Και τώρα τι κάνουμε;

Παναγιώτης Παναγιώτου 06 Ιαν 2014

Οι διαπιστώσεις έπειτα από περίπου τέσσερα χρόνια «μνημονιακών» πολιτικών είναι περίπου κοινές σε όλους τους έγκυρους αναλυτές. Αποφύγαμε μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με ένα υψηλό τίμημα ύφεσης -μεγαλύτερο απ? όσο χρειαζόταν και μπορούσαν να αντέξουν η οικονομία και η κοινωνία- χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς υποστήριξη της ανάπτυξης και χωρίς άρση των αβεβαιοτήτων για το μέλλον της χώρας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξάλειψη του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος και η εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών είναι μία σημαντική και θετική αλλαγή. Δεν ξέρουμε όμως πόσο σταθερή, διατηρήσιμη και αξιοποιήσιμη για το μέλλον είναι αυτή η θετική εξέλιξη, καθώς οι μεταρρυθμίσεις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι εξυγιάνσεις που επιχειρήθηκαν ήσαν αμφιλεγόμενες, ασθενείς και με αρνητικό κοινωνικό πρόσημο.

Περισσότερο ασχεδίαστη συρρίκνωση και απορρύθμιση είχαμε, παρά διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις! Σε αυτό το περιβάλλον, χωρίς σοβαρούς αναπτυξιακούς πόρους και με το ιδιωτικό χρέος να συναγωνίζεται πλέον ένα εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος, που δύσκολα υπηρετείται, περαιτέρω πολιτικές βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής είναι πια απολύτως καταστροφικές. Τούτων δοθέντων, τι κάνουμε και πού πηγαίνουμε; Είναι σαφές ότι άλλα μέτρα υφεσιακού χαρακτήρα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, ενώ χρειαζόμαστε σοβαρές και πραγματικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, τη φορολογία, την εκπαίδευση, το ασφαλιστικό σύστημα, τη δικαιοσύνη κ.λπ.

Οσο για τους δανειστές μας, εάν θέλουν να βοηθήσουν τη χώρα, την πολιτική ομαλότητα, τη σταθερότητα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να πάρουν πίσω τα… δανεικά, οφείλουν να προχωρήσουν σε ένα «πάγωμα» των τοκοχρεολυσίων τουλάχιστον της διετίας 2014-2015 (περίπου 12 δισ.), να μεταθέσουν χρονικά σε ευρύτερο χρόνο την εξόφληση του χρέους, να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού, όσο είναι δυνατόν, και να εντάξουν αναδρομικά το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Ετσι θα μπορούσε να δοθεί μια άμεση αναπτυξιακή ανάσα και να μπει το χρέος σε μια χρονική εκλογίκευση. Ο έλεγχος και η εποπτεία της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι προφανές ότι θα συνεχισθεί, αλλά καλό θα είναι χωρίς τρόικα, τρίμηνες «εξετάσεις μέτρων» και «μνημόνια» λανθασμένων πολιτικών. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες, η κρίση έχει ακόμα βάθος χρόνου. Δεν λύνεται μόνο με διορθώσεις κάποιων όρων ή μέτρων του μνημονίου (που πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε) ούτε με τη «φιλευσπλαχνία» των ξένων. Χρειάζεται ρεαλιστική αλλά σημαντική αλλαγή-τομή των ευρωπαϊκών πολιτικών.

Το στρατηγικό όμως ζητούμενο -ας μην το ξεχνάμε- παραμένει δική μας αρμοδιότητα. Είναι η ανασύνθεση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και των λειτουργιών του κράτους. Δύσκολη δουλειά, καθώς απαιτεί ισχυρές πολιτικές, προγραμματικές και ιδεολογικές (νοοτροπίας) προϋποθέσεις. Το κακό είναι ότι, παρά τις υπάρχουσες μελέτες (ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, McKinsey) και παρά τις διακηρύξεις, ακόμα δεν έχουμε ένα συγκροτημένο με μέσα και στόχους εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο. Γιατί;

Και κάτι ακόμα για την Ευρώπη: Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι αδιαπραγμάτευτος, όποιες ενστάσεις κι αν υπάρχουν στις ασκούμενες ευρωπαϊκές πολιτικές. Η αλλαγή τους, για πολλούς Ευρωπαίους πολίτες, είναι ζωτική ανάγκη για την ίδια την Ευρώπη, αλλά όχι με «τίμημα» την καταστροφή του «κοινού σπιτιού». Αυτό θα ήταν μεγαλύτερη καταστροφή. Και εν πάση περιπτώσει, για την Ελλάδα, η υπέρβαση της κρίσης χωρίς την Ευρώπη -που σωστά της ασκούμε κριτική- θα ήταν ακόμα πιο επώδυνη…