Για το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη

Σίμος Ανδρονίδης 28 Ιουλ 2023

Πριν από λίγες ημέρες, κατά την διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, έλαβε χώρα η συνάντηση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

 Ίσως η σημαντικότερη εξέλιξη που εν προκειμένω προέκυψε από την συνάντηση μεταξύ των δύο πολιτικών ηγετών, να είναι η αναφορά του πρωθυπουργού στο ενδεχόμενο από κοινού προσφυγής των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου οι εκεί δικαστές να καταλήξουν σε μία οριστική ή τελεσίδικη απόφαση επί του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Αν και απέχουμε ακόμη αρκετά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο (πέραν αυτού, δεν μπορεί να θεωρηθεί και βέβαιη η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης), η αναφορά του πρωθυπουργού μπορεί να θέσει τις βάσεις ώστε να εκκινήσει ένα ψύχραιμος και ουσιαστικός διάλογος εντός του Κοινοβουλίου αρχικά, μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, σχετικά με την Χάγη και τι σημαίνει μία ενδεχόμενη προσφυγή, καθόσον μάλιστα το ιστορικό των αποφάσεων που έχουν λάβει οι δικαστές, δείχνει πως αυτοί κινούνται και λαμβάνουν αποφάσεις με βάση την περιώνυμη ή αλλιώς, την περίφημη «αρχή της ευθυδικίας».

Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, Αλέξη Ηρακλείδη που συγκαταλέγεται μεταξύ των Ελλήνων διεθνολόγων που έχουν καταπιαστεί επισταμένως με το ‘πνεύμα’ των αποφάσεων που έχουν λάβει οι δικαστές στη Χάγη, «η ευθυδικία ή αρχή της ευθυδικίας, εμφανίζεται κατά βάση με δύο εκδοχές στο διεθνές δίκαιο και στη διεθνή νομολογία: την πιο ευρεία έννοια, που ισοδυναμεί με τις αρχές της δικαιοσύνης για να προκύψει ένα δίκαιο αποτέλεσμα∙ και την πιο στενή έννοια, ως αρχή της επιείκειας, γνωστή ως ex aequo et bono (το ορθόν και το ίσον)».[1]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αποφάσεις που στηρίζονται σε ενδελεχή μελέτη όλων των διαθέσιμων δεδομένων (οι δικαστές και πολύ ορθά, δεν θα δώσουν ουδεμία έμφαση σε απλοϊκούς και συγκινησιακούς οδυρμούς διαφόρων πολιτικών παραγόντων που θα τονίζουν θεατρικά πως η ‘Ελλάδα είναι μονίμως το θύμα και σέρνεται στη Χάγη ως ‘πρόβατο που πάει για σφαγή’), και των γεωγραφικών, καταλήγουν σε απολύτως απαραίτητους συμβιβασμούς, οι οποίοι εάν αξιοποιηθούν σωστά, μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για την οικοδόμηση βιώσιμων και ειρηνικών διμερών σχέσεων.

 Κάτι τέτοιο αποδεικνύει και η ίδια η ιστορία άλλωστε, καθότι, καμία εκ των χωρών που προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, μετά την έκδοση της απόφασης, δεν κήρυξε τον πόλεμο κατά της γειτονικής της χώρας, θεωρώντας πως ‘αδικείται προδήλως από την δικαστική απόφαση και το περιεχόμενο αυτής.’

Αντιθέτως, οι ισορροπημένες και συμβιβαστικές δικαστικές αποφάσεις, απορρόφησαν την όποια ένταση θα μπορούσε να προκύψει (βλέπε Τυνησία και Λιβύη), κατέστησαν ‘κτήμα’ του πολιτικού προσωπικού αυτών των χωρών (Δανία και Νορβηγία), ήραν μία σημαντική διαφορά, κάτι που επέτρεψε στις χώρες να επενδύσουν στρατηγικούς πόρους, όντας πια ‘απελευθερωμένες,’ στην οικοδόμηση βιώσιμων διμερών σχέσεων και στην εμβάθυνση αυτών, όπως συνέβη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά το 1984.

Η μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης[2] οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στον κόλπο του Maine, συνέβαλλε κατά πολύ στην εμβάθυνση της διμερούς συνεργασίας, εν καιρώ Ψυχρού Πολέμου, στο εγκάρσιο σημείο όπου οι δύο χώρες απέφυγαν στο εξής την οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα. Και γιατί το έκαναν; Διότι αυτό (ας την προσέξουμε αυτή την παράμετρο), θεωρήθηκε λήξαν οριστικά.[3]

Από τον πρωθυπουργό, που αποδεικνύει για άλλη μία φορά, πως βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό της χώρας,[4] αναμένουμε την διαμόρφωση μίας ολιστικής στρατηγικής ως προς το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη που θα αποσκοπεί στην καλύτερη δυνατή προετοιμασία ή διαπαιδαγώγηση των πολιτών πάνω στο ενδεχόμενο οριστικής διευθέτησης μέσω δικαστικού συμβιβασμού.

 Και η εφαρμογή μίας τέτοιας στρατηγικής μπορεί να ξεκινήσει από τις διαρκείς επικλήσεις του σημαίνοντος ‘Χάγη,’ ώστε αυτή να επιβληθεί στην εγκαθιδρυθεί στη δημόσια σφαίρα ως ‘απτή πραγματικότητα’ (όλες οι εφεδρείες της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να αξιοποιηθούν και κυρίως η Ντόρα Μπακογιάννη) και να είναι πολύ δύσκολο εν συνεχεία να εξοβελιστεί χάριν δύο, τριών και τεσσάρων φωνασκούντων για ‘όλα’, από την προσπάθεια διαμόρφωσης μίας νέας θετικής κουλτούρας συνεργασίας (ο ‘γείτονας είναι γείτονας’), κάτι που έχει αντιληφθεί η Τουρκική πλευρά και μάλιστα πολύ καλά,[5] από την άμεση και ενεργητική εμπλοκή σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης στερεοτυπικών και μανιχαϊκών προσεγγίσεων.

Όμως, μέχρι να φθάσουμε (εδώ ελλοχεύει και το ‘αν’ ) σε αυτό το σημείο, έχουμε καιρό. Μετά τις προκαταρκτικές συζητήσεις στο Βίλνιους μεταξύ δύο ηγετών που έχουν συναίσθηση του που βρίσκονται, ένα βασικό ζητούμενο για την ελληνική πλευρά, είναι να επενδύσει εκ νέου στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της Τελωνειακής Ένωση[6]ς μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας, ζήτημα που βάλτωσε εξαιτίας της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία και της Τουρκικής εστίασης στον άξονα Ηνωμένες Πολιτείες-ΝΑΤΟ-Ρωσία.

Η οργανωμένη και όχι άτακτη επιστροφή στις παραμελημένες ‘ράγες’ του εξευρωπαϊσμού των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων,[7] θα μπορούσε να προσφέρει βάθος και προοπτική, αμοιβαία εμπιστοσύνη, άμβλυνση της ‘δηλητηριώδους’ εχθροπάθειας ή μνησικακίας που κυρίως διακατείχε και διακατείχε την ελληνική πλευρά.

Δεν ήσαν λίγες οι φορές που στο πρόσφατο παρελθόν, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, χαίρονταν ανοιχτά για τις ‘αποτυχίες’ της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην Συρία, στο Ιράκ και αλλού. Μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να καταστεί μοντέλο «επίλυσης»[8] των διαφορών για να παραφράσουμε ελαφριά τον  ερευνητή Emmanuel Comte. Επιστρέφοντας στα της Χάγης, δεν θα διστάσουμε να στραφούμε στην ανάλυση του καθηγητή Ιστορίας Δημήτρη Σωτηρόπουλο, ο οποίος, αναφερόμενος στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού θα υπογραμμίσει πως «από τη μία θα έχουμε τη βενιζελική παράταξη με ένα τολμηρό αλλά και ρεαλιστικό αλυτρωτικό σχέδιο που είχε τη στήριξη των Συμμάχων, και που επιπλέον συνοδευόταν από τον αστικό εκσυγχρονισμό στο εσωτερικό του κράτους. Και από την άλλη, την «μικρά αλλά έντιμο» Ελλάδα».[9]

Μία δρομολόγηση των διαδικασιών για την προσφυγή στη Χάγη, οφείλει να συνυπάρξει με την εφαρμογή ενός εκτεταμένου σχεδίου εκσυγχρονισμού της χώρας, ή αλλιώς, με ό,τι ο ίδιος ο πρωθυπουργός ονόμασε ‘πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό.’ Σίγουρα όμως, απαιτείται πολλή δουλειά έως ότου οι δύο χώρες καταφέρουν να φθάσουν στη Χάγη.

 

[1] Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Άσπονδοι γείτονες. Ελλάδα-Τουρκία: Η διένεξη του Αιγαίου,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2007, σελ. 254. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, έχει να αντιπαλέψει, στην προσπάθεια του να αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφυγής, δια της υπογραφής συνυποσχετικού, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μία σειρά αρνησίκυρων δρώντων ή αλλιώς ‘παικτών’, όπως είναι τα κόμματα της αντιπολίτευσης που συνασπισμένα σε ομάδες και ορμώμενα από διαφορετικές αφετηρίες θα επαναλαμβάνουν μονότονα το ό,τι ‘η ελληνική πλευρά προβαίνει σε ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις’, το ό,τι ‘προσφυγή στη Χάγη σημαίνει εκ των προτέρων ήττα για τα ελληνικά δίκαια και συμφέροντα,’ στελέχη και ομάδες εντός της Νέας Δημοκρατίας που από την εποχή του Κώστα Καραμανλή ακόμη ομνύουν στο ‘όλα ή τίποτα’ στα ελληνο-τουρκικά, στο δόγμα ‘καλύτερα η ακινησία γιατί εάν κινηθούμε κινδυνεύουμε να χάσουμε αυτά που έχουμε,’ φωνές εντός κοινωνίας που θα αντιδρούν εντόνως σε αυτό το ενδεχόμενο  επικαλούμενες το ‘ηττοπαθές’ έως ‘προδοτικό’ πνεύμα της ‘Συμφωνίας των Πρεσπών.’ Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο συγκρότησης συμμαχιών μεταξύ κομμάτων, πολιτών και διαφόρων φορέων (οι πολιτικοί επίγονοι του Μίκη Θεοδωράκη είναι έτοιμοι να ‘σηκώσουν τα λάβαρα της Ρωμιοσύνης’ ξανά)  με στόχο ή αλλιώς, με διακύβευμα την εκ των προτέρων παύση οποιασδήποτε συζήτησης περί προσφυγής στη Χάγη. Ήδη η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκη Κασιμάτη, με ένα αυστηρό ύφος, με τον λαϊκισμό αυτού ‘που γνωρίζει τα πάντα εκ των έσω και έχει διαίσθηση του τι θα συμβεί,’ με προφίλ ‘Τουρκοφάγου,’  λαμβάνει ‘θέση μάχης.’

[2] Τυχόν συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, εξέλιξη που θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά και ζητήματα όπως η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, ζήτημα που ούτε ήσαν ούτε και είναι στενά ελληνικού ενδιαφέροντος, θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την υπογραφή μίας «Συνθήκης», κατά τον Taylor, ειρήνης, κατά τα πρότυπα της Λωζάνης, ακόμη και αν δεν έχουμε εδώ διευθέτηση εδαφικών διαφορών. Αυτό όμως που πρέπει να συμβεί σε μία τέτοια περίπτωση (εάν τελικά συμβεί), είναι η ενσωμάτωση της οριοθέτησης στην έννομη τάξη των δύο χωρών με τρόπο ρητό και κατηγορηματικό: ‘Το θέμα έκλεισε και καμία εκ των δύο χωρών δεν δικαιούται να το ανοίξει ξανά.’ Βλέπε σχετικά, Taylor, P., ‘The United Nations in the 1990s: Proactive cosmopolitanism and the issue of sovereignty,’ Political Studies, 47, No. 3, 1999, σελ. 560.

[3] Για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων σχετικών με την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, βλέπε και, Τζημητράς, Χάρης., ‘Η υφαλοκρηπίδα των νησιών στη διεθνή νομολογία,’ Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 1997. Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν λαμβάνει χώρα ‘ελαφρά τη καρδία,’ και δεν γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού. Στο αρχικό της στάδιο απαιτεί συγκράτηση των όποιων φυγόκεντρων τάσεων μπορεί να προκύψουν, ενώ στο ύστερο την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε αυτήν: Απλά αφήνεις τους δικαστές να καταλήξουν στην απόφαση τους.

[4] Από έναν πολιτικό ηγέτη που ‘σήκωσε στο πόδι’ το Κογκρέσο, που κατέστησε τους Γερουσιαστές και τους βουλευτές των Ηνωμένων Πολιτών, κοινωνούς του δικού του οράματος για την ‘Ελλάδα του 2030,’  υπάρχουν και δικαιολογημένα, πολλές απαιτήσεις. Και ήδη ο πρωθυπουργός γνωρίζει πολύ καλύτερα από τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς πως η επίτευξη συμβιβασμών που ως ο όρος λοιδορείται και ‘δαιμονοποιείται’ από τώρα,  συνιστά μείζονα προϋπόθεση για την επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών.

[5] Βλέπε και, ‘ «Να εκπαιδεύσουμε την κοινή γνώμη στον θετικό διάλογο,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 16/07/2023, σελ. Α4. Για μία εμπεριστατωμένη νομικοπολιτική προσέγγιση της Χάγης από έναν βαθύ γνώστη της ιστορικής εξέλιξης των σχέσεων των δύο χωρών, του περιεχομένου του Διεθνούς Δικαίου, των λεπτών διεθνοπολιτικών συσχετισμών και του πως αυτοί αλλάζουν εκούσια και ακούσια, βλέπε και, Λιάκουρας, Πέτρος, ‘Ο οδικός χάρτης της Χάγης….ό.π., σελ. Α8.  

[6] Σαφώς, η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επιδείνωση που έλαβε χώρα ποικιλοτρόπως και επηρέασε αρνητικά και τις προσωπικές σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αποτέλεσε κύριο προσδιοριστικό παράγοντα για την αξιοποίηση του καθεστώτος της Τελωνειακής Ένωσης ως ‘εργαλείου’ βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών.

[7] Μένει να φανεί εάν η έννοια του ‘πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού’ που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής, κατά την διάρκεια ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης θα επεκταθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμπεριλάβει εντός του και τα πολύ σημαντικά επιτεύγματα της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, νοηματοδοτώντας τα εκ νέου και με θετικό τρόπο, με διακύβευμα την θέσπιση συγκεκριμένων χρονικών δεσμεύσεων και δικλείδων ασφαλείας (όπως και τότε) για την υπέρβαση των όποιων εμποδίων προκύψουν λόγω αλλαγών του πολιτικού κύκλου, υπέρμετρων πολιτικών φιλοδοξιών, έκτακτων γεω-πολιτικών συνθηκών, κατίσχυσης συγκεκριμένων πολιτικών ιδεολογιών. Δεν έχουμε κατά νου άλλη κυβέρνηση που να πέταξε στον ‘κάλαθο των αχρήστων’ και με τέτοια απάθεια ως εάν να επρόκειτο τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας-Ελβετίας, τα κεκτημένα της κυβέρνησης Σημίτη και τις κατευθυντήριες γραμμές που αυτή χάραξε, από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή (στην Βαλκανική-Ανατολίτικη εσωστρέφεια του Κώστα Καραμανλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά με τον Δυτικότροπο, τον πάντα Δυτικότροπο κοσμοπολιτισμό του), η οποία επέκτεινε το λάθος, με την υποστήριξη πολιτικών δυνάμεων όπως το ΚΚΕ, ώστε αυτό να καταστεί ‘ασύγγνωστο’: Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν υποστήριξε το Σχέδιο Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

[8] Βλέπε σχετικά, Comte, Emmanuel, ‘Μια επανεξέταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων,’ Φάκελος ‘100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 15-16/07/2023, σελ. 28. Για το Βίλνιους ως προπομπός εγκαθίδρυσης κανονικών και ισορροπημένων διμερών σχέσεων, βλέπε και, Ροζάκης, Χρήστος, ‘Το Βίλνιους ως το Νέο Ελσίνκι…ό.π., σελ. 52. Αλήθεια, πολλές φορές αρκετοί ξεχνούν το πόσο ωφελήθηκε η Ελλάδα από την Δυτική στροφή (η έλλειψη συγκρουσιακού-πολεμικού κλίματος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων) που είχε επιχειρήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ την δεκαετία του 1920, μετά την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας, και το πως αυτή η στροφή έθεσε τις βάσεις για την διπλωματική προσέγγιση Βενιζέλου-Κεμάλ που από ανταγωνιστικό δίδυμο κατέστησαν συμπληρωματικό, περιφερειακό δίδυμο, και Ελλάδας-Τουρκίας. Η Ευρωπαϊκή-Δυτική Τουρκία οφείλει να καταστεί κεντρικός στρατηγικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

[9] Βλέπε σχετικά, Σωτηρόπουλος, Δημήτρης, ‘Η μακρά κρίση εκδημοκρατισμού και η βαριά κληρονομιά του Μεσοπολέμου…ό.π., σελ. 44. Για τον πολιτικό επιστήμονα Ηρακλή Μήλλα, έχουν καταστεί κοινότοπες οι συχνές αναφορές στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Βλέπε και, Μήλλας, Ηρακλής., ‘Η πορεία προς τη Χάγη ως ένα ταξίδι προς μια Ιθάκη,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 22/07/2023. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να εξετάζουμε το πως το ενδεχόμενο προσφυγής μπορεί να επηρεάσει στο εγγύς μέλλον την εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.