Στο γράφημα φαίνεται ότι το 80% του κρατικού χρέους βρίσκεται στα χέρια ευρωπαϊκών κρατών (όχι στην Ευρώπη γενικά κι αόριστα) και άλλο ένα περίπου 12% στα χέρια ελληνικών τραπεζών και ελλήνων επενδυτών.
Αυτή η εικόνα δείχνει πολύ παραστατικά την αδυναμία του σημερινού οικονομικού μας μοντέλου να υποστηρίξει μακροχρόνια μία ανάπτυξη που θα κάνει το δημόσιο χρέος βιώσιμο, ακόμα και αν το υπάρχον μας χαριζόταν.
Τι θα πει βιώσιμο;
Το γράφημα δείχνει ακριβώς τι θα πει βιώσιμο:
Βιώσιμο είναι εκείνο το χρέος που είναι μίγμα πολλών ιδιωτών δανειστών και λίγων officials γιατί απλούστατα η παγκόσμια αγορά χρήματος δεν αντικαθίσταται με διακρατικό δανεισμό.
Τα κράτη σ’ αυτόν τον πλανήτη δεν είναι τράπεζες.
Κατά συνέπεια, προϋπόθεση της βιωσιμότητας του χρέους μας είναι ο δανεισμός από πολλές ιδιωτικές πηγές που με τη σειρά τους για να μας δανείσουν με εξυπηρετήσιμο επιτόκιο, ζητούν βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ή μικρά ετήσια ελλείμματα που όμως μπορούν να χρηματοδοτηθούν από ίδιους πόρους., σταθερό φορολογικό σύστημα, αυτοχρηματοδοτούμενο ασφαλιστικό σύστημα, γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, μικρή γραφειοκρατία.
Οι Ευρωπαϊκοί λαοί που δέχθηκαν να αγοράσουν το χρέος μας γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν διαθέτουμε τίποτα από τα παραπάνω. Κατά συνέπεια αν για κάποιους το ελληνικό χρέος είναι απεχθές είναι για τους πολίτες που το αγόρασαν, δανείζοντάς μας 340 δις ευρώ για να τους το πληρώνουμε με βιώσιμο τρόπο, μέχρι να μπορέσουμε με ανάπτυξη από τη μία και δημοσιονομική πειθαρχία από την άλλη να το εξυπηρετούμε μόνοι μας, όπως όλα τα κράτη που δεν είναι χρεοκοπημένα.
Τα ίδια όμως θα ζητήσει και η ΕΚΤ στην περίπτωση που θα αποφασίσει ποσοτική χαλάρωση μέσω αγοράς κρατικών ομολόγων. Όσο για την περίφημη ρήτρα ανάπτυξης που ακούμε ότι θα ζητήσουμε ας είμαστε σοβαροί!, Γιατί θα την επιβάλλει η ίδια η ΕΚΤ εμποδίζοντας κυβερνήσεις σαν τις δικές μας να τα σκορπίσουν σε κατανάλωση αντί σε επενδύσεις.
Τα ίδια θα ζητήσει και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Εδώ πρέπει να καταλάβουμε ότι ο γενικός Ευρωπαϊκός σχεδιασμός εξόδου από την ύφεση δεν αφήνει κανένα κράτος απ’ έξω, αλλά θέτει τα παραπάνω ως προϋποθέσεις συμμετοχής στο σχέδιο.
Είναι ευθύνη του κάθε ξεχωριστού κράτους αν θα τα καταφέρει να μείνει στη διαδικασία υλοποίησης του σχεδιασμού.
Απ τη στιγμή που όλη η Ευρώπη (οι τρείς δηλαδή βασικές πολιτικές δυνάμεις, χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι) εκτιμούν ότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο χωρίς να αλλάξει (μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον) το κρατικό μίγμα δημοσίων δαπανών σε επενδύσεις και κοινωνικές παροχές υπέρ των επενδύσεων, (αυτή είναι και η ουσία της δημοσιονομικής προσαρμογής) κάθε κράτος θα έχει να αντιμετωπίσει διαφορετικά προβλήματα.
Όσο λιγότερο παραγωγική και εξωστρεφής είναι μία εθνική οικονομία, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια θα χρειάζεται για να μείνει στο σχεδιασμό.
Η επιτυχία παραμονής της χώρας μας λοιπόν στον Ευρωπαϊκό σχεδιασμό εξόδου από την ύφεση χωρίς να δημιουργηθούν συνθήκες ακραίας φτώχιας και διάλυσης της παραγωγής και του τραπεζικού συστήματος, προϋποθέτει δύο πράγματα:
- Επιλογή δίκαιης λιτότητας, δηλαδή αναλογική κατανομή των βαρών προσαρμογής, κάτι που η μεν κυβέρνηση δεν έκανε η δε αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι δεν θα ακολουθήσει (αυτό σημαίνει το λεγόμενο πρόγραμμα της ΔΕΘ) και
- Γρήγορες διαρθρωτικές αλλαγές για να ξεκινήσει και πάλι η παραγωγική μηχανή, ώστε να υπάρξουν λειτουργικά πλεονάσματα που θα δώσουν τη δυνατότητα μικρότερης φορολόγησης των οικονομικά αδύναμων και της νέας και καινοτόμου επιχειρηματικότητας.
Για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα στη χώρα μας χρειάζεται ένα κρίσιμο μέγεθος πολιτικής συναίνεσης, κρίσιμο με την έννοια ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες αντιδράσεις που είδαμε τα τελευταία χρόνια να εκδηλώνονται από πανίσχυρες προσοδοθηρικές, επιχειρηματικές και συνδικαλιστικές συντεχνίες που εδώ και δεκαετίες λαφυραγωγούν τα κρατικά έσοδα, μεταφέροντας το κόστος τους στις πλάτες κυρίως όσων παράγουν νέο πλούτο.
Αυτή η συναίνεση έχει προϋπόθεσή της την ισχυροποίηση του εκσυγχρονιστικού δημοκρατικού πολιτικού χώρου μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ που περιλαμβάνει δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς και του φιλελεύθερου κέντρου.
Όσο πιο ισχυρός και συμπαγής αναδειχθεί μετεκλογικά αυτός ο χώρος, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει η χώρα μας να μπορέσει να παραμείνει μέλλος της Ευρωζώνης.
Οι παραπάνω συλλογισμοί με οδηγούν στις 25 Ιανουαρίου να εμπιστευθώ Το Ποτάμι.
Εσάς;