Η διαφορά ιατρικής και κομπογιαννιτισμού*

Κώστας Κούρκουλος 15 Σεπ 2021

Η υποχρέωση του θεράποντα ιατρού για ενημέρωση του ασθενούς, έχει αναπτυχθεί εξαντλητικά στη σχετική νομική φιλολογία, ως προς όλες τις πλευρές της. Ήτοι, από τα υποκειμενικά όρια της ενημέρωσης, τα οποία ορίζονται από όσα μπορεί να αντέξει ή επιθυμεί να μάθει ο ασθενής, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο πρέπει αυτή να διατυπωθεί (γραπτά ή προφορικά, με επιστημονική διάλεκτο ή στην γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ασθενής κ.ο.κ.). [i]

Ως εκ τούτου, μία επί πλέον αναφορά στα εν λόγω κεφάλαια, μάλλον θα συνιστούσε απλή επανάληψη των ήδη κατατεθειμένων απόψεων.

Εκείνο όμως το οποίο δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη νομική μας φιλολογία, είναι αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο της ενημέρωσης. Τι δηλαδή υποχρεούται να αποκαλύψει ο γιατρός στον ασθενή και τι δεν δικαιούται να αναφέρει.

Ο ισχύων Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005 και εν συντομία ΚΙΔ), αποφεύγει το «νομικό πατερναλισμό» σε στενά ιατρικά θέματα. Μάλιστα, στην πραγματικότητα θεσμοθετεί και συστηματοποιεί, όσα η ίδια η διεθνής ιατρική πράξη είχε επιβάλει και ήδη είχαν εν πολλοίς ενσωματωθεί στη Σύμβαση του Οβιέδο. Έτσι, η ενημέρωση του ασθενούς αντιμετωπίζεται αυστηρά ως ιατρική πράξη, η οποία υπόκειται ρητά σε όλους τους κανόνες  και στους περιορισμούς, που επιβάλλει η ιατρική δεοντολογία. Ενδεικτικά, ορίζει το άρθρο 11 παρ.1: «Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της…..».

Η διάταξη αυτή του ΚΙΔ επιβάλλει την «πλήρη» ενημέρωση του ασθενούς, από το περιεχόμενο και τα αναμενόμενα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, μέχρι και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές, που μπορούν να προκύψουν από την εκτέλεσή της.

Εν προκειμένω όμως, ανακύπτει το εξής επιστημολογικό ζήτημα: Ποιος θέτει τα κριτήρια βάσει των οποίων ορίζονται όλες οι ανωτέρω έννοιες, που συγκροτούν την ενημέρωση; Ενδεικτικά: Ποιος ορίζει την έννοια της επιπλοκής, την αιτιακή σχέση της με την συγκεκριμένη κάθε φορά ιατρική πράξη και το ποσοστό πιθανότητας να επέλθει, ώστε, με βάση αυτά τα δεδομένα, να περιλαμβάνεται «lege artis» στην ενημέρωση του ασθενούς;

Το υπόλοιπο σύμπλεγμα των διατάξεων του ΚΙΔ ρυθμίζει επαρκώς και αυτό το ζήτημα. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 παρ. 2 ορίζεται: «Ο ιατρός ενεργεί με βάση:  α) …  β) ….γ) «τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης». Και συνεχίζει στην παρ. 3: «Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης  σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Έχει δικαίωμα για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση».

Απόλυτο και έσχατο κριτήριο δηλαδή για την σύννομη άσκηση της ιατρικής πράξης, τίθεται από τον ΚΙΔ η «επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση». Το αξιοσημείωτο μάλιστα είναι ότι η lege artis ιατρική πράξη προσδιορίζεται στο σημείο αυτό  και αρνητικά, με τον ρητό αποκλεισμό των μεθόδων που δεν διαθέτουν «επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση». Αποκλείεται έτσι οποιασδήποτε επιλογή, η οποία  δεν έχει αναχθεί σε επαρκώς τεκμηριωμένο επιστημονικό πόρισμα, με βάση τους αντικειμενοποιημένους – θεσπισμένους κανόνες που διέπουν την επιστήμη και όχι βεβαίως με βάση την υποκειμενική δοξασία του ιατρού. (Αυτό σημαίνει η αναφορά σε «επιστημονική τεκμηρίωση»).

Τίθεται όμως το επόμενο ερώτημα: Ποιες είναι οι διαδικασίες και οι κανόνες, με τη συνδρομή των οποίων ανάγεται μία ανακάλυψη σε «επαρκώς τεκμηριωμένο» επιστημονικό πόρισμα;  Δηλαδή σε επιστήμη; Και επ’ αυτού ο ΚΙΔ παρέχει επίσης σαφή απάντηση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27 παρ. 1 ΚΙΔ, το οποίο θεσμοθετεί τις προϋποθέσεις δημοσιότητας των ιατρικών ανακαλύψεων, ορίζει: «1. Ο ιατρός υποχρεούται να καθιστά γνωστές, κατά προτεραιότητα, στην ιατρική κοινότητα, με τον πιο πρόσφορο  τρόπο, τις ανακαλύψεις που επέτυχε και  τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει από τις επαγγελματικές του μελέτες σε διαγνωστικά ή θεραπευτικά θέματα.

Αποφεύγει την ευρύτερη δημοσιοποίηση των ανακαλύψεων και των συμπερασμάτων του στο μη ιατρικό κοινό, προτού τα υποβάλει στην κριτική των συναδέλφων του».

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η δημοσιοποίηση από το γιατρό στην ιατρική κοινότητα, των ανακαλύψεων που πέτυχε και των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε πάνω σε διαγνωστικά και σε θεραπευτικά θέματα. Ταυτόχρονα όμως θεσμοθετείται ρητά και ο αποκλεισμός  της γνωστοποίησης στο «μη ιατρικό κοινό» των ανακαλύψεων και των συμπερασμάτων του, πριν αυτά υποβληθούν «στην κριτική των συναδέλφων του». (Είναι προφανές ότι στο «μη ιατρικό κοινό», περιλαμβάνονται πρωτίστως οι ασθενείς του ιατρού. Και αυτό επειδή σ’ αυτούς ασκεί επιρροή μεγαλύτερη, απ’ ότι στους μη ασθενείς του).

Τα μέσα δημοσιοποίησης τυχόν ανακαλύψεων και ο τρόπος άσκησης της «κριτικής των συναδέλφων» του ιατρού, ώστε η ανακάλυψη να αποκτήσει «επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση» και εξ αυτού να αναχθεί σε επιστημονική γνώση, δεν καθορίζονται από το νόμο. Και αυτό γιατί μόνον η ίδια η επιστήμη διαθέτει την «αυθεντία» να ορίζει τον εαυτό της. Ήτοι τους όρους της ύπαρξης και της συγκρότησής της.

Στο πλαίσιο αυτό η διεθνής επιστημονική κοινότητα δημιουργεί και ορίζει τους θεσμούς της, εντός των οποίων διεξάγεται αποκλειστικά κάθε επιστημονική συζήτηση. Και αυτοί είναι η διεθνής ιατρική βιβλιογραφία υπό όλες τις εκδοχές, τις οποίες δημιουργεί η εξέλιξη της τεχνολογίας. Όταν δε, μέσω της επιστημονικής συζήτησης εντός των θεσμών αυτών, υποβληθούν οι ανακοινώσεις στη βάσανο της διαψευσιμότητας, η οποία επιστημολογικά είναι η λυδία λίθος για την «κατοχύρωση» της επιστημονικής γνώσης και επί πλέον, με τον ίδιο τρόπο επιτευχθεί “consensus” της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας επ’ αυτών, τότε μόνον αποκτούν «επιστημονική τεκμηρίωση» οι όποιες «ανακαλύψεις», με συνέπεια να ανάγονται σε ιατρική επιστημονική γνώση. Υπό αυτήν και μόνον την προϋπόθεση, ο γιατρός υποχρεούται να εισαγάγει την επιτευχθείσα ιατρική επιστημονική γνώση, στην άσκηση της ιατρικής πράξης. Δηλαδή τόσο στην ενημέρωση του ασθενούς, όσο και στη θεραπεία. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και τα ποσοστά πιθανότητας να επέλθει μία επιπλοκή «…πρέπει να προκύπτουν από την ιατρική βιβλιογραφία, ώστε να θεμελιώνουν υποχρέωση ενημέρωσης». [ii]

Το δεδομένο αυτό, έχει και την αρνητική του όψη: Μέχρι να αναχθούν οι προσωπικές απόψεις, αντιλήψεις ή διαπιστώσεις του μεμονωμένου ιατρού σε τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση - με τον προδιαληφθέντα πάντοτε τρόπο - παραμένουν αυστηρά προσωπικές του αντιλήψεις, τις οποίες μάλιστα δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιεί σε κανέναν, πέραν της ιατρικής κοινότητας.

Ο ρητός αποκλεισμός της δημοσιοποίησης των ανακαλύψεων και των συμπερασμάτων του ιατρού στο μη ιατρικό κοινό προτού υποβληθούν «στην κριτική των συναδέλφων του», εκφράζει την επιφυλακτικότητα των επιστημονικών θεσμών απέναντι στον κίνδυνο «κομπογιαννιτισμού». Διότι, όσο πιθανόν είναι να επιβεβαιωθεί  εκ των υστέρων και να καταστεί επιστημονική γνώση η προσωπική διαπίστωση ενός ιατρού, άλλο τόσο μπορεί  να διαψευσθεί και να αποδειχθεί επικίνδυνη ιδεοληψία. Γι’ αυτό και προτού υποβληθεί «στην κριτική των συναδέλφων του», δεν επιτρέπεται η υπεισέλευσή της στην άσκηση της ιατρικής, έστω και αν ο ιατρός είναι πεισμένος για την ορθότητά της. Άλλωστε, η αρχή της «τεκμηρίωσης» που περιγράψαμε, η οποία διασφαλίζει την θεμελίωση της επιστημονικής γνώσης, συνιστά την κρίσιμη διαφορά μεταξύ επιστήμης και «κομπογιαννιτισμού».

Διαφορετικά είναι δυνατόν είτε να εκφοβίζεται ο ασθενής με ατεκμηρίωτες επιστημονικά και στατιστικά «επιπλοκές», είτε να παραπλανάται με ανεδαφικές ελπίδες και να υποβάλλεται σε απρόσφορες ή επικίνδυνες θεραπείες.

Συμπέρασμα: Αν ο ιατρός κατά την άσκηση της επιστήμης του προβαίνει σε διαπιστώσεις οι οποίες είναι μέχρι τότε άγνωστες στην επιστημονική κοινότητα, δεν δικαιούται να τις εισαγάγει στην εκ μέρους του άσκηση της ιατρικής πράξης, ούτε καν προς ενημέρωση του ασθενούς, έστω και αν ο ίδιος είναι βέβαιος για την επιστημονική τους «εγκυρότητα». Αντιθέτως, υποχρεούται να τις ανακοινώσει στην επιστημονική κοινότητα, ώστε αυτές να υποβληθούν «στην κριτική των συναδέλφων του».  Και αφού υποστούν τον έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας και επιτευχθεί επ’ αυτών “consensus” μέσω της διεθνούς βιβλιογραφίας, τότε και μόνον ανάγονται σε επιστημονική γνώση, οπότε και οφείλει να τις εισαγάγει στην άσκηση της ιατρικής επιστήμης. Δηλαδή και στην ενημέρωση του ασθενούς.

 

[i]  «ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ», Συλλογικό έργο, Επιμέλεια Τ.Κ. Βιδάλη και Θ.Κ. Παπαχρήστου, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΕ. «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ», Επιμ. Ε. Λασκαρίδης, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Δημήτριος Ψαρούλης - Πολυχρόνης Βούλτσος, «ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», «UNIVERSITY STUDIO PRESS». Ισμήνη Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη, «Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ», εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, κ.ο.κ)

[ii]  Μ. Κανελλοπούλου – Μπότη, στο συλλογικό έργο «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ», Επιμ. Ε. Λασκαρίδης, σελ. 132, όπου, αναφερόμενη στο ποσοστό πιθανότητας επιπλοκής μιας ιατρικής πράξης, το οποίο δημιουργεί υποχρέωση ενημέρωσης, διαλαμβάνει: «Η έκταση της ενημέρωσης ειδικά όσον αφορά τους κινδύνους μιας ιατρικής πράξης απο­τελεί συνάρτηση της πιθανότητας επέλευσης ενός κινδύνου (πόσο σπάνια πραγματοποιεί­ται στατιστικά) και της σοβαρότητας της πραγματοποίησής του. Συνήθως αναφέρεται ότι ένας κίνδυνος βλάβης της υγείας - εμφάνισης μιας επιπλοκής μιας επέμβασης κ.λπ. άνω του 3% πρέπει να μεταδοθεί, ενώ αλλού υποστηρίζεται ότι και το 1% αρκεί για να θεμελιώσει υποχρέωση ενημέρωσης.  Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί αυτοί (3%, 1% κλπ), πρέπει να προκύπτουν από την ιατρική βιβλιογραφία, ώστε να θεμελιώνουν υποχρέωση ενημέρωσης».

*Δημοσιεύτηκε στην «Ελληνική Δικαιοσύνη», Τόμος 57, Τεύχος 3, σελ. 724 επ. με τον τίτλο «Το περιεχόμενο της ενημέρωσης του ασθενούς, υπό τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ)», από όπου αναδημοσιεύεται με τον νέο τίτλο που επέβαλε η υγειονομική συγκυρία, μετά από σύμφωνη γνώμη του συντάκτη»