Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 και η πρόσβασή της στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες καμπές στη μεταπολεμική ιστορία του ελληνικού αγροτικού τομέα. Οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις είχαν στόχο να μετασχηματίσουν το παραγωγικό μοντέλο, με στόχο πιο στοχευμένες και αποδοτικές καλλιέργειες και αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ παράλληλα να εκσυγχρονίσουν τον αγροτικό τομέα, τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, την ενσωμάτωση της τεχνιτής νοημοσύνης στην αγροτική παραγωγή.
Συνολικά η Ελλάδα έλαβε ενισχύσεις άνω των 60 δισ. ευρώ στον αγροτικό τομέα από το 1981 μέχρι σήμερα. Χρήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον πρόσωπο της Ελληνικού πρωτογενούς τομέα, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμη πολύ σημαντικό πυλώνα της Ελληνικής οικονομίας.
Αξιοσημείωτο είναι πως στη δεκαετία του 1990 εισάγεται το πρώτο μεγάλο πακέτο μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ (1992). Οι ενισχύσεις αρχίζουν να αποσυνδέονται από την παραγωγή και προωθούνται νέες πρακτικές, όπως η βιολογική γεωργία, αναδιάρθρωση καλλιεργειών, αποσύρσεις εκτάσεων και συνεχίζονται με μέτρα ενίσχυσεις για νέους αγρότες, βιολογική παραγωγή και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα αγροτικής παραγωγής.
Το 30–40 % των συνολικών ευρωπαϊκών ενισχύσεων που λαμβάνει ο ελληνικός αγροτικός τομέας, κατευθύνονται στην κτηνοτροφία, με στόχο τον εκσυγχρονισμό εκτροφών, βελτίωση υποδομών, προστασία του περιβάλλοντος, στήριξη νέων κτηνοτρόφων και δράσεις καινοτομίας, τις εφαρμογές της τεχνιτής νοημοσύνης στην παραγωγή.
Επίσης, ενισχύσεις για βοσκοτόπια, περιβαλλοντικές πρακτικές (GAEC, eco-schemes), βοήθεια σε δυσπρόσιτες περιοχές.
Τι απέγιναν τα 60 και πλέον δις που πήρε η χώρα μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων;
Η κακοδιαχείριση, η έλλειψη ελέγχων, η πολυπλοκότητα της Ελληνικής γραφειοκρατίας, αδιαφάνεια και τα σκάνδαλα, στάθηκαν φραγμός στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Παράλληλα καλλιεργήθηκε κουλτούρα επιδοτήσεων χωρίς κανένα κίνητρο για αύξηση της παραγωγικότητας.
Την ίδια ώρα, κόμματα που κυβέρνησαν βρήκαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια για δικό τους κομματικό όφελος με στόχο την αύξηση της εκλογικής τους πελατείας. Την ίδια ώρα διάφοροι επιτήδειοι βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν με κομπίνες και άλλα κόλπα σε βάρος των πραγματικών αγροτών και κτηνοτρόφων.
Από τους ελέγχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η χώρα τιμωρείται με πρόστιμα, αλλά και μειώσεις των επιδοτήσεων.
Κυρίως, όμως, ο πρωτογενής τομέας παραμένει στάσιμος ή στην καλύτερη περίπτωση πολύ πίσω απ΄ό,τι θα μπορούσε να βρίσκεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχέθηκε ένα πιο αποτελεσματικό κράτος, πάταξη της διαφθοράς, αξιοκρατία και διαφάνεια…
Και συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στο τομέα αυτό η χώρα βρίσκεται στην αρχή ενός μεγάλου σκανδάλου διαφθοράς και σπατάλης των ευρωπαϊκών κονδυλίων που υποτίθεται θα εκσυγχρόνιζαν τον γεωργικό τομέα.
Το πρόστιμο-μαμούθ ύψους 415 εκατ. ευρώ που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι το μεγαλύτερο που επιβλήθηκε μέχρι τώρα και αφορά κακοδιαχείριση στις επιδοτήσεις της περιόδου 2016–2023 από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Επιβάλλεται επιπλέον, οριζόντια μείωση 5 % (~392 εκ. €) στις μελλοντικές επιχορηγήσεις
Παράλληλα, αποκαλύπτεται μεγάλης κλίμακας απάτη με εικονικούς δικαιούχους ("fake farmers"), ύψους περίπου 290 εκατ. €, σε προγράμματα νέων αγροτών και στρεμματικές ενισχύσεις. Και η διερεύνηση από την ευρωπαϊκή εισαγγελία συνεχίζεται…
Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι απέτυχε στο θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ακόμη και εάν δεχτούμε ότι είναι ειλικρινής, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε…
Διότι η ζημιά από αυτή την αποτυχία δεν αφορά μόνο στα εκατομμύρια που μερικοί fake αγρότες και άλλοι επιτήδειοι έβαλαν στις τσέπες τους σε βάρος των πραγματικών αγροτών και κτηνοτρόφων.
Στέρησαν από τη χώρα την ευκαιρία να αναπτύξει έναν πολύ σημαντικό πυλώνα της οικονομίας μας που είναι ο πρωτογενής τομέας…
Αντιθέτως η γεωργική παραγωγή μειώνεται συνεχώς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, η συνολική ακαθάριστη αξία γεωργικής παραγωγής στην Ελλάδα έχει παρουσιάσει πτώση 5–10% την τελευταία πενταετία (μετά το 2018), με αιχμές μείωσης το 2022–2023.
Η φυτική παραγωγή έχει πληγεί ιδιαίτερα (καλλιέργειες όπως σιτάρι, βαμβάκι, ελιές), ενώ η ζωική παραγωγή έχει υποχωρήσει κυρίως λόγω αύξησης κόστους.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η ζωική παραγωγή έχει μειωθεί κατά 3%, με εκτιμήσεις ότι το 2026 η κατάσταση θα είναι ακόμη πιο δύσκολη, ιδιαίτερα στην προβατοτροφία και την αγελαδοτροφία..
Αποδείχτηκε ακόμη – και η ευθύνη του πρωθυπουργού είναι τεράστια- πως δεν διδαχτήκαμε από την οδυνηρή εμπειρία της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων