Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 (τουρκικά: Kıbrıs Barış Harekâtı, κ. γρ. Επιχείρηση ειρήνευσης Κύπρου, Επιχείρηση ειρήνευσης Κύπρου ή τουρκικά: Attila Harekâtı, Επιχείρηση Αττίλας) ήταν τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ξεκίνησε το Σάββατο, στις 05:20 π.μ. την 20η Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Η Τουρκία υποστηρίζει πως η επιχείρηση αποτελεί ειρηνευτική επέμβαση (μολονότι ειναι παράνομη και εχει καταδικαστεί απο πολλές χώρες) νομιμοποιημένη από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου). Τόσο τα Ηνωμένα Έθνη. όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης αναφέρουν το αποτέλεσμα της εισβολής ως παράνομη στρατιωτική κατοχή..
19 Ιουλίου - Απόπλους τουρκικών πολεμικών σκαφών
Στις 20:00 μεταδόθηκε στην τηλεόραση η εικόνα κατάφορτης αρμάδας τουρκικών πολεμικών πλοίων να αποπλέει από τη Μερσίνα[42]. Στις 20:30 στη Λευκωσία, ο Αμερικανός πρέσβης αναζήτησε και επισκέφθηκε πάλι τον Γλαύκο Κληρίδη ζητώντας του να αντικαταστήσει τον Σαμψών.
Ώρα 21:15 τα ναυτικά ραντάρ της Κύπρου επισήμαναν έξι στόχους σε σχηματισμό να κινούνται με κατεύθυνση από Μερσίνα προς νότο[42]. Ο σχηματισμός αυτός ήταν η αρχή της επιχείρησης Αττίλας I. Λίγο μετά στους παραπάνω στόχους προστέθηκαν άλλοι οκτώ. Από την αποτύπωση της πορείας τους φέρονται να κατευθύνονται στη κυπριακή περιοχή Κορμακίτη, δυτικά της Κερύνειας. Ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημέρωσε αμέσως τον αρχηγό της Εθνοφρουράς. Εκείνος με τη σειρά του κάλεσε επειγόντως τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας, ο οποίος δεν αποδέχθηκε τον επιθετικό χαρακτήρα των στόχων.
Η απόβαση στο Πεντεμίλι και η καταστροφή 2 ε/κ πλοίων
Στις 01:30, το ραντάρ στον Απ. Ανδρέα ανίχνευσε 11 πλοία να κατευθύνονται προς την Κερύνεια, σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων. Στις 05:00 περίπου, δυο μικρά ελληνοκυπριακά πλοία απέπλευσαν από την Κερύνεια για να εμπλακούν με τα τουρκικά και τελικά βυθίστηκαν. Όλοι οι ναύτες πνίγηκαν εκτός από έναν.
Τις πρώτες ώρες της 20ής Ιουλίου 1974, οι τούρκικες δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην παραλία Πεντεμίλι, η οποία βρίσκεται στη βόρεια ακτογραμμή της Κύπρου, περίπου 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνιας. Είχαν ξεκινήσει από το λιμάνι της Μερσίνας της Τουρκίας, και η αρχική πρόθεσή τους ήταν να αποβιβαστούν στην παραλία της Γλυκιώτισσας, η οποία όμως κρίθηκε ακατάλληλη. Πριν την αποβίβαση, Τούρκοι βατραχάνθρωποι έψαξαν για νάρκες. Η τουρκική δύναμη αποτελείτο από 3.000 στρατιώτες, 12 άρματα μάχης M47 και 20 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού M113, και 12 ολμοβόλα.
Πρώτη εμπλοκή του κυπριακού Στρατού Ξηράς

Στις 10:00 υπήρξε η πρώτη εμπλοκή των Τούρκων με δυνάμεις του στρατού ξηράς της Κύπρου (τo 251 Τάγμα Πεζικού, υποστηριζόμενο από μια διμοιρία 5 τεθωρακισμένων τύπου Τ-34]). Παρόλο που κατάφεραν να καταστρέψουν 2 θέσεις πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως, απέτυχαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από τις θέσεις τους. Μια αντεπίθεση των τουρκικών δυνάμεων κατάφερε να καταστρέψει 2 τεθωρακισμένα. Όταν το τάγμα υποχώρησε ανατολικά προς την Κερύνεια, οι Τούρκοι προχώρησαν 1 χιλιόμετρο, αρχικά προς τα δυτικά, και μετά προχώρησαν ανατολικά. Από τα συνολικά 5 άρματα, τα 4 καταστράφηκαν και 1 βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στο στρατόπεδο του τάγματος. Επίσης, αεροπορικές επιθέσεις στόχευσαν ελληνοκυπριακές θέσεις μέσα και γύρω απο την Κερύνεια.
Το πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς βομβαρδίζει θέσεις των Τούρκων - Προσπάθεια αντεπίθεσης
Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις του Πυροβολικού προσπάθησαν να αποκρούσουν την αποβίβαση των Τούρκων: η 182 ΜΠΠ, η 190 ΜΑ/ΤΠ επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Πανάγρων και στο τουρκικό προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι, αναγκάζοντας τα τουρκικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν. Η 191 ΠΟΠ έβαλλε κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπέλλα-Πάις και στις περιοχές Άσπρη Μούττη και Κοτζά Καγιά. Η 198 ΠΟΠ είχε χάσει αρκετά οχήματα, ασυρμάτους και πυρομαχικά κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στις 16 Ιουλίου. Έτσι βρέθηκε αποδυναμωμένη κατά τη διάρκεια των πρώτων συγκρούσεων με τους Τούρκους στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στις 20 Ιουλίου, στην προσπάθειά της να στηρίξει τις δυνάμεις καταδρομών που μάχονταν στην περιοχή.
Ως απάντηση στην εισβολή, ένας αξιωματικός του επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπούφας, στάλθηκε στο δυτικό προάστιο της Κερύνειας σε μια προσπάθεια να οργανώσει αντεπίθεση. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι όμως προχώρησαν σε αντεπίθεση. Ένα από τα τρία ελληνοκυπριακά άρματα μάχης T-34 δέχθηκε πυρά από τουρκικό αντιαρματικό και καταστράφηκε. Το 306ο Τάγμα Πεζικού έφθασε αργά και επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων από τα ανατολικά, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο.
Μαζική επίθεση Εθνικής Φρουράς στον θύλακα του Κιόνελι
Στις 20 Ιουλίου η Εθνική Φρουρά, υποστηριζόμενη από όλα τα άρματα Τ-34, καθώς και με δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ - τις πλέον αξιόμαχες στο νησί - εξαπέλυσαν μαζική επίθεση στον θύλακα του Κιόνελι, ο οποίος έλεγχε τμήμα του δρόμου Κερύνειας- Λευκωσίας. Στη σφοδρότατη μάχη που ακολούθησε, παρόλο που δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ κατέλαβαν τα πρώτα σπίτια, τελικά αναγκάστηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους.
Επιθέσεις στους θύλακες Λεμεσού, Αυδήμου, Πάφου, Αγύρτας
Στις 20 Ιουλίου, ώρα 10:00, γύρω στους 450 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄, μέλη του 203 Εφεδρικού Τάγματος Πεζικού, επιτέθηκαν στον θύλακα της Λεμεσού, όπου υπήρχαν περίπου 1.000 κάτοικοι, ελαφρά οπλισμένοι. Την ίδια περίπου στιγμή, 100 μαχητές της ΕΟΚΑ Β΄ περικύκλωσαν τον θύλακα της Αυδήμου, δυτικά της Λεμεσού. Οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο γήπεδο της Λεμεσού.
Στις 20 Ιουλίου, 10.000 κάτοικοι του τουρκοκυπριακού θύλακα της Λεμεσού παραδόθηκαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Ακολούθως, σύμφωνα με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους αυτόπτεις μάρτυρες, ακολούθησαν βιασμοί και εκτελέστηκαν μικρά παιδιά. Το αρχηγείο των Τουρκοκυπρίων κάηκε και 1.300 Τουρκοκύπριοι τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο θύλακας στην Αμμόχωστο βομβαρδίστηκε και η τουρκοκυπριακή πόλη Λέφκα, καταλήφθηκε από την Εθνική Φρουρά.
Στις 17:00, το ελληνικό αρματαγωγό Λέσβος έφτασε στην Πάφο και ξεκίνησε να βομβαρδίζει τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Μουτάλλου. Το σκάφος αποβίβασε 450 στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και αμέσως έφυγε για να αποφύγει τον εχθρό. Τούρκικα πλοία έφτασαν στην περιοχή για να το απωθήσουν, τα οποία η τουρκική αεροπορία τα εξέλαβε ως ελληνικά και τους επιτέθηκε στις 21 Ιουλίου. Ο θύλακας παραδόθηκε στις 22:00.
Τμήματα της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον θύλακα της Αγύρτας προσπαθώντας να τον περικυκλώσουν και να τον απομονώσουν. Τούρκοι αλεξιπτωτιστές προσπάθησαν να ενισχύσουν τον θύλακα, όμως υπέστησαν αρκετές απώλειες.
Η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ο δικτάτορας Ιωαννίδης κοιμόντουσαν στα σπίτια τους όταν άρχισε η τουρκική εισβολή, τα χαράματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου. Είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και, παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς, Γιωργίτση, για διαταγές απόκρουσης της εισβολής, οι οδηγίες ζητούσαν «αυτοσυγκράτηση». Όταν ο υπασπιστής του Ιωαννίδη, ταγματάρχης Παλαίνης, τον ενημέρωσε ότι «βγαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο», ο «αόρατος δικτάτορας» πάγωσε αφού δεν περίμενε την τουρκική αντίδραση το Σάββατο 20 Ιουλίου, μιας και ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες εκτόνωσης της κρίσης.
Η αντίδραση της Χούντας
21 Ιουλίου
Στις 21 Ιουλίου, ενώ στην Κύπρο οι μάχες συνεχίζονταν και η Τουρκία καταλάμβανε την Κερύνεια, στην Αθήνα ο Ιωαννίδης συνέχιζε να απειλεί για ολομέτωπο πόλεμο Ελλάδας Τουρκίας, όμως, όταν το αποφάσισε, οι στρατηγοί-αρχηγοί των όπλων στασίασαν (γνωστό ως πραξικόπημα των Στρατηγών).
Τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν μαζί με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη, ήταν ο πρόεδρος Φαίδων Γκιζίκης, ο πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, ο αρχηγός Στρατού αντιστράτηγος Γαλατσάνος, ο αρχηγός Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο αρχηγός Αεροπορίας Παπανικολάου, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριος Μπονάνος.
Συζητήσεις για ανακωχή και η «ελληνική νηοπομπή»
Ο ειδικός διαπραγματευτής των ΗΠΑ για το Κυπριακό, Τζόζεφ Σίσκο, προσπαθούσε να πείσει την Αθήνα και Άγκυρα για ανακωχή. Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ απαιτούσε να μην υπάρξουν ενισχύσεις των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο για να δεχτεί εκεχειρία. Απειλούσε κατάρριψη ή και βύθιση όποιας βοήθειας θα ερχόταν από την Ελλάδα. Ο Σίσκο ενημέρωσε και τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο. Η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχαν ελληνικά πλοία, όμως ο Ετζεβίτ πίστευε πως είχαν σηκώσει τουρκική σημαία τα ελληνικά πλοία έξω από την Πάφο, τα οποία και βομβάρδισε (το αντιτορπιλικό Κοτζιατπεπε βυθίστηκε, ενώ τα άλλα δυο υπέστησαν σοβαρές ζημιές).
Απόφαση Ιωαννίδη για ελληνοτουρκικό πόλεμο
Το πρωί της 21ης Ιουλίου, στη σύσκεψη της στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε πως σε περίπτωση που δεν σταματήσουν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η ελληνική κυβέρνηση θα αποχωρούσε από το ΝΑΤΟ και θα ανακοίνωνε έναρξη πολέμου με Τουρκία. Ο Αμερικάνος πρέσβης, Τάσκα, όταν του ανακοινώθηκε η απόφαση, επικοινώνησε με τον Πρόεδρο Γκιζίκη και τον ενημέρωσε για τους κινδύνους.
Ο Ιωαννίδης αποφάσισε την ενεργοποίηση του σχεδίου Κ, το οποίο αφορούσε στην αποστολή ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων στην Κύπρο (ένα υποβρύχιο, δύο τορπιλλακάτους και μοίρα 18 αεροσκαφών F-84F από την Κρήτη)
Το πραξικόπημα των στρατηγών
Ο Ιωαννίδης κάλεσε τον πρόεδρο Γκιζίκη, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο, τον πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο και τον υπουργό Άμυνας Λατσούδη και τους ενημέρωσε για την απόφαση του. Ο Μπονάνος την αποδέχτηκε με τον όρο να δεχτούν οι αρχηγοί των κλάδων του Στρατού. Αμέσως μετά, κάλεσε τους αρχηγούς και υπαρχηγούς της Αεροπορίας και του Ναυτικού. Όλοι οι στρατηγοί εξέφρασαν επιφυλάξεις για το αν η Ελλάδα μπορεί να αντέξει ένα πόλεμο με την Τουρκία, (η οποία είχε συγκεντρωμένο στρατό στη Σμύρνη) ενώ φοβόντουσαν και επίθεση από τον Βορρά (Βουλγαρία). Έτσι αρνήθηκαν να κηρύξουν πόλεμο.
Μετά το τέλος της σύσκεψης, ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόριος Μπονάνος, ο αντιναύαρχος Αραπάκης, ο αρχηγός Αεροπορίας Παπανικολάου και ο αρχηγός στρατού ξηράς Γαλατσάνος μετείχαν σε πολύωρη συζήτηση, η απόφαση της οποίας ήταν να αποστασιοποιηθούν από τον Δημήτριο Ιωαννίδη καθώς επίσης και να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς. Μετά τη σύσκεψη, ο Αραπάκης κάλεσε τα υποβρύχια Νηρεύς και Γλαύκος, τα οποία κινούνταν προς Κύπρο από τις 19 Ιουλίου, να επιστρέψουν στο Αιγαίο.
Αποστολή ενισχύσεων από Ελλάδα σε Κύπρο
Το απόγευμα, στην Αθήνα, ο Ιωαννίδης μαζί με τους στρατιωτικούς αρχηγούς συζητούσαν σε νέα σύσκεψη την αποστολή ενισχύσεων στην Κύπρο. Οι στρατιωτικοί, μη ικανοί να έρθουν σε ανοικτή σύγκρουση με τον Ιωαννίδη, επικαλούμενοι ζητήματα ασφαλείας, δεν έδωσαν έγκριση για χρήση όσων ήταν σχεδιασμένα στο Σχέδιο Κ. Τελικά αποφασίστηκε να σταλούν μυστικά ενισχύσεις στους Ελληνοκύπριους, με τη μορφή μίας μεραρχίας πεζικού, ενός τάγματος καταδρομών και ενός τάγματος μέσων αρμάτων μάχης. Μια αρχική προσπάθεια μεταφοράς των ενισχύσεων έγινε με τη χρήση του πορθμείου «Ρέθυμνον», το οποίο μετέφερε το 537ο Τάγμα Πεζικού, ένα τάγμα από άρματα μάχης και 500 (κατ' άλλους 280) Κύπριους εθελοντές (κυρίως φοιτητές, υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄, που συγκεντρώθηκαν από την χουντοκρατούμενη ΕΦΕΚΑ). Το πορθμείο απέπλευσε από τον Πειραιά τα μεσάνυχτα. Τελικά, μετά από ένα ταξίδι μέχρι τα ανοικτά της Πάφου, έκανε στροφή, αποβίβασε τους Στρατιώτες στη Ρόδο και επέστρεψε τους εθελοντές στον Πειραιά, αφού οι στρατιωτικοί αρχηγοί βρίσκονταν σε επικοινωνία με τον Τζόζεφ Σίσκο.
Επιχείρηση Νίκη (μεταφορά τάγματος Καταδρομών στην Κύπρο)
Το ίδιο απόγευμα, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία προέβη σε απόπειρα μυστικής μεταφοράς ενισχύσεων (με τη μορφή τάγματος καταδρομών), γνωστή ως Επιχείρηση «Νίκη», με τη χρήση 15 αεροσκαφών τύπου Nord Noratlas (354 Μοίρα «Πήγασος») από τη Σούδα της Κρήτης στην Κύπρο. Ωστόσο, η αποστολή δέχθηκε φίλια πυρά από τα αντιαεροπορικά πολυβόλα της ελληνοκυπριακής 195 ΜΕΑ/ΑΠ επειδή τα νόμισε τα αεροσκάφη για τουρκικά (παρατάχθηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), με αποτέλεσμα το 3ο Noratlas (ΝΙΚΗ-4) να καταστραφεί (4 αεροπόροι και 29 καταδρομείς σκοτώθηκαν). Ακόμα δύο αεροσκάφη Noratlas υπέστησαν σοβαρές ζημιές και προέβησαν σε ανώμαλες προσγειώσεις, με αποτέλεσμα οι Ελληνοκύπριοι να καταλάβουν το λάθος τους. Μερικά από τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατάφεραν να προσγειωθούν ομαλά και να αποβιβάσουν άνδρες και εξοπλισμό, ώστε οι Έλληνες να είναι σε θέση να προστατεύσουν το αεροδρόμιο.
Τελευταίες μάχες στην Κύπρο και δεύτερο κύμα εφοδιασμού των τουρκικών δυνάμεων
Ελάχιστες ή καθόλου συμπλοκές δεν υπήρξαν στο προγεφύρωμα την 21η Ιουλίου, ενώ τουρκικές δυνάμεις είχαν αναχωρήσει από το λιμάνι της Μερσίνας. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις παρατάχθηκαν στην Κερύνεια, στον δρόμο Κερύνειας-Καραβά και στην Τριμίθι. Συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις στον Πενταδάκτυλο και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό Πιλέρι, ενώ η 31η και 33η Μοίρα Καταδρομών είχαν σημαντικές επιτυχίες.
Στις 6:00 το πρωί, ο θύλακας Λεμεσού παραδόθηκαν ολοκληρωτικά, 1.000 αιχμάλωτοι πολέμου μεταφέρθηκαν στο κεντρικό γήπεδο της πόλης. Υπήρξαν αναφορές για βιασμούς γυναικών και δολοφονίες παιδιών.
Στον θύλακα της Λάρνακας, μετά από σκληρές μάχες, οι Τουρκοκύπριοι ξεκίνησαν να παραδίδονται στις 10:30.
Στις 04:45, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στον θύλακα της Λεύκας, με βομβαρδισμό και ρουκέτες και ο Λιμνίτης περικυκλώθηκε από δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς.
Ανακωχή το απόγευμα της 22 Ιουλίου
Τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου, ο εκπρόσωπος του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ μεσολάβησε για τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των δυο εμπολέμων μερών, η οποία επιτεύχθηκε νωρίς το απόγευμα (4:00 μ.μ.) της 22 Ιουλίου. Μετά την αποδυνάμωση του Ιωαννίδη, ο Μπονάνος ανέλαβε την ευθύνη για τη μη εμπλοκή σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Στις 22 Ιουλίου, ολοκληρώθηκε η μεταφορά τουρκικού εφοδιασμού από τη Μερσίνα. Με την ενίσχυση σε βαρύ οπλισμό, ξεκίνησε η επίθεση στην Κερύνεια, η οποία ήταν σχεδόν άδεια αφού οι κάτοικοι είχαν μετακινηθεί στον Άγιο Ιλαρίωνα για ασφάλεια. Οι τούρκικες δυνάμεις, με αεροπορική και ναυτική υποστήριξη, ξεκίνησαν την επίθεση λίγο μετά τις 11 το πρωί, εναντίον δυνάμεων καταδρομών και πεζικού (33η ΜΚ, 306ΤΠ και 251ΤΠ) τα οποία χωρίς αντιαρματική κάλυψη ήταν αδύνατο να αντισταθούν ουσιαστικά. Μέχρι το τέλος της ημέρας, είχε δημιουργηθεί ισχυρό προγεφύρωμα στην Κερύνεια.
Κατάληψη θυλάκων Αμμοχώστου
Με τη βοήθεια του πυροβολικού, ολοκληρώθηκε η επίθεση κατά των θυλάκων των Τουρκοκυπρίων στη Σακκάρια, στην Καραόλου και στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου. Η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την υπόλοιπη πόλη.
Αεροδρόμιο Λευκωσίας και Άγιος Ιλαρίων
Στις 15:00, η τουρκική αεροπορία ξεκίνησε ισχυρή επίθεση κατά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Η εκεχειρία που ανακοινώθηκε στις 16:00 έσπασε λίγο αργότερα, από επανάληψη βομβαρδισμών στις 17:15. Χερσαίες δυνάμεις ενεπλάκησαν στο Δίκωμο, στις 18:15, και επίσης στο χωριό του Τράχωνα. Διεξήχθη επίθεση και στον θύλακα του Αγίου Ιλαρίωνα, μέχρι να κηρυχθεί εκεχειρία.
Γύρω στις 150.000 άνθρωποι (πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και το ένα τρίτο των ελληνόφωνων Κυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές. Το 1983, ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, αναγνωρισμένη μόνο από την Τουρκία. Η διεθνής κοινότητα θεωρεί τα εδάφη της ΤΔΒΚ ως κατεχόμενη από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχή της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η κατοχή εξακολουθεί να θεωρείται παράνομη, ενώ οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού ζητήματος συνεχίζονται.
Τι προηγήθηκε
Το πραξικόπημα
Η Χούντα των Αθηνών, υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, πίστευε πως ο Μακάριος δεν επεδίωκε πλέον την πολιτική της Ένωσης, και ετοίμαζε σχέδια να τον ανατρέψει. Τον Μάρτιο του 1974, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών ανακάλυψε έγγραφα της ΕΟΚΑ Β΄ τα οποία κατέγραφαν σχέδια διενέργειας πραξικοπήματος υποβοηθούμενου από τη Χούντα των Αθηνών. Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Μακάριος, απαίτησε την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών που ήταν μέλη της κυπριακής Εθνικής Φρουράς. Η Χούντα των Αθηνών, διέταξε τότε πραξικόπημα, για ανατροπή του Μακαρίου, ο οποίος με την πολιτική του, απομακρυνόταν από τον στόχο της Ένωσης Κύπρου-Ελλάδας. Στις 15 Ιουλίου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, από την Εθνική Φρουρά. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε και, στις 19 Ιουλίου, έλαβε μέρος στη σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου κατήγγειλε τη Χούντα των Αθηνών για εισβολή. Ακολούθησαν έντονες διαβουλεύσεις σε Αθήνα και Άγκυρα, με τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο να ενημερώνει το χουντικό καθεστώς (μετά από συνομιλίες που είχε στην Άγκυρα) πως η Τουρκία δεν θα δεχόταν οποιαδήποτε αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στην Κύπρο προς όφελος της Ελλάδας. Ο Ιωαννίδης και η Χούντα του ήταν όμως απτόητοι.
15 Ιουλίου - Έναρξη Πραξικοπήματος, μάχες με Εφεδρικό
Στις 15 Ιουλίου, ώρα 8:15 το πρωί, πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα. Μονάδες της Εθνικής Φρουράς βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο, το οποίο υπερασπίστηκαν δυνάμεις της Αστυνομίας, ονομαζόμενες «Εφεδρικό». Ο Μακάριος διέφυγε προς την Πάφο και ανακοίνωσε μέσω ραδιοφώνου πως είναι ζωντανός. Πρόεδρος της νέας Κυβέρνησης τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών ο οποίος ανακήρυξε την «Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου». Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει, με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες. Πρόεδρος τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών ο οποίος ανακήρυξε την «Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου».
16 Ιουλίου - Φόβοι Τουρκοκυπρίων - Φυγή Μακαρίου
Στις 16 Ιουλίου ξεκίνησαν τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης να μεταδίδουν τις ανησυχίες του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ και του αρχηγού των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς για τη φύση και τις διαθέσεις του πραξικοπήματος σχετικά με την ένωση με την Ελλάδα ή τον διωγμό των Τουρκοκυπρίων. Το πραξικοπηματικό καθεστώς διαβεβαίωνε πως δεν θα κινηθεί κανείς εναντίον των τουρκοκυπριακών θυλάκων.
Στις 16 Ιουλίου, ο Μακάριος έφυγε από την Κύπρο, μέσω των αγγλικών στρατιωτικών βάσεων. Κάνοντας στάση στη Μάλτα, έφτασε τις νυκτερινές ώρες στο Λονδίνο.
17 Ιουλίου - Ο Μακάριος στην Αγγλία
Στις 17 Ιουλίου, ο Μακάριος συνάντησε τον Βρετανό πρωθυπουργό Γουΐλσον. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, μετά τη συνάντηση που είχε με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δέχθηκε τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ετζεβίτ, ο οποίος πήγε με μια μεγάλη κουστωδία, αρχηγών στρατιωτικών επιτελείων, υπουργών και άλλων. Ο Μακάριος ζήτησε από την κυβέρνηση της Βρετανίας να διατηρήσει την αναγνώριση του ιδίου ως εκλεγέντος προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Ετζεβίτ εισηγήθηκε πως το πραξικόπημα είχε χαρακτηριστικά εισβολής. Το απόγευμα ο Μακάριος αναχώρησε αεροπορικώς στις ΗΠΑ προκειμένου να προετοιμαστεί για να παραστεί σε επικείμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας
18 Ιουλίου - Ο Σίσκο προειδοποιεί για τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Στο μεταξύ περί τις 11:00 είχαν φθάσει στην Αθήνα ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο με τον υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Έλσγουώρθ όπου, συνοδευόμενοι από τον εν Αθήναις πρέσβη Χένρι Τάσκα, επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό της Χούντας, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες[. Στη συνέχεια ακολούθησαν δύο συσκέψεις μία περί τις 14:00 και η δεύτερη περί τις 18:00 στην οποία και συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Α. Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Κυπραίος, ο αρχηγός Ε.Δ. στρατηγός Μπονάνος και άλλοι ανώτατοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
Ο Σίσκο δήλωσε ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποτραπεί πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εξ αιτίας της συμμετοχής και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με κάποιες ομολογίες που έγιναν αργότερα, σε κάποιο σημείο αυτών των συνομιλιών ο ταξίαρχος Ιωαννίδης απείλησε πως αν συμβεί τουρκική απόβαση ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι δεδομένος.
19 Ιουλίου- Ο Σίσκο αναχωρεί από Αθήνα για Άγκυρα
Περί τις 11:00 ο ναύαρχος Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια «Τρίτων», «Γλαύκος» και «Νηρεύς» να πλεύσουν στις περιοχές Ρόμιο-1, Ρόμιο-2 και Ρόμιο-3, προκειμένου να βρίσκονται εγγύτερα στην Κύπρο.
Στις 13:00 επιστρέφει στην Αθήνα από Άγκυρα ο Αμερικανός επιτετραμμένος Σίσκο όπου και συγκαλείται αμέσως σύσκεψη με τα ίδια πρόσωπα που είχαν μετάσχει και στην προηγούμενη. Οι πληροφορίες που μετέφερε από τουρκικής πλευράς φαίνεται πως κρίθηκαν από τους μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή μάλλον ενθαρρυντικές. Αργότερα περί τις 19:00 ο στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος προσκάλεσε στο γραφείο του όλους τους αρχηγούς και τους ανακοίνωσε όλες τις πληροφορίες που είχε μεταφέρει ο Σίσκο, ο οποίος στο μεταξύ είχε ήδη αναχωρήσει και πάλι προς την Άγκυρα.
Η "Επιστολή Νίξον"
Σύμφωνα με μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη James W. Spain, ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον φέρεται να έστειλε την παραμονή της τουρκικής εισβολής μια επιστολή στον Μπουλέντ Ετζεβίτ, κατ' αντιστοιχία της Επιστολής Τζόνσον προς τον Ινονού το 1964, η οποία μάλιστα ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν πολύ σκληρότερη σε περιεχόμενο. Καθώς ο Σίσκο δεν είχε φτάσει ακόμα στην Άγκυρα, την επιστολή ανέλαβαν να παραδώσουν ο πρέσβης William B. Macomber Jr. και ο βοηθός του James W. Spain. Ωστόσο, οι Αμερικανοί διπλωμάτες μόλις έφτασαν στο γραφείο του Τούρκου πρωθυπουργού τον άκουσαν να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον Χένρυ Κίσινγκερ και, κρίνοντας ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει, αποφάσισαν να μην παραδώσουν την επιστολή που κρατούσαν στα χέρια τους.
Ο λόγος του Μακαρίου στον ΟΗΕ
Στον λόγο του ο Μακάριος κατηγόρησε δριμύτατα την Χούντα των Αθηνών, αρχικά για τη σχεδίαση και διενέργεια του πραξικοπήματος. Επιπλέον, υποστήριξε ότι φοβόταν στρατιωτική επέμβαση της Χούντας περισσότερο από την επέμβαση της Τουρκίας, φόβος ο οποίος κατά τον ίδιο επιβεβαιώθηκε. Επιπλέον, χαρακτήρισε το πραξικόπημα εισβολή της Χούντας, το οποίο παραβίαζε τη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου, κάτι που αφορά και τους Τουρκοκύπριους. Επιπλέον, κατηγόρησε τη Χούντα για διπροσωπία και υπονόμευση του ΟΗΕ. Έκλεισε λέγοντας:
"...Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών.
Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου.
Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους.
Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο.
Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία, πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή, και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού."
Πτώση της χούντας
Την 23 Ιουλίου, στα Παλαιά Ανάκτορα, άρχισαν να συσκέπτονται οι πολιτικοί με τους χουντικούς στρατιωτικούς. Από τους πολιτικούς συμμετείχαν οι Π. Κανελλόπουλος, Γ. Μαύρος, Σπ. Μαρκεζίνης, Γ. A. Nόβας, Στ. Στεφανόπουλος, Π. Γαρουφαλιάς, Ξεν. Ζολώτας και E. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς, παρόντες ήταν ο πρόεδρος της χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φ. Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓEΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓEN αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓEA Αλ. Παπανικολάου. Πρακτικά δεν κρατήθηκαν για τη σύσκεψη. Αποφασίστηκε να δοθεί η εξουσία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Πηγή: el.wikipedia.org