Γυναικοκτονία και ποινική αντιμετώπιση

Πάνος Μπιτσαξής- Μαρίνα Σκανδάλη 23 Ιαν 2023

  • Τα εγκλήματα κατά της ζωής γυναικών έχουν αυξηθεί πάρα πολύ. Το γεγονός αυτό είναι αναμφισβήτητο. Φαίνεται από τους δείκτες ότι οι γυναίκες είναι, συχνότερα από τους άντρες, θύματα δολοφονίας. Αναφερόμαστε στις ανθρωποκτονίες και όχι συνολικά στο φαινόμενο της έμφυλης βίας. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε σκέψεις, προεχόντως από γυναικείες οργανώσεις, ειδικής και αυστηρότερης ποινικής πρόβλεψης. Ενώ η γυναικοκτονία σαφέστατα αποτελεί ειδική εγκληματολογική κατηγορία, παραμένουμε διστακτικοί στις προτάσεις αυτές. Το έννομο αγαθό της ζωής δεν μπορεί να έχει διαφορετική οριοθέτηση με βάση το φύλο. Πέραν του φιλοσοφικού ζητήματος, ότι οι ζωές των ανθρώπων είναι ίσης αξίας, μια τέτοια λύση θα οδηγούσε και σε διάφορα άτοπα στην πράξη. Τούτο δε, διότι ο όρος «ανθρωπο-κτονία» μπορεί να έχει, και έχει, διάφορες ειδικές εγκληματικές εκφάνσεις: Παιδο-κτονία, συζυγο-κτονία, πατρο-κτονία, μητρο-κτονία κλπ. Θα ήταν εντελώς παράταιρο, νομικά, να αξιολογούμε την ζωή ανάλογα με το φύλο του θύματος.

  • Όμως, ο σχετικός προβληματισμός δεν στερείται αξίας. Φέρνει στην επιφάνεια το φαινόμενο της υπερβάλλουσας επιείκειας στην ποινική μεταχείριση δραστών στυγερών εγκλημάτων κατά της ζωής. Το περί δικαίου αίσθημα κλονίζεται πάρα πολύ, και ευλόγως, όταν δράστες ανθρωποκτονιών επανέρχονται στην κοινωνία ελεύθεροι, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, προκλητικά δυσανάλογο σε σχέση με την απαξία της πράξης. Το φαινόμενο αυτό, το βλέπουμε πάρα πολύ συχνά.

  •  Απάντηση της Πολιτείας στο παραπάνω ζήτημα πρέπει να υπάρξει. Γιατί αν  δεν υπάρξει, περιορίζεται πάρα πολύ το θεμελιώδες δόγμα της έννομης τάξης, ότι η ζωή είναι ύπατο σε σημασία έννομο αγαθό και προστατεύεται απόλυτα.

  • Η νομοθετική απάντηση πρέπει να δοθεί με μια μελετημένη και προσεκτική καταβύθιση σε έννοιες του Ποινικού Δικαίου που έχουν εγκαταλειφθεί, μέσα σε ένα κύμα «φιλελευθερισμού», που συχνά υπερβαίνει τα όρια ανοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Πρέπει να ξανασυναντήσουμε τις έννοιες αυτές, υπό το πρίσμα της εποχής μας. Όταν καταργήθηκε η θανατική ποινή, και ορθώς, την δεκαετία του 1990, καταργήθηκε εν τω συνόλω το άρθρο 86 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε από το 1951. Ήδη, από το 1951, η βαρβαρότητα της θανατικής ποινής και οι λαιμητόμοι του 19ου αιώνα είχαν οδηγήσει σε σοβαρό νομοθετικό περιορισμό των προϋποθέσεων επιβολής της. Η επιβολή της θανατικής ποινής είχε ως προϋπόθεση δικαστικής κρίσης, πάντα δυνητική, την τέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, της οποίας «ο τρόπος τέλεσης και το είδος, καθώς και όλες οι άλλες περιστάσεις, καθιστούν την πράξη ιδιαιτέρως απεχθή» ή αν «ο δράστης είναι επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια». Η παλιά νομολογία είχε επεξεργαστεί τους περιορισμούς αυτούς, με νομοτυπική στενότητα, λόγω της φύσεώς τους και της ευρύτητας της περιγραφής. Δεν αρκούσε η πράξη να είναι απεχθής, αλλά έπρεπε να θεωρείται «ιδιαζόντως απεχθής». «Ειδεχθής», κατά μια παλαιότερη έκφραση. Πρόκειται για τις πράξεις που προκαλούν πανθομολογούμενο αποτροπιασμό και αποστροφή, λόγω της τέλεσής τους με ιδιαίτερη σκληρότητα, βαναυσότητα, με περιστάσεις που αντικειμενικά φανερώνουν βαθιά αποξένωση του δράστη, όχι μόνο από την ζωή του ίδιου του θύματος, αλλά από αυτή καθεαυτή την αξία της ζωής. Η δε «ιδιαίτερη επικινδυνότητα» δεν έπρεπε να αποτελεί αυθαίρετη αποφθεγματική κρίση, αλλά απότοκο της συνολικής στάσης ζωής του δράστη και της προγενέστερης συμπεριφοράς του, έτσι ώστε να καθίσταται άκρως αμφίβολη η δυνατότητα ποινικού σωφρονισμού του.

  • Οι περιστάσεις αυτές, το «ιδιαζόντως απεχθές της πράξης» και η «ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη», πρέπει να ανασυρθούν από τον βυθό της ποινικής δογματικής, να αποσυνδεθούν από την προέλευσή τους, δηλαδή την επιβολή θανατικής ποινής και να συνδυαστούν με το πρόβλημα το οποίο σήμερα ανακύπτει. Το πρόβλημα είναι η πραγματική διάρκεια της εκτιτέας ποινής και η διαφορά της με το ονομαστικό μέγεθος της επιβληθείσας ποινής από το Δικαστήριο. Σε μια μελέτη του πρώτου από εμάς, που δημοσιεύτηκε στον τιμητικό τόμο του Ομότιμου Καθηγητή Γιάννη Πανούση, το παραπάνω ζήτημα χαρακτηρίζεται ως «πληθωρισμός της ποινής», και αφορά την πάγια τάση μείωσης της αληθινά εκτιόμενης ποινής σε σχέση με το ονομαστικό μέγεθός της.

  • Η πρότασή μας είναι απλή και είναι η εξής: αφορά όλα τα στυγερά εγκλήματα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, κατά οιουδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας. Το Δικαστήριο, κατά τροποποίηση του παλαιού άρθρου 86 Π.Κ. ή με προσθήκη στο άρθρο 299 Π.Κ., όπως ισχύει, πρέπει να εξοπλιστεί με την ακόλουθη ουσιαστική δυνατότητα: Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία, όπως ανέφερε ο Ποινικός Κώδικας του 1951, έγινε με τρόπο «ιδιαζόντως ειδεχθή ή ο δράστης κρίνεται επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια», μπορεί κατ’ ελεύθερη εκτίμηση των περιστάσεων, με αιτιολογημένη απόφαση, να καθορίσει το πραγματικά εκτιτέο ύψος της επιβαλλόμενης ποινής, πέραν των ορίων που θεσπίζουν οι γενικές διατάξεις και σε ιδιαιτέρως βαριές περιπτώσεις μέχρι και την ολική πραγματική  έκτιση της επιβληθείσας ποινής. Αυτό που ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής συμπύκνωσε με την φράση: «Όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια».

  • Δεν διαφεύγει της προσοχής ότι οι παραπάνω έννοιες, όπως και άλλες ανάλογες του παλιού Ποινικού Κώδικα, όπως η «ιδιαίτερη σκληρότητα» ή η «ηθική διαστροφή χαρακτήρος», που είχαν θεσπιστεί για άλλα ζητήματα, εμφανίζουν νομοτυπική γενικότητα, η οποία για να είναι συμβατή με τις συνταγματικές προβλέψεις και τις γενικές αρχές του Ποινικού Δικαίου, πρέπει να εξειδικευθεί με ενδεικτικά τεκμήρια, προς αποφυγή ποινικών τιμωρητικών υπερβολών. Να μην διευρύνεται το αξιόποινο υπό το κράτος συγκίνησης και αναταραχής από ένα έγκλημα ή αξίωσης εκδίκησης. Αυτό θέλει μια προσοχή και η κατάστρωση των κριτηρίων πρέπει να είναι άκρως θεμελιωμένη. Η βαναυσότητα, η βαρβαρότητα, η βαθιά αποξένωση από την αξία της ζωής, η εκμετάλλευση της σωματικής ρώμης και υπεροχής, η τέλεση του εγκλήματος κατά προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ή σε συνθήκες που καθιστούν το έγκλημα δυσχερώς εξιχνιάσιμο, η έντεχνη συγκάλυψη ιχνών εγκλήματος, η ασήμαντη αφορμή, η οργανωμένη τέλεση του εγκλήματος, η τέλεση του εγκλήματος από άπληστη κερδοσκοπία ή αθέμιτο οικονομικό συμφέρον, η ταπεινότητα του κινήτρου και άλλα πολλά μπορεί να είναι η φαρέτρα εννοιών που αντικειμενικοποιούν νομικά το ειδεχθές της πράξης και την ιδιαίτερη επικινδυνότητα.

  • Οι γυναικοκτονίες ανοίγουν τον δρόμο για την παραπάνω συζήτηση. Αν θέλουμε να υπηρετήσουμε την ασφάλεια του πολίτη, γυναίκας ή άντρα, παιδιού ή ηλικιωμένου, κάθε ανθρώπου που έχει το δικαίωμα της ζωής, πρέπει να κάνουμε αυτή την συζήτηση, με όρους κράτους δικαίου και με νομική επάρκεια, και η Πολιτεία να καταλήξει συντόμως σε ένα συμπέρασμα. Ο νόμος πρέπει να έχει αποτρεπτική δύναμη. Η έννομη τάξη δεν μπορεί να αφοπλίζεται απέναντι στην βαρβαρότητα για οποιοδήποτε λόγο.