Είναι εμφανής πολλαπλά μια εκ νέου «ρευστοποίηση» της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα. Οι δανειστές – εταίροι μας, παρότι βαδίζουμε προς μια κρίσιμη ευρωπαϊκή – εκλογική αναμέτρηση, εξακολουθούν με επιμονή και αδικαιολόγητα άκαμπτο τρόπο να προτάσσουν στενά οικονομικά κριτήρια και να δείχνουν βαθύτατη υποτίμηση στις πολιτικές συνεκτιμήσεις. Ετσι, η επιδίωξη της κυβέρνησης για ένα «μορατόριουμ» στις σχέσεις της με την τρόικα καθυστερεί, ενώ η εικόνα που έρχεται από τα ευρωπαϊκά κέντρα δεν είναι ενθαρρυντική. Ο πρόεδρος του Eurogroup, ο κ. Ντάισελμπλουμ, λ.χ., συνέδεσε την καθυστέρηση της άφιξης της τρόικας στην Αθήνα με κυβερνητικές ευθύνες, ενώ διαρρέεται «σκλήρυνση» της στάσης της τρόικας και διεύρυνση των διαφορετικών εκτιμήσεων μεταξύ των δύο πλευρών σε σοβαρά ζητήματα.
Εάν προσθέσουμε και το «κόστος» των αποφάσεων του ΣτΕ για τους ένστολους, διαμορφώνεται ένα πιο σύνθετο περιβάλλον. Ενώ γύρω από τις διαρθρωτικές αλλαγές (έκθεση ΟΟΣΑ), δημιουργούνται σημαντικές διαφωνίες στους κόλπους του υπουργικού συμβουλίου, που δημιουργούν ενδοκυβερνητικές τριβές. Με δυο λόγια, η Ευρώπη είναι ανέτοιμη και απρόθυμη προς το παρόν για πολιτικές συνεκτιμήσεις γύρω από το ελληνικό πρόβλημα -πέραν των οικονομικών-, κάτι που δεν διευκολύνει ούτε την κυβέρνηση ούτε τη χώρα, εν όψει ευρωεκλογών, αλλά και για μετά τις εκλογές, καθώς η Ευρώπη θα χρειαστεί κανένα… εξάμηνο για να βρει τις μετεκλογικές ισορροπίες της.
Εάν σ? αυτά προσθέσουμε την επικαιρότητα των τελευταίων ημερών, όπου επικρατούν η νόθα επιστροφή στην «εποχή της τρομοκρατίας», η «τυφλή σύγκρουση» της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ και οι αποκαλυπτικές δικαστικές έρευνες για τα φαινόμενα διαφθοράς που αγγίζουν ένα τμήμα της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, με αναφορές ενδεχομένως και στο παρόν, έχουμε όλο το «παζλ». Γενικά, πάντως, αυτό το «κλίμα» δημιουργεί συνθήκες «ρευστότητας» μεγαλύτερης απ? όση αντέχει η χώρα και προφανώς δεν βοηθάει εκλογικά την κυβέρνηση. Οσο για το «πέπλο της όξυνσης», ως γνωστόν, μπορεί να «κρύβει» πρόσκαιρα, αλλά δεν λύνει προβλήματα…
Από την άλλη μεριά, η περιρρέουσα αυτή κατάσταση επηρεάζει (και επηρεάζεται αμφίδρομα) το πολιτικό σκηνικό με τη στενότερη έννοια του κομματικού συστήματος.
Η ΝΔ είναι προφανές ότι έχει πρόβλημα με ένα μεγάλο τμήμα δεξιών ψηφοφόρων της. Η πολιτική της δεν καλύπτει τη «λαϊκιστική Δεξιά», όπου υπάρχουν έντονα «αντι-μνημονιακά» αντανακλαστικά, «κληροδότημα» της πρώτης περιόδου Σαμαρά, αλλά και «αυτοφυή» του συγκεκριμένου χώρου, που διευρύνονται όμως και από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Παράλληλα, η «επιχείρηση ΧΑ» δεν απέδωσε πολιτικά -όπως προς το παρόν δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- τα αναμενόμενα κομματικά κέρδη…
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται, δυστυχώς, σε φάση σταδιακής αποδόμησης. Ο τρόπος ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς, όπως με λάθος τρόπο επιχειρήθηκε, εντείνει τον κατακερματισμό και τις «αντιπαλότητες» παρά συνθέτει μια «νέα ποιότητα» στον χώρο αυτό. Τελικά οδηγείται στον μονόδρομο μιας άγονης απόπειρας «ρευστοποίησης» της ΔΗΜΑΡ, πράγμα που πιστοποιεί την αποτυχία του εγχειρήματος.
Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του ισχυρού εσωκομματικού Αριστερού Ρεύματος και των εσωτερικών αντιφάσεων μιας «μετάβασης προς τον ρεαλισμό», υφίσταται ήδη πιέσεις και από τα αριστερά του (Αλαβάνος – ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του βιώνει «ωδίνες ανακατατάξεων», με ρήξεις και ανασυνθέσεις, αναζητώντας νέα μοντέλα πολιτικής συνοχής και φυσιογνωμίας. Είναι αναπόφευκτο και οι εκπλήξεις δεν θα λείψουν, ούτε φυσικά οι «κίνδυνοι» για τη χώρα. Πάντως, όλα συνηγορούν ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι τελικά ο «εμβρυουλκός» μιας νέας πολιτικής εποχής…