Μια συζήτηση για τη νεωτερικότητα και την πίστη

Γιώργος Σιακαντάρης 10 Ιαν 2014

Ο καθολικός πατέρας Θεόδωρος Κοντίδης παρενέβη με σχόλιο του στη Μεταρρύθμιση σ’ ένα κείμενο μου  με τίτλο «Ένας Πάπας πολύ διαφορετικός από τους άλλους» που δημοσιεύτηκε στα Νέα (07-01-2014) και αναδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του περιοδικού. Καταρχήν θα ήθελα να τον  ευχαριστήσω για την πολύ καλή παρέμβασή του. Πολύ  καλή, όχι γιατί συμφωνώ με όλα όσα αναφέρει, αλλά γιατί με τέτοιες παρεμβάσεις διδάσκει σ’ αυτόν εδώ το χώρο, το πως πρέπει να γίνεται ο διάλογος. Όχι διαστρεβλώνοντας ή ειρωνευόμενος τη θέση του άλλου, απευθυνόμενος σε «καλόπαιδα», «ασίκηδες» και άλλα συμπαρομαρτούντα, αλλά ένας διάλογος χωρίς προσωπικές επιθέσεις και ειρωνείες. Είναι ευκταίο τέτοιοι άνθρωποι να γράφουν συχνότερα εδώ μέσα, γιατί αυτός ο χώρος έχει ανάγκη από παρεμβάσεις, που διδάσκουν επικοινωνιακό και διαλογικό ήθος.

.

Παρεμπιπτόντως παρακολουθώ και εγώ με μεγάλο ενδιαφέρον τα δικά του γραπτά (πιο πρόσφατα δικά μου αναγνώσματα των κειμένων του είναι η υπέροχη παρέμβασή  του στο βιβλίο «Η επιστροφή της ηθικής (Άρτος Ζωής) και το επίμετρό του στο Ιστορία του Καθολικισμού του Ζαν Πιέρ Μουασέ (Πόλις). Γι’ αυτό το επίμετρο και το βιβλίο έστειλα προ ολίγων ημερών, πριν το σχόλιό του, μια βιβλιοκριτική στο περιοδικό The Books Journal.

.

Στην πρώτη ένσταση του για την εκ μέρους μου υποστηριζόμενη ασυμφιλίωτη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Νεωτερικότητας γράφει μεταξύ άλλων ότι «η χριστιανική Αποκάλυψη δεν αναιρεί τον ανθρώπινο παράγοντα…ότι αυτή χρειάζεται λογική και σχολιασμό… ότι εξαρχής χρειάζεται και η σκέψη και η ερμηνεία, παράλληλα με την Αποκάλυψη». Τα ιερά κείμενα – αναφέρει επίσης «είναι και ανθρώπινα, συνεπώς η θεολογία χρησιμοποιεί όλες τις ανθρώπινες αναλύσεις που κατά καιρούς είναι διαθέσιμες χάρη στην ανθρώπινη έρευνα. (ιστορική, φιλολογική κτλ)». Επίσης κάνει αναφορά και στις παρεμβάσεις του προηγούμενου πάπα Βενέδικτου και ιδιαίτερα στη διάλεξή του στο Ρέγγενσμπουργκ, για να αποδείξει  ότι δεν υπάρχει αυτή η  ασυμφιλίωτη σχέση.

.

Δεν θα τολμούσα ποτέ να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει τεράστια βήματα από την πλευρά όλων των χριστιανικών Εκκλησιών στο θέμα της σχέσης τους με τη νεωτερικότητα. Είναι επίσης αλήθεια ότι η σημερινή καθολική Εκκλησία έχει απορρίψει τις αρχές του Πάπα Πίου Θ’, όταν το 1864 η Αγία Έδρα υιοθετούσε ένα κατάλογο λαθών ( Syllabus errorum), όπου ανάμεσα στα άλλα λάθη που επισημαίνονταν, συγκαταλέγονταν και ή άποψη που υποστήριζε ότι «ο Ρωμαίος Ποντίφικας μπορεί και οφείλει να συμφιλιώνεται και να συμβιβάζεται με την πρόοδο, τον φιλελευθερισμό και το νεωτερικό πολιτισμό». Αυτή ήταν για τον Πίο Θ’ και την καθολική Εκκλησία της εποχής μια εντελώς λαθεμένη άποψη.

.

Με τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965), υπό την καθοδήγηση δυο ιδιαίτερα εμπνευσμένων ποντίφικων όπως ο  Ιωάννης ΚΓ΄ και  στη συνέχεια ο Παύλος ΣΤ΄, η καθολική Εκκλησία επιδίωξε να ακυρώσει το Συνοδικό Διάταγμα Pastor aeternus του 1870 για το αλάθητο, αλλά και το Syllabus Errorum και προσπάθησε να δώσει το στίγμα ενός ανανεωνόμενου καθολικισμού.

.

Στο άρθρο μου αναφέρομαι στη νεωτερική (ναι, δεν διστάζω να το ομολογήσω) Β’ Βατικανή Σύνοδο, στην οποία ουσιαστικά απορρίφθηκε η ιδέα του «ομολογιακού κράτους». Αλλά, θεωρώ, ότι αυτή η απόρριψη είναι εκτός της κεντρικής σύλληψης της εκκλησίας για τη σχέση πίστης και κράτους. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το Syllabus errorum είναι πιο κοντά στο πνεύμα του καθολικισμού απ’ ότι η Β’  Βατικανή Σύνοδος και ο Πάπας Φραγκίσκος Α’.

.

Γιατί αν νεωτερικότητα είναι «η μετάβαση από το γαιοκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα, από τη Βίβλο στον Δαρβίνο, από την Αποκάλυψη στο σκέπτομαι άρα υπάρχω, από τα δικαιώματα της κοινότητας των πιστών στη  θεωρία των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, από την προάσπιση του εκκλησιαστικού ή του μοναρχικού συμφέροντος στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος», τότε όσο η Εκκλησία προσεγγίζει αυτές τις θέσεις τόσο παύει να είναι Εκκλησία με την έννοια που ο ιερός Αυγουστίνος την αντιλαμβάνονταν. Όσο η Εκκλησία γίνεται όλο και πιο φιλελεύθερη, τόσο και λιγότερο είναι Εκκλησία. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν φιλελεύθεροι ιερείς- ο πατέρας Κοντίδης είναι ένας απ’ αυτούς- αλλά ότι όσο περισσότερο φιλελεύθερος είσαι, τόσο λιγότερο καθολικός, ορθόδοξος και προτεστάντης μπορείς να είσαι.

.

Γιατί όπως δεν υπάρχει κάποιος φιλελεύθερος κομμουνισμός, έτσι δεν υπάρχει και κάποιος φιλελεύθερος καθολικισμός. Στα θρησκευτικά ή πολιτικά δόγματα κυρίαρχο στοιχείο είναι η πίστη και όχι η ελευθερία ή η αποδοχή των πλουραλιστικών αρχών. Για τον καθολικισμό αυτός που αμφισβητεί το θεμέλιο της πίστης βρίσκεται έξω και πέρα από την ουσία κάθε θρησκείας της Αποκάλυψης. Το ίδιο ίσχυε και για όποιον αμφισβητούσε την κομματο-κρατική πίστη στις μαρξικές γραφές.

.

Μα θα ισχυριστεί κάποιος ο χριστιανισμός είναι αγάπη και όχι πίστη. Ίσως. Δεν ξέρω. Μπορεί αυτό να ισχύει για τον αδιαμεσολάβητο χριστιανισμό. Αλλά ο θεμέλιος λίθος για κάθε θρησκευτικό δόγμα είναι η πίστη και η απορρέουσα απ’ αυτήν σωτηρία. Δεν υπάρχει όμως ελευθερία, αλληλεγγύη ή αγάπη, εκεί όπου κυριαρχεί η διαμεσολαβούμενη πίστη. Ο Φραγκίσκος Α’ έρχεται σε σύγκρουση με την Εκκλησία ως θεσμό διαμεσολάβησης, γι’ αυτό και είναι ένας «πολύ διαφορετικός Πάπας».

.

Τέλος στην παρατήρησή του, ότι δεν είναι φιλελεύθερη αυτή η αντίληψη που αντιλαμβάνεται την πίστη μόνο ως ιδιωτική υπόθεση θα με βρει απόλυτα σύμφωνο. Ο Φιλελευθερισμός ζητάει τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, αλλά αναγνωρίζει ότι αν και η πίστη σ’ ένα Θεό είναι μια ιδιωτική υπόθεση, παρόλα αυτά αποτελεί και μια μείζονα μομφή κοινωνικής παρέμβασης και ως εκ τούτου ο Φιλελευθερισμός δεν μπορεί να την αγνοεί. Γιατί από τη στιγμή που τα άτομα κοινωνούν την οποιαδήποτε πίστη τους, αυτή η ενέργεια δεν μπορεί να μη έχει κοινωνική σημασία. Και κάθε κοινωνικότητα που απορρέει από την ατομικότητα αποτελεί πεδίο φιλελεύθερης παρέμβασης.  Η άποψη που υποστηρίζει  ότι η θρησκευτικότητα είναι μόνο μια προσωπική υπόθεση, είναι θέση ενός «κολοβού φιλελευθερισμού» όπως την έχω ονομάσει ή όπως υποστηρίζει ο ιερέας είναι ένας εργαλειακός φιλελευθερισμός και ορθολογισμός.

.

Μόνο στην Ελλάδα, που οι περισσότεροι από όλους όσοι σήμερα ομνύουμε στον Φιλελευθερισμό, αλλά προερχόμαστε από τη μήτρα του σταλινισμού, βαπτίζουμε φιλελευθερισμό τις παραλλαγές της φιλοσοφικής βάσης του σταλινισμού. Γι’ αυτό και θεωρούμε τη θρησκεία μόνο μια ιδιωτική υπόθεση.

.

Ελπίζω αγαπητέ αναγνώστη ότι θα μου συγχωρέσεις εδώ μια παρέκβαση. Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα ονομάζουμε επίσης Φιλελευθερισμό την αντί διαλόγου διαστρέβλωση και ειρωνεία της άποψης του άλλου. Έτσι κάποιοι νεό-«φιλελεύθεροι» και όχι κάποιοι νεοφιλελεύθεροι, κατηγορούν ως κρατιστή, όποιον μιλάει για την ανάγκη αναδιανομής, τον μέμφονται ότι ξεχνάει πως οποιαδήποτε αναδιανομή γίνεται μόνο στη βάση ενός Συμβολαίου, που έχει ως προϋπόθεση του την παραγωγή, ακόμη και όταν αυτός ο «μάγκας» δεν έχει πάψει να υποστηρίζει εδώ και μερικές δεκαετίες, και όχι πρόσφατα που έγινε της μόδας, ότι καμία σοσιαλδημοκρατική αναδιανομή δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου δεν υπάρχει παραγωγική βάση και λελογισμένη δημοσιονομική πειθαρχία.

.

Τέλος πάντων ας επιστρέψω στην παρέμβασή του πατέρα Θεόδωρου Κοντίδη. Αυτή ας γίνει ένα μάθημα για το πώς μπορούμε «να μάθουμε να συζητάμε» μεταξύ μας και με τους άλλους. Χωρίς προσωπικές επιθέσεις του τύπου τι «σου δώσανε και πίνεις», «ο μάγκας» και το χειρότερο «ο άλλος που χτίκιασε»,   που δυστυχώς συναντούμε συχνά στην αρθρογραφία ορισμένων εδώ στη Μεταρρύθμιση (δεν αναφέρομαι στα σχόλια). Λέξεις και όροι που δεν συνάδουν σε κανένα σοβαρό και ευγενικό διάλογο και καλό είναι να προσπαθούμε, όλοι μας, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, να τις αποφεύγουμε. Αλλά τι να λέμε τώρα, θέλει και ο Φιλελευθερισμός την Παιδεία του. Ευτυχώς που υπάρχουν και κάποιοι θρησκευόμενοι να μας το υπενθυμίζουν.