Οι πρώτες επιλογές των κομμάτων για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, στην πλειοψηφία τους, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καιρών για ουσιαστικές ανανεώσεις και νέες συνθέσεις. Περισσότερο κατατείνουν στην καταμέτρηση δυνάμεων (στα «χρώματα του χάρτη» το βράδυ των εκλογών), παρά σε δημιουργικές και πολλαπλασιαστικές συνθέσεις και συμμαχίες. Ιδίως όταν το πεδίο των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι προνομιακό πεδίο για ευρύτερες συμπλεύσεις, ενώ οι «ευρωεκλογές» αρκούν για τις σχετικές καταμετρήσεις…
Επίσης οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα μπορούσαν, αντί για «καταμέτρηση», να είναι και «πρόπλασμα δοκιμασίας» ευρύτερων πολιτικών συνεργασιών, που θα είναι αναγκαίες έτσι κι αλλιώς και μετά τις εθνικές εκλογές. Υπ? αυτή την έννοια, η προσφυγή σε επιλογές προσώπων μεταξύ… υπουργών και βουλευτών για προβεβλημένες αυτοδιοικητικές θέσεις, ως μάλιστα γενική κατεύθυνση, δεν είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει, δεδομένων και κάποιων συγκεκριμένων προσώπων… Είναι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών.
Το ίδιο ισχύει και για την άρνηση από τα κόμματα που διεκδικούν την κυβέρνηση να στηρίξουν επιτυχημένους κατά γενική ομολογία από τη θητεία τους αυτοδιοικητικούς παράγοντες, με πνεύμα μάλιστα πολιτικής ανεξαρτησίας, γιατί δεν αθροίζονται στο στενό πολιτικό περιβάλλον τους. Μια αντίθετη στάση, έστω και σε περιορισμένο αριθμό, θα ?ταν ένα «θετικό σήμα» αξιοποίησης άξιων ανθρώπων, με ανταπόκριση στην κοινωνία και πολλαπλούς «συμβολισμούς», που τους έχει ανάγκη η χώρα. Η «θολή εικόνα» στις επιλογές των δύο βασικών κομμάτων του «διπολισμού» (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) συνδέεται και με πολιτικές αντιφάσεις σε συνδυασμό με εσωτερικά κομματικά προβλήματα.
Στη ΝΔ, λόγου χάρη, παρότι το Μαξίμου επιδιώκει να περιορίσει τις απώλειες της ΝΔ από τα δεξιά της, επιλέγει τελικά για την Αθήνα τον κ. Σπηλιωτόπουλο, πρόσωπο με «κεντρώο προφίλ». Εδώ οι «πολιτικοί στόχοι» με τις «επιλογές προσώπων» προφανώς συγκρούονται και υποδηλώνουν σύγχυση στρατηγικής και επιδιώξεων. Oλα αυτά δείχνουν έναν «πολιτικό μετεωρισμό» μεταξύ μιας επανασύνθεσης του «δεξιού χώρου» και μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς επιλογής. Ο Σαμαράς εφαρμόζει (εξ ανάγκης;) μια «νεοφιλελεύθερη» πολιτική, ενώ ιστορικά «φλερτάρει» με τον πιο «δεξιο – λαϊκό χώρο» της παράταξής του.
Στην περίπτωση μάλιστα του δήμου της Αθήνας, αυτή η αντίφαση οξύνεται αντί να αποφεύγεται και παίρνει διχαστική εκλογική υπόσταση. Από την άλλη μεριά, οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ είναι προϊόν ορισμένων απόψεων και καταστάσεων που επικρατούν στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και συγκρούονται με την πραγματικότητα. Κατ? αρχάς, το «αντιμνημονιακό κριτήριο».
Παρότι είναι κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν παύει να είναι άλλοτε «περιοριστικό» και άλλοτε «στρεβλωτικό». «Στρεβλωτικό» μεν γιατί στο «αντιμνημονιακό στρατόπεδο» συνυπάρχουν αντιευρωπαϊκές και εθνικιστικές εκδοχές με αριστερό ή δεξιό πρόσημο, μέχρι και ναζιστικές, που δεν έχουν σχέση με το «κεντρικό προφίλ» του ΣΥΡΙΖΑ. «Περιοριστικό» δε γιατί υπάρχουν πρόσωπα και δυνάμεις με πιο σύνθετη τοποθέτηση και συμπεριφορά, πάνω στο δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο, που αναμφισβήτητα ανήκουν στον προοδευτικό χώρο.
Δεύτερο ζήτημα είναι η εμφανής αναντιστοιχία μεταξύ οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ και κοινωνικής επιρροής του. Αποτυπώνεται καθαρά στις επιλογές προσώπων που έκανε, που εκφράζουν περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ του 4% παρά τον ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί να βγει πρώτο κόμμα! Και το τρίτο θέμα είναι η υποτίμηση του αυτοδιοικητικού χαρακτήρα των εκλογών με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δυστυχώς, οι εκλογές αντί να δημιουργούν «γέφυρες» οξύνουν τις εσωτερικές αντιφάσεις στους χώρους των «δύο πόλων», που διεκδικούν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού…