Ο υπουργός Υγείας ανακοίνωσε ότι η εκτόξευση των δαπανών για τις διαγνωστικές εξετάσεις στα 340 εκατ. ευρώ το α? εξάμηνο του 2014 καθιστά αναγκαία τη διαρθρωτική παρέμβαση για τον εξορθολογισμό της πρακτικής των προληπτικών εξετάσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, το 2012 οι δαπάνες των διαγνωστικών εξετάσεων ήταν 300 εκατ. ευρώ, το 2013 υπερέβησαν τα 500 εκατ. και το α’ εξάμηνο του 2014 έχει δαπανηθεί το σύνολο του κλειστού προϋπολογισμού που είναι 323 εκατ. ευρώ, φτάνοντας τα 340 εκατ. «Αν δεν παρεμβαίναμε η δαπάνη θα κατέληγε στα 700 εκατ. ευρώ», προειδοποίησε ο υπουργός.
Από πολλές πλευρές εκφράζονται επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη δημόσια υγεία αυτό το νέο κύμα λιτότητας, αν για παράδειγμα είναι σωστό να γίνεται το τεστ ΠΑΠ κάθε τρία χρόνια. Αυτές τις απαντήσεις τις έχουν οι επιστήμονες, εφόσον βέβαια δεν πολιτεύονται και δεν υποτάσσουν την επιστήμη τους σε κομματικές ή συντεχνιακές σκοπιμότητες.
Υπάρχουν, όμως, άλλες απαντήσεις τις οποίες οφείλει η κυβέρνηση: Γιατί οι δαπάνες εκτοξεύτηκαν, ενώ (υποτίθεται ότι) έχει εφαρμοστεί σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης στο χώρο της υγείας; Τι δεν πήγε καλά ενώ πολυδιαφημίστηκε το αντίθετο;
Σε σχέση με την υπεσυνταγογράφηση και τις άχρηστες εξετάσεις που συστήνονται μόνο και μόνο για λόγους κερδοσκοπίας έχουν αποκαλυφθεί πολλά μετά το μνημόνιο. Μένει να μάθουμε πού βρισκόμαστε σήμερα. Εχει λυθεί το πρόβλημα ή παραμένει; Και αν παραμένει, φταίει κανείς ή πρόκειται για κάτι σαν φυσικό φαινόμενο;
Με άλλα λόγια, ο υπουργός Υγείας, πέρα από ανακοινώσεις, καλό είναι να δίνει και τις εξηγήσεις -ιδιαίτερα όταν οι αποφάσεις θίγουν αυτούς που σίγουρα δεν ευθύνονται.