Μάθαμε κάτι από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης;

Ευάγγελος Βενιζέλος 26 Ιουν 2025

Συμπληρώθηκαν ήδη δεκαπέντε χρόνια από την προσφυγή της Ελλάδας (23.4.2010) στον μηχανισμό στήριξης που συγκρότησαν εκ των ενόντων τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης ( Greek Loan Facility ) και στο ΔΝΤ. Με τον τρόπο αυτό άρχισε η φάση του «πρώτου μνημονίου». Συμπληρώνονται επίσης σε λίγους μήνες δέκα χρόνια από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και τον σχηματισμό της πρώτης, αντιμνημονιακής τότε, κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ. Η περίοδος όμως της σταδιακής έκρηξης της οικονομικής κρίσης είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Συμβατικά μπορούμε να θεωρήσουμε ως σημείο έναρξης την 15η Σεπτεμβρίου 2008 όταν η Lehman Brothers, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κατέθεσε   αίτηση πτώχευσης. Κανένας εφησυχασμός ή εξωραϊσμός δεν συγχωρείται τουλάχιστον έκτοτε.

Η επώαση της ελληνικής οικονομικής κρίσης καλύπτει προφανώς μια πολύ μεγαλύτερη περίοδο, αν όχι όλη τη Μεταπολίτευση, όλη την περίοδο μετά την ένταξη στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες και το δικό τους προστατευτικό αλλά και ανταγωνιστικό περιβάλλον.  Έστω την περίοδο μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας. Το λιγότερο,  την περίοδο μετά την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ (2001). Σε κάθε περίπτωση η διετία 2007-2009, με την εκτίναξη του πρωτογενούς και του δημοσιονομικού ελλείμματος καθώς και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συνιστά την είσοδο μιας οικονομίας πανταχόθεν ευάλωτης και εκτεθειμένης στις αντιδράσεις της αγοράς,  στο ναρκοπέδιο της κρίσης. Την αμεριμνησία της περιόδου 2007-2009 τη διαδέχθηκε  το σοκ που προκάλεσε μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 στη μόλις σχηματισθείσα κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου η συνειδητοποίηση του κινδύνου της ασύντακτης χρεοκοπίας εντός της Ζώνης του Ευρώ καθώς και του κινδύνου της αναγκαστικής εξόδου από αυτήν.

Η μήτρα της ασυμμετρίας


Η βόμβα έσκασε στα χέρια της νέας τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε δυστυχώς μόνη της την πρωτοφανή ιστορική ευθύνη της διαχείρισης της κρίσης, χωρίς βεβαίως να φέρει την αποκλειστική ευθύνη της μακράς επώασης και κυρίως χωρίς να φέρει καμία ευθύνη για τη γεωμετρική επιδείνωση των στοιχείων την περίοδο  2007-2009. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ανέλαβε την ευθύνη αυτή με τη νομιμοποίηση που της έδινε μια εκλογική νίκη, πριν την οποία δεν είχε παρουσιαστεί ούτε το μέγεθος του προβλήματος, ούτε  η σκληρότητα των μέτρων που ήταν αναγκαία για την οικονομική και θεσμική διάσωση της χώρας.

Πρότεινα τότε (Ευ. Βενιζέλος, Εκδοχές πολέμου, Πατάκης, 2022, σ. 63 επ. ) η Κυβέρνηση  να επιδιώξει την έγκριση του πρώτου Μνημονίου με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (180/300) όχι επειδή αυτό ήταν νομικά αναγκαίο, αλλά επειδή ήταν πολιτικά αναγκαίο και ιστορικά δίκαιο με βάση την καμπύλη που σχηματίζει  η εναλλαγή των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Ήταν επιπλέον επιβεβλημένο να συγκροτηθεί η ευρύτερη δυνατή βάση στήριξης της πολιτικής προσπάθειας για τη διάσωση της χώρας και να αποτραπεί, στην αρχική και καθοριστική φάση,  η συστράτευση της ΝΔ με τις αντισυστημικές (για τα δεδομένα της εποχής εκείνης) δυνάμεις της ελάσσονος αριστερής και ακροδεξιάς αντιπολίτευσης με κοινό παρονομαστή τον λαϊκισμό και την ανέξοδη αντιμνημονιακή δημαγωγία της «πάνω και της κάτω πλατείας». Αυτό ήταν ένα ιστορικά κρίσιμο σημείο.

Δυστυχώς, η  πρότασή μου δεν έγινε δεκτή από τον τότε Πρωθυπουργό και το επιτελείο του για τους λόγους που έχουν παρουσιαστεί δημόσια (ο.π). Η απόρριψη όμως της πρότασης αυτής  και η ανάληψη της ευθύνης από μόνη την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στη μήτρα της ασύμμετρης κατανομής της πολιτικής ευθύνης όλης της περιόδου της έκρηξης και όξυνσης της οικονομικής κρίσης. Βρίσκεται και στη μήτρα της σημερινής ασυμμετρίας του κομματικού συστήματος και του γεγονότος ότι η ΝΔ διέσωσε τα κυβερνητικά χαρακτηριστικά της και τη συγκολλητική ουσία της κομματικής της ενότητας σε αντίθεση προς το ΠΑΣΟΚ.

 Η επιστροφή στην κανονικότητα και η ιστορική επίγνωση

Το δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι η πρόωρη κήρυξη της «επιστροφής στην κανονικότητα»,  που ταυτίστηκε με το τυπικό τέλος του τρίτου Μνημονίου, αυτού που σύναψε τον Αύγουστο του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ μετά τη θριαμβευτική κατίσχυση του «όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Το ηχηρό και υπερήφανο «όχι» μετασχηματίστηκε σε ρεαλιστικό   «ναι» στο τρίτο Μνημόνιο, η υπαγωγή στο οποίο θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν ήταν στοιχειωδώς σοβαρή και υπεύθυνη η διαχείριση του πρώτου εξαμήνου του 2015. 

Η τυπική λήξη του τρίτου Μνημονίου όμως, την οποία θριαμβικά ανήγγειλε ο ίδιος ο ESM στις 20 Αυγούστου 2018 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ  ή έστω η άρση, τον Σεπτέμβριο 2019 επί νωπής ακόμη κυβέρνησης ΝΔ, των κεφαλαιακών ελέγχων που είχαν επιβληθεί, είναι νομικά κρίσιμα σημεία που από μόνα τους δεν δικαιολογούν την κήρυξη της επιστροφής στην κανονικότητα, δηλαδή τη μετάβαση από το κλίμα της κρίσης και την αίσθηση κινδύνου που αυτή γέννησε σε ένα κλίμα αντίστοιχο με αυτό που επικρατούσε πριν την έκρηξη της κρίσης. Η βιαστική κήρυξη της επιστροφής στην κανονικότητα εξυπηρετούσε προφανείς όχι μόνο πολιτικούς αλλά και οικονομικούς στόχους, αν και η αγορά και μάλιστα η διεθνής δεν «αγοράζει» εθνικά πολιτικά αφηγήματα, αλλά εξετάζει τα στοιχεία. 

Η κήρυξη της επιστροφής στην κανονικότητα δεν συνοδεύτηκε όμως από τον αναγκαίο ιστορικό απολογισμό, από μια άσκηση ιστορικής επίγνωσης αυτού που έζησε η χώρα. Αντιθέτως, καλλιεργήθηκε αμέσως η «θεωρία της θωράκισης» απέναντι στο ενδεχόμενο επανάληψης της κρίσης. Στο μεταξύ η εμπειρία της ελληνικής κρίσης αξιοποιήθηκε από την ΕΕ και πρωτίστως από την ίδια την ΕΚΤ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης και στη συνέχεια οι πιέσεις της ενεργειακής κρίσης που είχε ως σημείο εκκίνησης τον  πόλεμο στην Ουκρανία. Τέθηκε σε εφαρμογή η ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ήρθησαν - πρωτοστατούσης της Γερμανίας -  οι απαγορεύσεις των κρατικών ενισχύσεων και οργανώθηκαν αλλεπάλληλα κολοσσιαία προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή ουσιαστικά νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών μελών από την ΕΚΤ.

Μέσα στο περιβάλλον αυτό η ελληνική κυβέρνηση που είχε την τύχη να διαχειρίζεται τη συγκυρία ήταν ευκολότερο αντί να καλλιεργεί τη δημοσιονομική επίγνωση, να διανέμει  επιχορηγήσεις και «επιστρεπτέες προκαταβολές» και να προσπαθεί να απορροφήσει τους πρωτοφανούς μεγέθους ενωσιακούς  πόρους που κατέστησαν διαθέσιμοι για την Ελλάδα από τον συνδυασμό Ταμείου Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και ΚΑΠ. Άλλωστε, ακόμη και η άνοδος του πληθωρισμού  οδήγησε  σε  αυξημένα φορολογικά έσοδα, σε καλύτερες επιδόσεις ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα ( που το 2024 επέστρεψε εκεί που το άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/  ΑΝΕΛ) και σε ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ άρα σε βελτίωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.  Η Ελλάδα όμως δεν είναι Γερμανία και η δημοσιονομική επίγνωση πρέπει να διατηρείται ακόμη και όταν το ίδιο το ευρωπαϊκό περιβάλλον την υπονομεύει.

Τώρα προστίθενται οι προκλήσεις που γεννά για την ΕΕ ο πολιτικός στρόβιλος  του Προέδρου Τραμπ, η απειλή του δασμολογικού πολέμου ΗΠΑ - ΕΕ  και η πρόκληση προς την Ευρώπη να αναλάβει την ευθύνη και το δημοσιονομικό κόστος της δικής της ασφάλειας και άμυνας. Η τελευταία πρόκληση οδηγεί στην πρωτότυπη αντίφαση της δημοσιονομικής  χαλάρωσης μέσω της αύξησης των εθνικών αμυντικών δαπανών ακόμη και για χώρες, όπως η Ελλάδα, με ήδη  υψηλές αμυντικές δαπάνες (για ειδικούς γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους). Αν όμως τώρα γίνουν ακόμη υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, καθίσταται διαθέσιμος αντίστοιχος δημοσιονομικός  χώρος!

Οι διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους και της οικονομίας

Ενώ λοιπόν όλοι μιλούν για τις μεγάλες αδυναμίες του κράτους σε όλες τις όψεις του και για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, το λεγόμενο μοντέλο ανάπτυξης και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αυτά τα ζητήματα δεν συσχετίζονται επαρκώς με τα αίτια της κρίσης. Και μόνο η συσχέτιση της δημογραφικής κάμψης και των αδυναμιών του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος με τη δημοσιονομική κρίση θα αρκούσε προκειμένου να αντιληφθούμε τη δυναμική του δημόσιου χρέους που είναι πάντα παρόν ως πρόβλημα, παρά την ευεργετική επίδραση της ριζικής αναδιάρθρωσης και της υβριδοποίησης του  χρέους που  επιτεύχθηκε το 2012 μέσω των δίδυμων μηχανισμών του PSI και του OSI, η δυναμική του οποίου συνεχίζεται ουσιαστικά το λιγότερο μέχρι το τέλος της περιόδου χάριτος το 2032 ( πιο αναλυτικά, Ευ. Βενιζέλος, Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος 2012-2017, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2017).

Ο «πολιτικός πολιτισμός» της Μεταπολίτευσης
ως μήτρα της κρίσης

Το γεγονός δε ότι, έστω με προφανείς και μεγάλες ασυμμετρίες, το πολιτικό σύστημα επέτρεψε μετά την επίσημη λήξη του τρίτου Μνημονίου και την κήρυξη της επιστροφής στην κανονικότητα, να αναδειχθεί τόσο στις εκλογές του 2019 όσο και σε αυτές του 2023, αυτοδύναμη / μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, δηλαδή μια κατάσταση που προσομοιάζει στην πολιτική κατάσταση πριν την οικονομική κρίση, διευκόλυνε να εγκατασταθεί η αίσθηση ότι πολιτικά η κανονικότητα ταυτίζεται με την επιστροφή στο μοντέλο διακυβέρνησης που κυριάρχησε την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Η θεμελιώδης συνεπώς παρατήρηση ότι αυτός ο «πολιτικός πολιτισμός» της Μεταπολίτευσης βρίσκεται στη μήτρα της οικονομικής κρίσης παρακωλύεται να εντυπωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας, γιατί η «κανονικότητα» - που όλες και όλοι αποζητούσαν  μετά την οδυνηρή εμπειρία  της  κρίσης και των απωλειών που αυτή προκάλεσε στο ατομικό και οικογενειακό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης- ταυτίστηκε με τη σταθερότητα της αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης και το μοντέλο του πολιτικά πανίσχυρου πρωθυπουργού / ηγέτη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και απόλυτα κυρίαρχου της συνολικής κυβερνητικής εξουσίας.

Όταν αναφέρομαι στον «πολιτικό πολιτισμό» της Μεταπολίτευσης εννοώ την κρατούσα αντίληψη για τους πολιτικούς στόχους και το πολιτικό κόστος. Πολιτικός στόχος ήταν πριν την κρίση και είναι πάλι τώρα, η διατήρηση και η επιμήκυνση της εξουσίας μέσω της αποφυγής δυσάρεστων μέτρων που παράγουν δυσαρέσκεια και εκλογικό κόστος και ως εκ τούτου η πρόταξη της συγκυρίας και των αναγκών της κάθε φορά που τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας.

Η ευθύνη του πολιτικού συστήματος και το «ανεύθυνο του λαού»

Το πολιτικό σύστημα αναγκάστηκε όμως την περίοδο της κρίσης, έστω με τρόπο εσωτερικά ασύμμετρο και δυσανάλογο, με κύριο θύμα το ΠΑΣΟΚ, να αναλάβει την ευθύνη του και μάλιστα σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη μόνο του το ΠΑΣΟΚ, στη δεύτερη προστέθηκε και η ΝΔ, στην δε τρίτη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκ μέρους του υιοθέτηση της λεγόμενης μνημονιακής πολιτικής παρ’ ότι αυτή καταγγέλθηκε διθυραμβικά στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015.

Οι επιλογές και οι μεταστροφές αυτές ανέδειξαν την ευθύνη του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης τουλάχιστον για έλλειψη διορατικότητας ως προς τον βαθμό ευαλωτότητας της οικονομίας αλλά και για υπερβολικά ανεύθυνες λαϊκίστικες υποσχέσεις. Μόνο που όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της κρίσης, υπερψηφίστηκαν τουλάχιστον δύο φορές (ενίοτε και τρεις) από το εκλογικό σώμα που τη δεύτερη φορά είχε γνώση των δεδομένων της πρώτης (ΝΔ 1974/1977,  ΠΑΣΟΚ 1981/ 1985, ΝΔ 1989/1990α / 1990β, ΠΑΣΟΚ  1993/ 1996/2000, ΝΔ 2004/2007, ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ  2009 /2012, έστω με αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών στις «μνημονιακές»  δυνάμεις, ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ , 2015α / 2015 δημοψήφισμα / 2015 β ).

Το «ανεύθυνο του λαού» που εξαγνίζεται καταψηφίζοντας τις προηγούμενες επιλογές του είναι το υπόστρωμα του εγγενούς στη δημοκρατία λαϊκισμού αλλά και θεσμική ανάγκη που απορρέει  από το γεγονός ότι υπό συνθήκες λαϊκής κυριαρχίας, η τελική κρίση και ο τελευταίος λόγος ανήκει στον λαό με τους εσωτερικούς του συσχετισμούς. Άλλωστε αυτός καταβάλλει όχι το πολιτικό αλλά το οικονομικό, κοινωνικό, θεσμικό και ιστορικό κόστος των επιλογών του. 

Η δοκιμασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας

Η διάσταση που προσέθεσε η περίοδος της κρίσης είναι η εντυπωσιακή δοκιμασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέσω της βίαιης αποκόλλησης των κομματικών ηγεσιών από την κοινωνική και εκλογική τους βάση. Οι κομματικές ηγεσίες κατά την άσκηση των κυβερνητικών τους καθηκόντων βρέθηκαν αντιμέτωπες με την υποχρέωση προστασίας του εθνικού συμφέροντος, δηλαδή με την επιτακτική ανάγκη αποφυγής της ασύντακτης χρεοκοπίας, της διάλυσης της οικονομίας και της δημοκρατίας και της διακινδύνευσης της εθνικής υπόστασης. Μεταξύ αφενός μεν των συγκυριακών αντιδράσεων της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος, αφετέρου δε  της ιστορικής ήττας του έθνους, επέλεξαν εντέλει, άλλες γρήγορα (όπως το ΠΑΣΟΚ) και άλλες με μικρότερη ή μεγαλύτερη βλαπτική καθυστέρηση (διαδοχικά η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ ), το πρώτο με όσα η επιλογή αυτή συνεπάγεται.

Η δοκιμασία αυτή οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε ακρωτηριασμό και στο σοκ της απώλειας της πλειοψηφικής του ροπής που λειτουργεί αρνητικά έως και σήμερα. Αυτό έγινε με μεγάλη ευκολία γιατί μεγάλο μέρος της παραδοσιακής εκλογικής του βάσης αλλά και του πολιτικού του προσωπικού ήταν «εκπαιδευμένο» να τείνει ευήκοον ους στην αρχική ανεπεξέργαστη αντιμνημονιακή δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ και εξίσου καλά «εκπαιδευμένο» να μετάσχει χωρίς ενδοιασμούς στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν αλλά και μετά τη μεταστροφή του υπέρ του τρίτου Μνημονίου που επαύξανε τα δύο πρώτα.

Η αντίστοιχη δοκιμασία της ΝΔ ήταν μικρότερη σε διάρκεια και ένταση για λόγους πρωτίστως ιστορικής τύχης, καθώς βρέθηκε στην αντιπολίτευση την κρίσιμη στιγμή του 2010 και δεν κλήθηκε να αντιμετωπίσει πρόταση υπερψήφισης με αυξημένη πλειοψηφία 180 επί 300 βουλευτών του πρώτου μνημονίου. Η δοκιμασία, τέλος, του ΣΥΡΙΖΑ ήταν άμεση το καλοκαίρι του 2015 με την πρώτη μεγάλη διάσπαση αλλά και βραδυφλεγής, οπότε συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την πολυδιάσπαση της εκλογικής  δύναμης  που κατέγραψε  το 2023.

Οι διαρκείς επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης εξακολουθούν άλλωστε να είναι παρούσες και να λειτουργούν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Η επάνοδος  του ΑΕΠ και των εισοδημάτων στο επίπεδο του 2010 απαιτεί επίμονη προσπάθεια περίπου δέκα ετών ακόμη και το 2035 η θέση της χώρας μας σε σχέση με τις άλλες χώρες μέλη της Ζώνης του Ευρώ αλλά και της ΕΕ θα εξαρτάται από την πρόοδο που θα έχουν στο μεταξύ σωρεύσει οι άλλες αυτές χώρες.

Θα έπρεπε στην Ελλάδα να επικρατούν έκτακτες συνθήκες εθνικής συναίνεσης, κινητοποίησης και συστράτευσης για την αντιμετώπιση αυτής της ιστορικής πρόκλησης, της πραγματικής επανόδου στην κανονικότητα.   

Υπό τέτοιες συνθήκες δεν αρκεί η ομαλή και ελεύθερη λειτουργία της οικονομίας ούτε η καλή λειτουργία του κράτους, που και αυτά δεν είναι καθόλου εύκολα και δεδομένα. Απαιτούνται καθαροί και μεγάλοι στόχοι που θέτουν την κοινωνία, τον κόσμο των επιχειρήσεων και το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών της σχέσης τους με τον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, όπως και στο πεδίο των θεσμών, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.-

Πηγή: www.tovima.gr