια μονοσήμαντη ερμηνεία. Αρκεί να αναφέρω αυτό που είπε σε μια συνέντευξή του ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Σουηδίας (την μεταφέρω από μνήμης): «οι Ευρώπη θα πρέπει κατά τις διαπραγματεύσεις της με την Ουκρανική κυβέρνηση (για παροχή βοήθειας) να εκφράζει την δυσφορία της ως προς τον ρόλο των ακραίων εθνικιστικών ομάδων». Η μελλοντική ισχύς τους είναι λοιπόν και ζήτημα πιέσεων της Ευρώπης.

.

Ας σημειώσω τέλος, ότι ποτέ δεν αναφέρθηκα στις συναισθηματικές επενδύσεις του αρθρογράφου (αν και είναι άκρως θεμιτό σε έναν διάλογο, όταν μάλιστα αυτές δεν αναφέρονται από τον ίδιο), και ακόμα λιγότερο σε «υπόγειες σκοπιμότητες» και «ψυχολογικές επιδιώξεις» (κάτι που είναι σαφώς αθέμιτο σε έναν δημόσιο διάλογο, καθώς δεν μπορούν ποτέ να προσδιοριστούν), αλλά στις συναισθηματικές επενδύσεις που το άρθρα ζητά από μένα, ως αναγνώστη – ζητά δηλαδή από μένα να επενδύσω συναισθηματικά σε μια ερμηνεία των γεγονότων, αυτών καθαυτών, που στην ουσία νοηματοδοτείται από τον Ρωσικό εθνικισμό και την προπαγάνδα του. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε την εμπειρία μου ως αναγνώστη με τον όρο «συμβολική βία»: εκβιάζομαι να δω κάτι εκεί που εγώ δεν βλέπω, μου επιβάλετε ένας κόσμος σημασιών, για την ερμηνεία των γεγονότων, που δεν είναι δικός μου. Καθώς οι επενδύσεις αυτές δεν είναι ρητές – δεν μας πληροφόρησε ο αρθρογράφος ότι παρουσιάζει την Ρώσικη προοπτική των γεγονότων, κάτι που θα ήταν απολύτως θεμιτό (όχι όμως με την μορφή της προπαγάνδας) – είμαι υποχρεωμένος να αναφερθώ σε αυτές ως υπαινιγμούς. Βέβαια, θα μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω και να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Ζώντας σε μια δημοκρατική κοινωνία, δεν είμαι υποχρεωμένος να υποταχτώ σε καμιά «συμβολική βία». Αλλιώς είναι τα πράγματα για εκατομμύρια άλλους ανθρώπους.

.

2. Το δεύτερο θέμα αφορά στην κατηγορηματική μου άρνηση να ανοίξω έναν διάλογο με τις θέσεις του άρθρου. Υπάρχει μια οντολογική πλευρά του θέματος: είναι ένας τέτοιος διάλογος (γενικεύοντας, μεταξύ διαφορετικών πολιτισμός, διαφορετικών κόσμων σημασιών) δυνατός; Και υπάρχει μια δεοντολογική πλευρά: είναι ένας τέτοιος διάλογος επιθυμητός;

.

Δεν μπορώ να επεκταθώ στο οντολογικό ερώτημα, αλλά η άμεση απάντηση είναι: όχι! Γι’ αυτό άλλωστε οι ανθρώπινοι πολιτισμοί αλληλοσπαράζονται σε ολόκληρη της ιστορία της ανθρωπότητας: ο κόσμος σημασιών του ενός αποτελεί πάντα μια απειλή για τον κόσμο σημασιών ενός άλλου – όχι μόνον διότι ότι στον έναν είναι ιερό θεωρείται απεχθές στον άλλο αλλά και διότι με την ίδια την ύπαρξή τους επιβεβαιώνουν την σχετικότητα, ο ένας του άλλου. Βέβαια αναφέρομαι εδώ στις σημασίες αυτές ενός πολιτισμού που ο Καστοριάδης αποκαλεί «κεντρικές» (η ελευθερία, ως ατομική και συλλογική αυτονομία), ή, με την ορολογία του Βέμπερ, αφορούν στην ορθολογικότητα των αξιών. Όλοι οι πολιτισμοί μπορούν να συμφωνήσουν ότι το πολυβόλο είναι ποιο αποτελεσματικό όπλο από το τόξο – αλλιώς κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Και μπορούν να συμφωνήσουν για κάποιες αξίες προστασίας του περιβάλλοντος. Εν ολίγοις, μπορούν να συμφωνήσου σε ζητήματα εργαλειακής ορθολογικότητας και σε σημασίες που έχουν πραγματικά ανάφορα (η φωτιά καίει και η γη είναι πράγματι στρόγγυλη και περιστρέφεται γύρο από τον ήλιο).

.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα δεν μπορεί (για «μας») παρά να είναι τούτη: δεν έχουμε άλλη επιλογή από την επιδίωξη του διαλόγου. Αυτό άλλωστε προσπαθούν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί: να διαμορφώσουν κάποιες μετα-πολιτισμικές ή παγκόσμιες αξίες και κριτήρια για την ρύθμιση των διεθνών σχέσεων. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται παρά για δυτικές αξίες που, μέχρι της μέρες μας τουλάχιστον, επιβάλλονται στους άλλους πολιτισμούς, διότι ο δυτικός είναι ο μόνος πολιτισμός που δημιούργησε εγκόσμιες αξίες (ένα μάγμα φαντασιακών σημασιών) που διεκδικούν (μέσα στην αντιφατικότητά τους) καθολική ισχύ: από την μια, εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία και δημοκρατική νομιμότητα, και από την άλλη, ελεύθερη αγορά και καπιταλιστική ανάπτυξη). Και οι άλλοι πολιτισμοί «επιλέγουν», και προσδιορίζουν τις αξίες που επιλέγουν (ως σημασίες) κατά τον δικό τους κόσμο σημασιών…

.

Ωστόσο, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον δυτικό πολιτισμό: είναι ο δεύτερος πολιτισμός στην ιστορία της ανθρωπότητας, μετά την αρχαία Ελλάδα (γι’ αυτό άλλωστε αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του ως ελληνοδυτικό πολιτισμό – όχι, δεν είμαστε «έθνος ανάδελφο»!) που μπορεί να αμφισβητήσει τον δικό του κόσμο σημασιών, να ανοίξει έναν διάλογο με αυτόν, να αναπτύξει προς αυτόν μια στοχαστική και διαβουλευτική δραστηριότητα… Και ακριβώς επειδή μπορεί να αμφισβητήσει των εαυτό του, μπορεί να ανοίξει και έναν διάλογο με όλους τους άλλους πολιτισμούς, να προσπαθήσει να κατανοήσει τον κόσμο σημασιών τους και πως αυτός νοηματοδοτεί τις ερμηνείες τους για τον κόσμο.

.

Αναρίθμητα άρθρα του σουηδικού τύπου προσπάθησαν να παρουσιάσουν την Ρωσική προοπτική των γεγονότων της Ουκρανίας – την προοπτική της Ρωσικής ηγεσίας αλλά και του ακραίου ρωσικού εθνικισμού (που εκπροσωπείται κυρίως από τον πολιτειολόγο Alexander Dugin, σύμβουλο το Πούτιν, αλλά και από ένα αμάλγαμα «κοκκινοκαφετί» δυνάμεων που ονειρεύονται μια Μεγάλη Ρωσία να κυριαρχεί σε μια μεγάλη Ευρωασιατική ένωση). Ταυτόχρονα διευκρινίζουν και την αντιφατικότητα των δυτικών θέσεων, έτσι όπως αυτές γίνονται αντιληπτές από την Ρωσική προοπτική (τη αποδοχή της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου, για παράδειγμα, στην οποία αντιστάθηκε η Ρωσία, αλλά όχι την ανεξαρτησία – ή αυτοκαθορισμό – της Κριμαίας).

.

Όλες όμως αυτές οι προσεγγίσεις γίνονται «από έξω», δεν υιοθετούν δηλαδή την ρωσική προοπτική – και ούτε πρωταρχικά την κριτικάρουν ή την απορρίπτουν – αλλά την διαυγάζουν. Με την ορολογία που ανέπτυξα εδώ, ανοίγουν έναν διάλογο με τον κόσμο σημασιών που νοηματοδοτεί τις διάφορες ρωσικές ερμηνείες των γεγονότων και με τον ίδιο τρόπο που αμφισβητούν τον δυτικό κόσμο σημασιών (διευκρινίζοντας για παράδειγμα της αντιφάσεις του) αμφισβητούν και των ρωσικό κόσμο σημασιών (και ιδιαίτερα την κεντρική σημασία αυτού του κόσμου: την εθνική κυριαρχία, περιχαρακωμένη ως Ρωσική κυριαρχία). Αυτή είναι η μόνη μορφή διαλόγου που μπορούμε να κάνουμε μέσα στα πλαίσια του ελληνοδυτικού πολιτισμού (τα μόνα πλαίσια άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, μέσα στα οποία μπορεί να γίνει ένας πραγματικός διάλογος), και ελπίζουμε ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι από τους άλλους πολιτισμούς θα συμμετέχουν σε έναν τέτοιο διάλογο: να αμφισβητούν δηλαδή τον κόσμο σημασιών του δυτικού πολιτισμού, αμφισβητώντας ταυτόχρονα και τον δικό τους κόσμο. Και υπάρχουν αναρίθμητοι τέτοιοι άνθρωποι στην Ρωσία, οι οποίοι πνίγονται κάτω από την «συμβολική βία» – και όχι μόνο συμβολική – της Ρωσικής προπαγάνδας.

.

Η ικανότητα λοιπόν αμφισβήτησης του ιδίου κόσμου σημασιών, συλλογικό και ατομικό, η ικανότητα ανάπτυξης μιας στοχαστικής και διαβουλευτικής δραστηριότητας με αυτόν, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση κάθε γνήσιου διαλόγου – ακόμα και όταν αυτός καταλήγει απλώς στην διευκρίνιση των ασύμβατων αξιών μεταξύ των διαλεγόμενων. Κάτι που επίσης σημαίνει ότι οι διαλεγόμενοι αναγνωρίζουν – και γνωρίζουν – ότι το πρόβλημα των ασύμβατων αξιών δεν μπορεί να λυθεί με την επίκληση κάποιας αλήθειας – ότι δεν είναι ζήτημα αλήθειας (ή «επιστήμης», κατά τον Πλάτωνα), αλλά ζήτημα «δόξας». Γι’ αυτό άλλωστε η δημοκρατία στηρίζεται, όχι στην αλήθεια, αλλά στην δόξα των πολιτών: δηλαδή, στην στοχαστική και διαβουλευτική τους θέληση. Και αν αυτή η θέληση δεν είναι κοινή, ισχύει (πάντα προσωρινά – έως τον επόμενο στοχασμό και διαβούλευση) η θέληση της πλειοψηφίας. Επενδύοντας λοιπόν σε αυτήν την μετα-αξία της δημοκρατίας με θετικά συναισθήματα, δεν μπορούμε παρά να ερμηνεύουμε και να προσπαθούμε να επεμβαίνουμε στα γεγονότα που διαδραματίζονται στον κόσμο μας με βάση αυτή την αξία: να προωθούμε ότι ευνοεί την δυνητική ανάπτυξη της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

.

Δεν θα μακρηγορήσω στο θέμα του άρθρου που μας αφορά: δεν ήταν απλώς μια παρουσίαση «εκ των έσω» της ρωσικής ερμηνείας των γεγονότων αλλά μια παρουσίαση «εκ των έσω» της ρωσικής προπαγάνδας. Σε αντίθεση με άλλες μορφές του λόγου, η προπαγάνδα έχει την εξής (ιδεοτυπική) ιδιαιτερότητα: επιλέγει κάποια αληθινά συμβάντα εις βάρος άλλων, υπερτονίζει την σημασία κάποιων αληθινών συμβάντων εις βάρος άλλων σημαντικότερων, και, αν δεν τις αρκούν αυτά, αλλοιώνει τα αληθινά συμβάντα ή κατασκευάζει νέα, όλα με αποκλειστικό σκοπό να στηρίξει την αλήθεια μιας προκαθορισμένης ερμηνείας. Δεν βλέπω τι διάλογο μπορεί να ανοίξει κανείς με αυτήν την μορφή του λόγου, εκτός από το να την αποκαλύψει.

.

Κλείνω δίνοντας μια άλλη διάσταση στη θλίψη που εξέφρασα στο άρθρο μου για το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας συγκινείται από τον ρωσικό εθνικισμό και την προπαγάνδα του. Βασικά, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό. Και η Ελλάδα και η Ρωσία, με διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, βρίσκονταν πάντα στην περιφέρεια του ελληνοδυτικού πολιτισμού. Δεν γνώρισαν ούτε αναγέννηση, ούτε διαφωτισμό ούτε ουσιαστικά κατάφεραν ποτέ να ενσωματώσουν τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προτάγματα της μοντερνικότητας. Πολλές προσπάθειες εξευρωπαϊσμού της Ρωσίας, ήδη από την τσαρική εποχή, απέτυχαν. Στο κόσμο σημασιών και των δύο χωρών δεσπόζει το φαντασιακό μιας αυταρχικής δεσποτικής εξουσίας, ασκούμενης στην βάση μια αποκαλυπτικής (επομένως ανορθολογικής) αλήθειας. Δεν είναι τυχαία η μοίρα του μαρξισμού και του σοσιαλισμού: μεταφερόμενοι από έναν κόσμο σημασιών, ο οποίος μαζί με το καπιταλιστικό φαντασιακό της ψευτο-ορθολογικής ψευτο-κυριαρχίας και τις απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης (του οποίου μέρος ήταν και ο μαρξισμός), δημιούργησε επίσης και το φαντασιακό της ελευθερίας και της δημοκρατίας, σε έναν άλλο κόσμο σημασιών όπου το κυρίαρχο φαντασιακό είναι η εξ αποκαλύψεως αλήθεια μιας δεσποτικής εξουσίας, δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ένα κοινωνικοϊστορικό τέρας. Από την άλλη, οι αποτυχημένες προσπάθειες εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας συνεχίζονται…

.

Σε μια ομιλία του στην Ελλάδα, πριν από χρόνια, ο Κορνήλιος Καστοριάδης απηύθυνε την εξής προτροπή προς το ακροατήριό του (μεταφέρω εκ μνήμης): «ή θα είστε με τους πατέρες της εκκλησίας ή με τον Επιτάφιο του Περικλή, αλλά δεν μπορεί να είστε και με τους δύο ταυτόχρονα». Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων είναι ακόμα με τους πατέρες της εκκλησίας – όχι με την στενή θρησκευτική έννοια, αλλά με την έννοια ότι νοηματοδοτούν τον κόσμο μέσα από το φαντασιακό μιας αποκαλυπτικής αλήθειας, την οποία φέρει και ενσωματώνει μια δεσποτική εξουσία. Και ένα μέρος του άλλου μέρους – δεν ξέρω πόσο μικρό ή μεγάλο – προσπαθεί ακόμη να καταλάβει τον Επιτάφιο του Περικλή.

.

Στις αρχές της δεκαετίας του 80, νομίζω, σε μια συναυλία τους στη Σουηδία, ο Μαρκόπουλος τραγούδησε ένα νέο του τραγούδι, της ίδιας μορφής με το «Λέγκω-Λέγκω», το οποίο, απευθυνόμενο στους Ευρωπαίους και Έλληνες πολιτικούς της εποχής, έκλεινε με τον εξής θετικά επενδυμένο στοίχο (μεταφέρω εκ μνήμης): «θέλετε να μας βάλετε στην Ευρώπη, αλλά η καρδιά μας ανήκει στην Ανατολή». Ήμουν ένας από τους δύο περίπου χιλιάδες ακροατές που, βαθειά συγκινημένος, καταχειροκρότησε δια βοής το κλείσιμο τους τραγουδιού. Από ότι ξέρω, το τραγούδι αυτό δεν εκδόθηκε ποτέ.