Πώς θα νικήσουμε τον λαϊκισμό*

Cas Mudde 04 Σεπ 2016

Τα καθιερωμένα κόμματα πρέπει να μάθουν να προσφέρουν πειστικές λύσεις.

 

Ο Cas Mudde με αυτό το κείμενό του επικρίνει  την άποψη ότι οι «κρίσεις» σε διάφορες χώρες έχουν δημιουργήσει τον δεξιό λαϊκισμό και προτείνει ως μόνο τρόπο για την αντιμετώπισή του τη ριζική αλλαγή στην στρατηγική των καθιερωμένων κομμάτων.

Εκείνο που στην πράξη συμβαίνει, υποστηρίζει ο Mudde είναι ότι οι λαϊκιστές της δεξιάς (και στην ελληνική περίπτωση οι λαϊκιστές της αριστεράς) κατακτούν τα μυαλά των ψηφοφόρων, ηγεμονεύοντας στο πεδίο των ιδεών.

Γράφει χαρακτηριστικά:

«Οι λόγοι της υποστήριξης των ψηφοφόρων σε ανθρώπους όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λε Πεν δεν βασίζονται σε αντικειμενικά γεγονότα που αφορούν την οικονομία ή τη μετανάστευση, αλλά στην αντίληψη ότι υπάρχει μια έκτακτη απειλή στην κοινωνική θέση τους. Και ενώ η αίσθηση της κρίσης σχεδόν πάντα ενισχύεται από τους λαϊκιστές ηγέτες, πολύ συχνά προέρχεται από μια αφήγηση των καθιερωμένων μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών (της αντιπολίτευσης)».

Ουσιαστικά ο Mudde καλεί τα συστημικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς να πάψουν να υιοθετούν την ατζέντα των ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων και να προβάλουν τις δικές τους θέσεις, δίνοντας βάρος στις απαράβατες αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Πέτρος Παπασαραντόπουλος

 

Αμέσως μετά το Brexit και την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν την προσοχή τους στους λεγόμενους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης», και προέκυψε έντονη αντιπαράθεση σχετικά με το τι προκαλεί τη δυσαρέσκειά τους και τι πρέπει να κάνουν τα καθιερωμένα κόμματα προκειμένου να τους ξανακερδίσουν.

Μεγάλο μέρος της συζήτησης περιστράφηκε γύρω από το ερώτημα ποιο πρόσφατο γεγονός –η Μεγάλη Ύφεση ή η ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση– τροφοδότησε περισσότερο την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού. Είναι η δυσαρέσκεια κυρίως οικονομική ή βασικά πολιτισμική;

Η απάντηση, βέβαια, είναι ότι κανένα από τα δύο γεγονότα δεν εξηγεί το φαινόμενο, το οποίο εξάλλου προηγείται χρονικά και των δύο. Το 1999, το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας (FPO)[1] έλαβε σχεδόν 30 τοις εκατό της εθνικής ψήφου. Και ο Ζαν-Μαρί Λε Πεν, ο Γάλλος πρωτοπόρος της ξενοφοβίας, κατάφερε να φτάσει στις επαναληπτικές προεδρικές εκλογές το 2002. Οι πρόσφατες «κρίσεις» ενδεχομένως έχουν παίξει κάποιον ρόλο, αλλά στην καλύτερη περίπτωση είναι καταλύτες, όχι αιτίες του φαινομένου.

Προκύπτει ότι ο δεξιός λαϊκισμός ευδοκιμεί όταν οι ηγέτες του καταφέρνουν να αναμείξουν και τους δύο τύπους δυσαρέσκειας –πολιτισμική και οικονομική– προκειμένου να δημιουργήσουν την αίσθηση της κρίσης. Μόνο όταν η κοινωνικοοικονομική απογοήτευση συνδέεται με πολιτισμικές ανησυχίες, όπως η μετανάστευση και η ολοκλήρωση, οι δεξιοί λαϊκιστές ξεχωρίζουν από άλλους επικριτές της οικονομίας.

Ομολογουμένως, ελάχιστοι άνθρωποι που είναι αισιόδοξοι για την οικονομία υποστηρίζουν τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα. Όμως, αν το βασικό πρόβλημα αυτών που «έμειναν πίσω» ήταν πραγματικά μόνο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τότε θα μπορούσαν εξίσου να επιλέξουν την αριστερή αντί της δεξιάς πτέρυγας – τον πρώην υποψήφιο για την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος Μπέρνι Σάντερς αντί για τον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή το Αριστερό Μέτωπο έναντι του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία. Εξάλλου, η ριζοσπαστική Δεξιά επικρίνει τις φερόμενες υπερβολές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά μόνο η ριζοσπαστική Αριστερά προσφέρει μια δομημένη κριτική και εναλλακτική σε αυτήν.

Οι λόγοι της υποστήριξης των ψηφοφόρων σε ανθρώπους όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λε Πεν δεν βασίζονται σε αντικειμενικά γεγονότα που αφορούν την οικονομία ή τη μετανάστευση, αλλά στην αντίληψη ότι υπάρχει μια έκτακτη απειλή στην κοινωνική θέση τους. Και ενώ η αίσθηση της κρίσης σχεδόν πάντα ενισχύεται από τους λαϊκιστές ηγέτες, πολύ συχνά προέρχεται από μια αφήγηση των καθιερωμένων μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών (της αντιπολίτευσης). Αυτό που οι περισσότεροι ψηφοφόροι ψάχνουν στους πολιτικούς είναι η ικανότητα και ο έλεγχος. Για δεκαετίες, αυτό το πρόσφεραν οι καθιερωμένοι πολιτικοί. Όμως  τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, αυτό άλλαξε.

Οι καθιερωμένοι πολιτικοί ολοένα και περισσότερο έδιναν έμφαση στα όρια της ικανότητάς τους, αποδίδοντας την ευθύνη για τα πιο πιεστικά προβλήματα στους τεχνοκράτες, όπως τους κεντρικούς τραπεζίτες και τους δικαστές. Και ξεκίνησαν να υπερασπίζονται μη δημοφιλείς πολιτικές κατηγορώντας τη φερόμενη ως ασταμάτητη παγκοσμιοποίηση και υποστηρίζοντας ότι «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (“There Is No Alternative” – TINA).

Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να λειτουργήσει σε περιόδους σχετικής σταθερότητας και κέρδους (τις δεκαετίες του 1980 και 1990), αλλά όταν πρέπει να σφίξει το ζωνάρι, αποδείχτηκε ότι είναι πολύ λιγότερο ικανοποιητική. Αυτή την οικονομική ανησυχία είναι που οι λαϊκιστές κατάφεραν να εκμεταλλευτούν. Οι ψηφοφόροι από τους οποίους ζητείται να κάνουν θυσίες –ακόμα και μέτριες– θέλουν να ξέρουν ότι αυτές οι θυσίες θα κάνουν κάποια διαφορά. Αν οι καθιερωμένοι πολιτικοί σηκώσουν ψηλά τα χέρια, οι ψηφοφόροι είτε δεν θα ξαναψηφίσουν (αποχή) ή θα ψάξουν να βρουν πολιτικούς που ισχυρίζονται ότι υπάρχει εναλλακτική.

Αυτός είναι ο λόγος που η προσέγγιση που υιοθέτησαν τα περισσότερα καθιερωμένα κόμματα είναι πιθανό να αποτύχει. Αν και όταν η οικονομία βελτιωθεί και οι προσφυγικές ροές μειωθούν, οι υποστηρικτές των δεξιών λαϊκιστών δεν θα το αποδώσουν σε εκείνους που δεν έκαναν τίποτα περιμένοντας να βελτιωθούν τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, είναι πιο πιθανό να πιστώσουν τη βελτίωση στους λαϊκιστές επειδή πίεσαν τα καθιερωμένα κόμματα να υιοθετήσουν τις απόψεις και τις πολιτικές τους.

Προκειμένου τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα να ξανακερδίσουν τους ψηφοφόρους, θα πρέπει να σταματήσουν απλώς να αντιδρούν στις αναλύσεις και τις λύσεις που προσφέρουν οι δεξιοί λαϊκιστές, και να ξαναπάρουν την πρωτοβουλία στον δημόσιο διάλογο. Αυτό απαιτεί πιο ελκυστικές και πειστικές ιδεολογικές λύσεις στα προβλήματα που θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι.

Αυτές οι ιδεολογικές εναλλακτικές θα πρέπει να είναι σύγχρονες· δεν μπορούν απλώς να θυμίζουν τις πολιτικές των μέσων του 20ού αιώνα. Και πρέπει να είναι ρεαλιστικές, να βασίζονται στους δομικούς περιορισμούς του σήμερα. Ιδανικά, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες θα προσφέρουν ανταγωνιστικές εναλλακτικές, δίνοντας παράλληλα έμφαση στην κοινή στήριξή τους στις απαράβατες αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μόνο τότε οι λεγόμενοι «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» θα μπορέσουν να αισθανθούν ότι μπορεί να κερδίσουν και πάλι.

 

 

* Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά δημοσιεύτηκε στις 25 Αυγούστου  2016 στο Politico, http://www.politico.eu/article/how-to-beat-populism-donald-trump-brexit-refugee-crisis-le-pen/

 

[1] Περισσότερα στο https://www.theguardian.com/world/2016/jun/08/austrias-far-right-freedom-party-challenges-presidential-election-reults