Γιατί η Χρυσή Αυγή δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση;

Μαριλένα Κοππά 11 Οκτ 2013

Ας αναλογιστούμε σε επίπεδο αρχών τη θεωρία των «δυο άκρων» και, εύλογα, ας ακολουθήσουμε τις συνέπειες αυτού του συλλογισμού. Πρακτικά, προκύπτει το ερώτημα: «Διαφέρει η Χρυσή Αυγή από τη 17 Νοέμβρη»;

.

Η 17 Νοέμβρη είναι τρομοκρατική οργάνωση βάσει του ίδιου άρθρου του ποινικού κώδικα στο οποίο αναφερόμαστε για να πούμε τη Χρυσή Αυγή «εγκληματική οργάνωση» (187Α). Βάσει του Ποινικού Κώδικα, έχουμε είτε «τρομοκρατική», είτε «εγκληματική» ομάδα, όταν υπάρχουν αποδείξεις – και, πριν τη δίκη, ενδείξεις – «δομημένη(ς) και με διαρκή δράση ομάδα(ς) από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού με σκοπό να τελέσει» εγκληματικές πράξεις».

.

Συγκεκριμένα, «τρομοκρατικές» ορίζονται οι πράξεις που συνάδουν με ορισμένα χαρακτηριστικά: {γίνονται} «με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».

.

Καλή τη πίστη, επειδή της καταδίκης πρέπει να προηγηθεί μια δίκη, ο μόνος τρόπος να ισχυριστεί κανείς ότι αυτές οι δυο οργανώσεις δεν είναι «τρομοκρατικές», είναι να αποδείξει, όπως ορίζει ο νομοθέτης, ότι η δράση τους «εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.» Αυτό θα ήταν μια δύσκολη υπερασπιστική γραμμή, τόσο για τη Χρυσή Αυγή, όσο και για τη 17 Νοέμβρη.

.

Σε πρακτικό επίπεδο, τώρα, το νομικό οπλοστάσιο της δικαιοσύνης ενάντια στην «εγκληματική οργάνωση» Χρυσή Αυγή, αξιοποιεί το οπλοστάσιο του «αντιτρομοκρατικού νόμου». Το άρθρο 187Β χρησιμοποιήθηκε προκειμένου ν’ ανοίξουν στόματα εντός της οργάνωσης, γεγονός που ήταν πολύ ευκολότερο απ’ ό,τι στην περίπτωση της 17 Νοέμβρη, αφού πρόκειται για πολύ μαζικότερη οργάνωση. Όμως, νομικά και ηθικά, δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια ουσιώδης διαφορά.

.

Έχει ενδιαφέρον ότι όταν έγινε η δίωξη των μελών της 17 Νοέμβρη, δόθηκε έμφαση τόσο από μερίδα του τύπου, όσο και από την πολιτική ηγεσία, στη φύση των δράσεων της οργάνωσης, που συνάδουν με αυτές του «κοινού ποινικού δικαίου». Το αποτέλεσμα ήταν και πολιτικό, αφού το συγκεκριμένο επιχείρημα μείωνε – και καλά έκανε – την αξίωση των κατηγορουμένων να θεωρούνται «πολιτικοί κρατούμενοι». Το ίδιο αξιώνει και η Χρυσή Αυγή.

.

Εκεί που υπάρχει διαφορά στις δυο περιπτώσεις, είναι στη διαδικασία αξιολόγησης των στοιχείων. Αφενός, στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής, δεν έσκασε βόμβα. Αντίθετα, μετά την πρόσφατη και τραγική δολοφονία του (Έλληνα Πολίτη) Φύσα, έγινε μια «επαναξιολόγηση» της υπάρχουσας δικογραφίας που αφορά την οργάνωση. Αφετέρου, δεν ακούμε τη λέξη «τρομοκρατία».

.

Πολιτικά, φαίνεται ότι στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής υπάρχουν δυο σημαντικές διαφορές: Πρώτον, ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη για το γεγονός ότι η πολιτεία απέτυχε να προστατέψει τρομοκρατημένους πολίτες και, δεύτερον, υπάρχουν ενδείξεις ότι η αποτυχία αυτή ενέχει δόλο.

.

Όσον αφορά τις πολιτικές ευθύνες, ευτυχώς, το Ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη δίωξη ενός κόμματος ή ενός ατόμου στη βάση συγκεκριμένων πεποιθήσεων, όσο αποκρουστικές και αν είναι αυτές. Αλλά οι πράξεις είναι κάτι διαφορετικό από τις πεποιθήσεις. Και στο πλαίσιο της «επαναξιολόγησης», η δικαιοσύνη φαίνεται ότι είχε εύκαιρες στη διάθεσή της μια σειρά από πράξεις, που περίμεναν επί μακρόν την επαναξιολόγησή τους. Αυτές οι υποθέσεις, αντιστοιχούν σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι -και ευτυχώς δεν ήταν- «τρομοκρατημένοι». Όμως, ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι ορισμένες «πράξεις» δεν έχουν ακόμα «επαναξιολογηθεί».

.

Η πολιτική αυτή πρόκληση δεν τίθεται σήμερα. Το ερώτημα «Τι θα πει τρομοκρατία». είχε τεθεί μ’ ένα άρθρο στο Έθνος, τον Δεκέμβριο του 2009. Πολιτικά, τότε είχε ειπωθεί με λιγότερο τεχνικούς όρους ότι «Τρομοκράτες είναι όσοι αυτοδικούν, λειτουργώντας ως οργανωμένη ομάδα, προκειμένου να υπερασπιστούν ιδανικά, χωρίς να αναγνωρίζουν το δικαίωμα του κάθε κατοίκου αυτής της χώρας να έχει αντίθετη άποψη, προχωρώντας σε χρήση βίας». Και η σύνδεση της Χρυσής Αυγής με τρομοκρατική δράση είχε γίνει στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων.

.

Συγκεκριμένα, στις 16 Μάιου του 2009, διοργανώθηκε στην Πλατεία του Aγ. Παντελεήμονα, βιβλιοπαρουσίαση του «Mικρού ημερολόγιου συνόρων» του κ. Γκάζι Kαπλάνι. Μια ομάδα περίπου 50 ατόμων, εκ των οποίων ορισμένοι ήταν επώνυμα στελέχη της Χρυσής Αυγής και ορισμένοι, πρόσφατα μόλις, έχουν συλληφθεί, επιτέθηκαν στους διοργανωτές. Αμέσως μετά τα ίδια άτομα έκλεισαν αυθαίρετα και παράνομα την παιδική χαρά της Πλατείας, αναρτώντας απ’ έξω μια ελληνική σημαία. Συνέχισαν, απειλώντας τον τοπικό ιερέα (τότε) Προκόπιο, να σταματήσει να βοηθά (τους ξένους) άστεγους. Και από τότε η πλατεία αυτή ήταν το σύμβολο της κυριαρχίας της Χρυσής Αυγής σ’ ένα μέρος της πόλης. Ο στόχος αυτής της «τρομοκρατίας», ήταν σε πρώτη φάση να καταστήσει τη βία κατά των μεταναστών θεμιτή για το κράτος, γεγονός που συνάδει με τα εξής κίνητρα: α) να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή β) να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη.

.

Οι διωκτικές αρχές προχώρησαν σε επαναξιολόγηση των στοιχείων μόλις σκοτώθηκε ένας Έλληνας συμπολίτης μας, όχι αφού είχαν δεχθεί δολοφονικές επιθέσεις δεκάδες αλλοδαποί. Παράλληλα αξίζει να σημειωθεί ότι σύντομα, μετά τις συλλήψεις της Χρυσής Αυγής, έγιναν -ίσως για «συμβολικούς λόγους», ίσως εντελώς τυχαία- επιχειρήσεις «σκούπα» στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Το γεγονός πάντως είναι ότι το 2009, το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής δεν αντιδρούσε σε ό,τι και εάν γινόταν εναντίον μεταναστών ή Ελλήνων που υποστήριζαν μετανάστες. Λεπτομέρεια που αφορά την εμπλοκή ορισμένων αξιωματικών: ακούμε συχνά τη φράση «παράβαση καθήκοντος», αλλά όχι την έννοια «παρακράτος».

.

Οι συλλήψεις ορισμένων εκ των στελεχών της Χρυσής Αυγής, κατοίκων της περιοχής του Αγίου Παντελεήμονα, που τότε δρούσαν ανεμπόδιστα, δικαιώνουν όσους έλεγαν ότι η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ενθάρρυνε τους «αγανακτισμένους κατοίκους» να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Υπήρχε άλλωστε, αποδεδειγμένα τώρα, ανοχή της αστυνομίας. Όμως, υπάρχει και αλλού ευθύνη αφού τότε και τα επόμενα χρόνια, μια σειρά από δημοσιεύματα από Μέσα που σήμερα δεν κάνουν καμία αυτοκριτική, έσπευσαν να παρουσιάσουν την περιοχή ως ένα κόσμο όπου ζουν αποκλειστικά αγανακτισμένοι άνθρωποι, που εγκρίνουν τη βία και «ακραία στοιχεία της αριστεράς». Φαίνεται ότι η βία που εγκρίνεται από τους «αγανακτισμένου πολίτες» δεν «επαναξιολογείται». Η ουσία είναι ότι εάν ισχύει ο παραπάνω συλλογισμός, η Χρυσή Αυγή είναι μια πετυχημένη τρομοκρατική οργάνωση, σε αντίθεση με τη 17 Νοέμβρη που ο πολιτικός κόσμος καταδίκασε. Για το κλείσιμο της παιδικής χαράς του Άγ. Παντελεήμονα, κατέθεσα τότε ερώτηση στην Ευρωβουλή (Δεκέμβριος 2009). Ακολούθησαν επιστολές με νουθεσίες, απειλητικά φαξ και τηλεφωνήματα και, φυσικά, μια σειρά από υβριστικά σχόλια στο διαδίκτυο. Πολιτικά, αυτό το γάντι, κανείς δεν ήθελε να το σηκώσει.

.

Μένει λοιπόν να γίνει μια «επαναξιολόγηση» της δράσης της συγκεκριμένης οργάνωσης και το πώς ή εάν αυτή συνδέεται με την τρομοκρατία. Και αυτό σημαίνει ότι ενώ έχει αρχίσει να έρχεται στο φως το ποινικό κομμάτι της υπόθεσης, απομένει ακόμα η πρόκληση να «επανεξεταστεί» και το πολιτικό. Πολιτικά, ας υπάρξει τουλάχιστον μια «αυτό-αξιολόγηση», τουλάχιστον από τους τότε αρμοδίους Υπουργούς.

.

Όμως, πρέπει να «επαναξιολογηθεί» και η έννοια «παρακράτος», που είναι ζήτημα της δικαιοσύνης. Το «παρακράτος» δεν αφορά πάντα άτομα με μακρόπνοα σχέδια για την κατάλυση του πολιτεύματος. Η τρομοκρατία μπορεί απλώς να αφορά και την αναστολή του κράτους δικαίου, σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, όχι μόνο με την απειλή της βίας, αλλά με την έμμεση συνέργεια, που προκύπτει από την άρνηση των αρχών να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους, προς επίρρωση της τρομοκράτησης των πολιτών. Μπορεί επίσης να σημαίνει ότι μια μερίδα κρατικών λειτουργών ασπάζεται τις επιδιώξεις μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Και μπορεί σ’ αυτήν την πεποίθησή τους, να μη βρούν ούτε πολιτικές, ούτε νομικές, ούτε δημοσιογραφικές αντιστάσεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση, έχουμε σοβαρό πολιτειακό ζήτημα, με τις ευθύνες να επιμερίζονται τόσο προσωπικά, όσο και θεσμικά.

.

Πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η «επαναξιολόγηση» έχει φτάσει στο επιθυμητό σημείο της. Σε κάθε περίπτωση, υπό αυτό το πρίσμα, η θεωρία των «δυο άκρων» είναι θεμιτή, αρκεί να έχει και ανάλογες συνέπειες.