Το νόμιμο, το ηθικό και το αποδεκτό

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 29 Μαρ 2015

Το ζήτημα της εμπλοκής του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης κ. Κατρούγκαλου σε υποθέσεις νομικών διεκδικήσεων απολυμένων -στο πλαίσιο εφαρμογής αποφάσεων της προηγούμενης κυβέρνησης- δημοσίων υπαλλήλων φέρνει στην επικαιρότητα ένα από τα πλέον κλασικά στη μελέτη της ελληνικής πολιτικής ζητήματα: τον πελατειασμό. Ανεξαρτήτως της νομικής, ή και της ηθικής διάστασης του θέματος, τα όσα συζητούνται γύρω από την υπόθεση αυτή δίνουν μια εξαιρετική ευκαιρία μελέτης του βαθμού αποδοχής από την κοινή γνώμη του κατ’ εξοχήν προβαλλόμενου ως αιτίου των οικονομικών, αλλά και πολιτικών ανεπαρκειών της Ελλάδας. Η ένταξη της εν λόγω υπόθεσης στη δημόσια ατζέντα προφανώς και έβλαψε τον Υπουργό, καθώς η πλειοψηφία της κοινής γνώμης ευθέως και με ευκολία απαντά ότι το θέμα της έκανε «κακή εντύπωση», πιθανώς ταυτίζοντας τη νομική υπηρεσία με την έννοια της πολιτικής διευκόλυνσης λόγω της μετέπειτα εισόδου του κ. Κατρούγκαλου στην κυβέρνηση. Όμως αυτή είναι η εύκολη μέτρηση. Η δύσκολη μέτρηση αφορά την πλευρά της ζήτησης: είναι κατά βάση αποδεκτό από την κοινή γνώμη το εργαλείο της «πολιτικής διευκόλυνσης»;

Όσο δύσκολο και αν είναι να ξεπεράσεις τα όρια των «κοινωνικά αποδεκτών απαντήσεων», θα ήταν βάσιμο να αναμένουμε ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινής γνώμης θα απαντούσε θετικά σε ένα υποθετικό ερώτημα χρήσης των νομικών υπηρεσιών κάποιου γραφείου που θα εξασφάλιζε, μέσω του εργαλείου της «πολιτικής διευκόλυνσης», την υλική αποζημίωση ενός απολυμένου δημοσίου υπαλλήλου. Το ποσοστό των θετικών απαντήσεων θα ήταν ακόμα πιο υψηλό μάλιστα αν το ερώτημα δεν αφορούσε ευθέως τη χρήση των υπηρεσιών από τον ίδιο τον ερωτώμενο, αλλά από κάποιον τρίτο, όπως για παράδειγμα τον γείτονα ή έναν μακρινό συγγενή. Για όλους μας είναι πιο εύκολο να παραδεχόμαστε τα ελαττώματα ενός τρίτου, όμως ένα τέτοιο εύρημα καταδεικνύει τελικά τη συλλογική προτίμηση. Ευτυχώς, η μεθοδολογία των πειραματικών δοκιμών έχει ανακαλύψει τις λύσεις σε τέτοιου είδους εμπόδια.

Δεν αρκεί λοιπόν να συζητούμε για το νόμιμο και το ηθικό των επιλογών ενός πολιτικού. Πολύ μεγαλύτερη είναι η πολιτική σημασία της αποδοχής των επιλογών του από την κοινή γνώμη. Η αποδοχή της πελατειακής λογικής από τους ψηφοφόρους προφανέστατα δε νομιμοποιεί τη μη νόμιμη δράση, ούτε αθωώνει την ανήθικη συμπεριφορά, αλλά τελικά είναι σε θέση να ερμηνεύσει τις εκλογικές επιλογές. Η επιστημονική κοινότητα έχει αναρωτηθεί κατά το παρελθόν γιατί οι εκλογείς τείνουν να επανεκλέγουν πολιτικούς που εμπλέκονται σε πολιτική σκάνδαλα. Προ διετίας, μια ερευνητική δουλειά της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας απέδειξε ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν σημαντικά πιο μεγάλη πιθανότητα να στηρίξουν έναν πολιτικό, του οποίου το όνομα έχει εμπλακεί σε μη νόμιμη δράση, όταν αυτός δύναται να τους εξασφαλίσει μια εξατομικευμένη πολιτική διευκόλυνση ή  όταν αυτός παρέχει μια συλλογική οικονομική παροχή. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας εκείνης, η προοπτική μιας σύμβασης έργου ολίγων μηνών σε πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος ή μια μείωση των δημοτικών τελών θα μπορούσε εύκολα να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις μιας υπόθεσης με οσμή σκανδάλου.

Σε παλαιότερες εποχές, το ίδιο αποτέλεσμα -δηλαδή τη σιωπηρή αποδοχή της μη νόμιμης ή μη ηθικής πράξης- θα έφερνε και η ταύτιση του ψηφοφόρου με το κόμμα προέλευσης του πολιτικού προσώπου. Μάλλον όχι πλέον. Ωστόσο, σε συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, τα περιθώρια επιτυχούς χρήσης του πελατειασμού πολλαπλασιάζονται, γιατί απλούστατα η προσφορά τροφοδοτείται από τη ζήτηση. Και όσο συντρέχουν οι συνθήκες, οι ψηφοφόροι θα συνεχίσουν να αναζητούν νέους πάτρωνες έξω από τα κόμματα που τους είχαν συνηθίσει στην εφαρμογή τέτοιου είδους τακτικών.