Ο κόσμος είναι ζόρικος, αλλά εμείς δεν είμαστε ασθενικοί

Γιάννης Βούλγαρης 23 Ιουν 2025

Τα είχε όλα αυτή η εβδομάδα. Κυρίως αποτύπωσε το χάσμα μεταξύ της δραματικότητας των παγκόσμιων γεγονότων και της τοξικότητας αυτού που λέγεται εθνικός δημόσιος βίος. Από τη μια, πόλεμος Ισραήλ – Ιράν, πιστοποίηση του ρήγματος της δυτικής συμμαχίας στους G7, επικείμενες συνεδριάσεις για το μέλλον του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης. Από την άλλη, έξαλλες φωνές στην Προανακριτική με πρωταγωνιστές μια κακώς αποκαλούμενη ετερόκλητη συμμαχία πολύ συγγενών στην ουσία πολιτικών μορφωμάτων, νέα μικροκομματική παρέμβαση των δεξιών «πρώην» με πατριωτικές κορώνες.

Οτι ο κόσμος είναι πλέον πολύ ζόρικος, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Πόλεμοι που αρχίζουν χωρίς να τελειώνουν, οι Ουκρανοί και οι Παλαιστίνιοι της Γάζας να υποφέρουν τα πάνδεινα, διεθνείς οργανισμοί και κανόνες που έχουν καταρρεύσει, πολιτική ωμής ισχύος και σφαιρών επιρροής, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί ανεξέλεγκτοι, απρόβλεπτος ηγέτης του ισχυρότερου κράτους που (τα λόγια είναι του συντηρητικού ιστορικού Niall Ferguson) εμπνέεται από μια αντίληψη real πολιτικής την οποία εφαρμόζει με μέθοδο real estate και ύφος τηλεοπτικού reality («New York Post», 3/6/2025). Σε αυτό το πλαίσιο, η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έφτασε στον δομικό της πυρήνα. Μετά την εξουδετέρωση των πληρεξούσιων, της Χαμάς στη Γάζα και της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, το Ισραήλ εκμεταλλευόμενο και το αφύλακτο οικόπεδο που έχει γίνει η Συρία, επιτέθηκε στον εντολέα τους – στο Ιράν αυτοπροσώπως. Η φιλοδοξία του σιιτικού θεοκρατικού καθεστώτος να γίνει πυρηνική δύναμη και η συστηματική επιθετική δράση κατά των γειτόνων, περιλαμβανομένων των Σουνιτών, το είχαν καταστήσει πηγή γενικευμένου κινδύνου. Γι’ αυτό οι διεθνείς αντιδράσεις για την επίθεση του Ισραήλ ήταν περιορισμένες. Η άποψη που συχνά λέγεται ότι είναι «πόλεμοι του Νετανιάχου» διαψεύδεται – με εξαίρεση τους παρατεταμένους βομβαρδισμούς της Γάζας για λόγους εσωτερικής συνήθως σκοπιμότητας. Στην περίπτωση του Ιράν, η δήλωση του Μερτς ότι το Ισραήλ κάνει τη βρώμικη δουλειά «για όλους μας», ανταποκρίνεται στην κοινή μάλλον στάση των περισσότερων δυτικών κυβερνήσεων. Ο βαθμός ανάμειξης των ΗΠΑ τη στιγμή που γράφω είναι ακόμα άγνωστος. Τα συντηρητικά αραβικά καθεστώτα δεν δείχνουν δυσαρεστημένα, ο Πούτιν εκμεταλλεύεται την ένταση για να βομβαρδίσει σκληρότερα το Κίεβο, ενώ η Κίνα, βασική σύμμαχος του Ιράν, δεν φαίνεται διατεθειμένη να παρέμβει δραστικά. Αλλο όμως η ανοιχτή ή σιωπηλή «κατανόηση» στις πολεμικές επιθέσεις του Ισραήλ και άλλο οι ανησυχίες για την εξέλιξη. Πώς και πότε θα τελειώσει αυτή η σύγκρουση; Οι σκοτεινότερες προβλέψεις μιλούν για παρατεταμένο Αρμαγεδδώνα, οι αντίθετες προβλέψεις ελπίζουν στην ανατροπή των μουλάδων, οι ρεαλιστικότερες θυμίζουν ότι ανάλογες ανατροπές «από τα έξω» στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη γέννησαν χάος, όχι δημοκρατία. Καθώς το καθεστώς του Ιράν δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα μιας «τρομακτικής» απάντησης όπως απειλεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί αποδυναμωμένο και υποχρεωμένο να δεχτεί όρους που θα ματαιώσουν τις όποιες πυρηνικές φιλοδοξίες του. Αν έτσι εξελιχθεί η σύγκρουση, τότε θα υπάρξει μια νέα κατάσταση στη Μέση Ανατολή στην οποία το Ισραήλ θα έχει μια εδραία ηγεμονική θέση.

Η νέα κατάσταση της Μέσης Ανατολής θα έπρεπε να τροφοδοτήσει μια ψύχραιμη και σοβαρή συζήτηση για τις επιπτώσεις στη χώρα μας και την περιοχή μας. Δεν αποκλείεται καθόλου η ηγεμονία του Ισραήλ σε ένα νέο χάρτη της Μέσης Ανατολής να ευνοεί την Ελλάδα, αλλά η εγχώρια γκρίνια φτάνει να την ερμηνεύει ακόμα και ως άλλη μια αιτία ισχυροποίησης της Τουρκίας – όχι τόσο οι ειδικοί και οι αρμόδιοι, όσο o αχός των ΜΜΕ και του Διαδικτύου. Γιατί; Γιατί έχει εμφανιστεί ήδη εδώ και μήνες μια φιλολογία που βλέπει παντού υποβάθμιση και  αποδυνάμωση της Ελλάδας. Σαν ένα ακάνθινο στεφάνι να περισφίγγει τη χώρα, από την Αίγυπτο και τη Λιβύη ως την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, όσο για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία μάς παίρνει φαλάγγι. Δεν λείπουν σοβαρές προσπάθειες κατανόησης του νέου διεθνούς τοπίου που τεκμηριώνουν πράγματι μια γεωπολιτική ανησυχία, καθώς τα πράγματα είναι όντως κρίσιμα και απρόβλεπτα. Ομως το δημόσιο αίσθημα διαμορφώνεται κυρίως από τον παραδοσιακό εθνικό μιζεραμπιλισμό, τον αριστεροδεξιό πουτινισμό και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες που όπως πάντα καταφεύγουν στην εύκολη εθνικολαϊκιστική μονέδα. Αυτό εξηγεί πώς ο αντιτουρκισμός συνυφαίνεται με τον θαυμασμό στην υποτιθέμενη στρατηγική δεινότητα του Ερντογάν ή την εθνική μεμψιμοιρία ότι είμαστε «δεδομένοι», ενώ θα μπορούσαμε να «μεσολαβούμε» μεταξύ Ανατολής / Ρωσίας / αραβικού κόσμου και Δύσης / Ευρώπης. Με ποιο μέγεθος και ποιο πολιτικό – κρατικό βάρος; Αγνωστο. Το μόνο που δεν θέλουμε να δούμε είναι ότι η ισχυροποίηση της Τουρκίας είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας σταθερής μακροχρόνιας επιτυχημένης βιομηχανικής – τεχνολογικής προσπάθειας που έκανε τη χώρα ικανή να παράγει αυτοκίνητα, drones, όπλα και άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα, την ώρα που εμείς δεν έχουμε το στοιχειώδες επιχειρηματικό δυναμικό να συμμετάσχουμε στον νέο καταμερισμό εργασίας που διαμορφώνεται στην Ευρώπη.

Ας κρατήσουμε όμως τα βασικά. Η ασφάλεια και η διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας δεν βασίστηκε ποτέ στην ιδέα του «επιτηδείου ουδέτερου», αλλά του «δεδομένου» μέλους της ισχυρής δυτικής και ευρωπαϊκής συμμαχίας. Αυτή ήταν η εθνική γραμμή από τη Μεταπολίτευση που στην ουσία δεν διαταράχθηκε ούτε στη σύντομη ροπή του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ σε τριτοκοσμικές ρητορείες. Η κρίση του 2015 έδειξε πόσο εδραία ήταν στην ελληνική κοινωνία η ευρωπαϊκή επιλογή παρά την οικονομική βύθιση, τις πολιτικές ακροβασίες και τον ισχυρό ενδημικό ιδεολογικό «αντιδυτικισμό». Το πρόβλημα με την εθνική γραμμή ήταν ότι αυτή η ευρεία συναίνεση ταυτιζόταν κατά κανόνα με τη διπλωματική ακινησία ενώπιον των «εθνικών θεμάτων», υπό την πίεση κυρίως της κινδυνολογίας των «επαγγελματιών πατριωτών».

Τι άλλαξε σε όλα αυτά; Το βασικό. Η Δύση και η Ευρώπη. Η Σύνοδος της G7 επιβεβαίωσε το βαθύ ρήγμα της Αμερικής του Τραμπ με την Ευρώπη. Η Ευρώπη θα διαλυθεί αν δεν μπορέσει τάχιστα να αναβαθμιστεί σε ουσιαστικό γεωπολιτικό – στρατιωτικό παράγοντα ικανό να παίζει στην παγκόσμια σκηνή και να εγγυάται το στοιχειώδες: την ασφάλεια των πολιτών και των συνόρων της. Ο στόχος είναι μακράς πνοής, μάλλον υπερβαίνει τις αργόσυρτες διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ μπορεί να επιταχυνθεί από διακυβερνητικές συμφωνίες εκείνων των κρατών-μελών που αγωνιούν περισσότερο για την παγκόσμια αστάθεια. Είτε πρόκειται για τα «μεγάλα» κράτη Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, είτε για τα περιφερειακά Βαλτικές, Φινλανδία, Πολωνία, Ελλάδα, Κύπρος.

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη μια νέα εθνική στρατηγική, χρειάζεται όμως μια συγκροτημένη πολιτική μακρού ορίζοντα που θα συντονιστεί με το νέο υπαρξιακό δίλημμα της Ευρώπης και τη συνεπαγόμενη κοινή αμυντική προσπάθεια. Ο κόσμος είναι ζόρικος όπως μας προειδοποιούσε ο Σαββόπουλος, εμείς όμως δεν είμαστε ασθενικοί. Απλώς είμαστε λίγο νευρωτικοί, φοβικοί και τοξικοί.

Πηγή: www.tanea.gr