Δεν παύει να μας εκπλήσσει το πολιτικό-μιντιακό μας σύστημα! Τα δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015 προκάλεσαν όπως ήταν φυσικό, πλήθος αφιερωμάτων, αναλύσεων και στοχασμών σχετικά με τη δραματική δεκαετία της οιονεί χρεοκοπίας. Θα μπορούσε να ήταν ένα βήμα στη διαδικασία αναστοχασμού της περιόδου του άοπλου εμφυλίου που βιώσαμε ως χώρα, και επομένως ένα βήμα καταλλαγής των ακραίων συναισθηματικών εντάσεων που ακόμα δοκιμάζουν την κοινωνία. Ατυχώς, διαπλέχτηκε με την λεγόμενη επιχείρηση rebranding του Αλέξη Τσίπρα, γεγονός που σήμανε μια οπισθοδρόμηση της γενικότερης συζήτησης.
Είναι σαφές ότι ο Τσίπρας έχει δρομολογήσει πλέον την επιστροφή αναζητώντας ένα νέο πρωταγωνιστικό ρόλο στη πολιτική ζωή. Ο ίδιος έριξε τον κύβο. Το πιστοποιούν οι μεθοδευμένες διαρροές των (άτυπων; επιλεκτικών; πειραγμένων) «πρακτικών» της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών του 2015. Έτσι και αλλιώς, η εκκρεμότητα της επιστροφής του δεν μπορεί να παραταθεί επί μακρόν γιατί «λικβιντάρει» (διαλύει) τον ΣΥΡΙΖΑ όπως θα τού έλεγαν οι παλαιότεροι σύντροφοι. Ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται ως κόμμα υπό προθεσμία, και η ματαίωση των προσπαθειών των συντρόφων του με τέτοιο τρόπο, θα προκαλέσει άλλο ένα βαθύτερο ψυχολογικό ρήγμα στον ήδη ταλαιπωρημένο κομματικό χώρο. Προφανώς ο Τσίπρας έχει κάθε δικαίωμα να ελπίζει σε μια νέα ευκαιρία, τού το δίνει η ηλικία του, η οικτρή κατάσταση των κομματικών του ΣΥΡΙΖΑ, και η σαφής υπεροχή του έναντι των ηγετικών στελεχών του αντιπολιτευτικού χώρου. Η προσμονή του ίδιου και όσων ποντάρουν σε αυτόν, είναι να ανασυστήσει έναν κεντροαριστερό πόλο δυνάμει εξουσίας. Νόμιμη φιλοδοξία και προσδοκία, η οποία όμως το πιθανότερο είναι να αποδειχτεί μη ρεαλιστική, και να καταλήξει σε μια περαιτέρω περιπλοκή στον αντιπολιτευτικό χώρο με τη σύσταση ενός ακόμα μικρομεσαίου προσωπικού κόμματος.
Ο χειρισμός της ιστορικής αναδρομής στο δημοψήφισμα του 2015 συντείνει σε αυτή την πρόβλεψη. Η όλη προσπάθεια ήταν να γίνει ένα rebranding της «κωλοτούμπας». Το δημοψήφισμα παρουσιάζεται σαν να ήταν προσχεδιασμένη κίνηση για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας – το αποτέλεσμα όπως ξέρουμε ήταν μια ασφυκτική Σύνοδος κορυφής της ΕΕ όπου ο έλληνας πρωθυπουργός, αδύναμος. αφοπλισμένος και απομονωμένος, προσυπογράφει το τρίτο μνημόνιο. Η αντιστροφή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ παρουσιάζεται σαν σύγκλιση όλων των πολιτικών δυνάμεων σε μια νέα «εθνική γραμμή» - στην πραγματικότητα όπως ξέρουμε ήταν η τελεσίδικη αποτυχία της αντιμνημονιακής στρατηγικής ή δημαγωγίας. Εν κατακλείδι, το δημοψήφισμα ήταν η απόληξη ενός εξαμήνου σουρεαλιστικής διαπραγμάτευσης και επιδεινούμενης κυβερνητικής αναποφασιστικότητας. Ο σουρεαλισμός αποδόθηκε εκ των υστέρων στον Βαρουφάκη ο οποίος πράγματι αποτέλεσε την «τρελή μεταβλητή» της περιόδου, δεν ήταν όμως ο αποκλειστικά υπεύθυνος. Άλλωστε ήδη από τον Απρίλιο 2015 παραμερίστηκε καθώς η διαπραγμάτευση ανατέθηκε ανεπισήμως στον Ευ.Τσακαλώτο και ουσιαστικότερα στον Γιώργο Χουλιαράκη. Γιατί δεν έκλεισε η διαπραγμάτευση, γιατί δεν επιτεύχθηκε ο «έντιμος συμβιβασμός» και η Ελλάδα βρέθηκε οικονομικά εξουθενωμένη ήδη από τον Μάιο 2015; Γιατί ο Τσίπρας που τότε ασφαλώς δεν είχε την επάρκεια να αντιληφθεί την κατάσταση έδειξε καταστροφική αναποφασιστικότητα, γιατί ο χώρος ήταν διχασμένος, γιατί ένα μέρος προσέβλεπε στην έξοδο από το ευρώ. Η χώρα έλιωνε στα πόδια της και στο τέλος η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να μεταβιβάσει τη δικής της αμηχανία στην κοινωνία. Η κοινωνία ψήφισε ΟΧΙ που την επομένη έγινε ΝΑΙ. Η Ελλάδα σώθηκε γιατί ο Τσίπρας κατανόησε την άβυσσο που θα έπεφτε και γιατί οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) ανέλαβαν την εθνική ευθύνη που η ιστορική συγκυρία τους φόρτωσε. Αυτή ήταν η ιστορία που οδήγησε στο δημοψήφισμα του 2015 - ούτε στρατηγικές ούτε εθνικές στοχεύσεις, ούτε τωρινά rebranding.
Έκτοτε η κατάσταση άρχισε πράγματι να αλλάζει. «Η κωλοτούμπα ήταν η παράδοξη αφετηρία επανόδου στην «κανονικότητα», ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο παθητικός φορέας αυτής της μετα-αντιμνημονιακής «κανονικότητας» θα αποδειχτεί όμως και το τελικό θύμα της γιατί δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί ο ίδιος. Βαθμιαία η κοινωνική πλειονότητα έπαιρνε άλλο δρόμο. Βάση και αφετηρία αυτής της άλλης δυναμικής στάθηκε ασφαλώς ο κόσμος του 38,7% που είχε επιλέξει το Ναι και είχε κινητοποιηθεί, σχεδόν αυτο-οργανωθεί, υπό τον τίτλο «μένουμε Ευρώπη».» ( Γ. Βούλγαρης, Στην άκρη του γκρεμού, Ελλάδα 2007-2019, σ.279). Η οικτρή εξέλιξη και κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Και είναι περίεργο και τελείως άστοχο πώς ο Τσίπρας, αντί να απαντήσει στο γιατί ο χώρος δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις οπισθοχωρεί σε ένα παρελθόν και με έναν τρόπο που μόνο να χάσει έχει.
Αυτό όμως αφορά τον ίδιο. Εκείνο που έχει ευρύτερη σημασία είναι ότι σήμερα, η σιωπή ή η προπαγανδιστική ωραιοποίηση του αντιμνημονιακού εγχειρήματος, αφήνει αγιάτρευτο και ανοιχτό το βαθύ τραύμα που βίωσε ο κόσμος ο οποίος πίστεψε σε αυτό. Είναι άραγε άσχετη η εικόνα διάλυσης του χώρου και η οικτρή κατάσταση των αντιπολιτεύσεων από το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του δεν επιχείρησαν μια αυτοκριτική ανασκόπηση της πορείας και τη διακυβέρνησής τους; Μήπως τα κομματικά θραύσματα που βλέπουμε να λαθροβιούν σαν προσωπικά μαγαζάκια δεν είναι άλλο από συνειδησιακά και ιδεολογικά θραύσματα που έμειναν ανεπεξέργαστα και ανεξήγητα δεδομένου ότι οι φορείς και οι ηγέτες του χώρου επέλεξαν την παρασιώπηση αντί την αυτοκριτική; Και αυτό το διάχυτο κλίμα ανορθολογισμού που φωλιάζει στην πολιτική μας ζωή δεν σχετίζεται με τις απορίες και τις ματαιώσεις που άφησε η τροχιά του αντιμνημονιακού κινήματος; Και σε ποιόν εκχωρήσαν τον «αναστοχασμό»; Στον Κασσελάκη και στην Κωνσταντοπούλου;
Η απάντηση σε τέτοια ή ανάλογα ερωτήματα δεν είναι αναγκαία μόνο για την ανασυγκρότηση του αντιπολιτευτικού χώρου. Αφορούν την συνολική πολιτική ζωή και την πορεία της χώρας. Γιατί το ερώτημα σε ό,τι αφορά την περίοδο της κρίσης δεν είναι rebranding ή όχι του δημοψηφίσματος και της κωλοτούμπας, αλλά το γιατί η Ελλάδα, μόνη αυτή, έμεινε για δέκα χρόνια σε μνημόνια και γιατί έχασε περίπου το 25% του ΑΕΠ της. Και η απάντηση σε αυτό ανακινεί μείζονα ζητήματα που αφορούν το παρόν – το κοινό μας παρόν. Οι συνέπειες της άμετρης πολιτικής πόλωσης και της εχθροπάθειας. Η μηδαμινή ανθεκτικότητα του ελληνικού μικροκαπιταλισμού έναντι των διεθνών κρίσεων. Ο ιδεολογικός εκτροχιασμός που προέρχεται τόσο από τον αριστερόστροφο λαϊκισμό όσο και από τον δεξιό εθνικισμό. Το κόστος των πελατειακών-συντεχνιακών μεθόδων για την απόσπαση ψήφων και συναίνεσης.
Αυτά τα παλιά γνωστά ερωτηματικά μένουν ανοιχτά και σήμερα, εν μέσω μιας νέας απρόβλεπτης και επικίνδυνης νέας φάσης, όπου η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, όπου η Ευρώπη αναζητά τρόπους να σταθεί στον νέο Κόσμο, και η περιοχή μας βρίσκεται στο επίκεντρο πολέμων και εντάσεων.
Το rebranding της κωλοτούμπας μας έλειπε τώρα;
Πηγή: www.tanea.gr