Η συνεχιζόμενη τραγωδία και τα εγκλήματα πολέμου στη Γάζα έχουν ενεργοποιήσει τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά κάθε δημοκρατικού πολίτη, που δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά στα ασύμμετρα αντίποινα του Ισραήλ, καθώς και στις υπερβάσεις της «αναλογικότητας», η οποία πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και στο «δίκαιο του πολέμου». Στην Ελλάδα, ωστόσο, ένας τυχοδιωκτικός ακτιβισμός έχει, εδώ και καιρό, οδηγήσει σε μια σκόπιμη σύγχυση των αναλυτικών κατηγοριών με τις οποίες δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τους όρους ενός δημόσιου, έστω και αντιπαραθετικού, διαλόγου. Ήδη, η καταχρηστική γενίκευση του όρου «γενοκτονία» δεν απομειώνει μόνο την ηθική μοναδικότητα της Shoah αλλά δημιουργεί μια παραπλανητική συσκότιση γύρω από τα πραγματικά γεγονότα. Και μόνο ο ανατριχιαστικός όρος «Σιω-Ναζί» συνιστά μια προσβλητική παραχάραξη της ιστορικής μνήμης, που θα μείνει στα πιο σκοτεινά ράφια του αντιδραστικού «αναθεωρητισμού», στον 21ο αιώνα.
Ας δούμε, όμως, μερικά σημεία αυτής της σημασιολογικής «διολίσθησης» των εννοιών από κοντά. Στις 7 Οκτωβρίου 2023 το Ισραήλ δεν δέχτηκε μια επίθεση από κάποιες δυνάμεις της Παλαιστινιακής «αντίστασης» αλλά δέχτηκε ένα τυφλό δολοφονικό χτύπημα με θύματα χιλιάδες πολίτες και εκατοντάδες ομήρους, από μια τρομοκρατική οργάνωση (Hamas). Επειδή, φαντάζομαι, δεν υπάρχει καμία νομιμοποιητική βάση σε οποιαδήποτε τρομοκρατική ενέργεια (απρόκλητη και εφοβιστική βία κατά ανυποψίαστων πολιτών), καταλαβαίνουμε πως το Ισραήλ βρέθηκε σε νόμιμη άμυνα, εξαπολύοντας, πράγματι, μια σαρωτική επίθεση όχι μόνο εναντίον της Χαμάς αλλά και εναντίον όλων όσων, διακηρυγμένα, αρνούνται την κρατική υπόστασή του. Προφανώς, αυτός ο πόλεμος, όπως κάθε μακροχρόνιος πόλεμος, ξεπέρασε γρήγορα τα ανθρωπολογικά όριά του. Εκτός από τους αμιγώς πολιτικούς στόχους, η κυβέρνηση του ακροδεξιού Νετανιάχου επέλεξε να χρησιμοποιήσει ακραία μέσα: θάνατος αμάχων, επισιτιστική κρίση, παρεμπόδιση διεθνών φορέων και οργανισμών, προκειμένου να περιθάλψουν τα θύματα στη Γάζα.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Ισραηλινού πρωθυπουργού, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για «εγκλήματα πολέμου». Σε λίγο καιρό, μάλιστα, πρόκειται να εκδικαστεί και από το Διεθνές Δικαστήριο (International Court of Justice-ICJ) η διάπραξη ή μη από το Ισραήλ «γενοκτονίας» κατά των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, οι ενστάσεις θα διαρκέσουν μήνες ή και χρόνια, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Ισραήλ τέλεσε «με πρόθεση» μια γενοκτονία (με εθνικά, φυλετικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά ολοκληρωτικής εξόντωσης ενός πληθυσμού) ή αν αμύνθηκε απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς, που, με κάθε ευκαιρία, ακυρώνουν δημόσια και έμπρακτα την ύπαρξή του. Σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί σε αυτή την υπόθεση θα είναι το αν και κατά πόσο το Ισραήλ παρέχει ίσα δικαιώματα στους πολίτες με Αραβο-Ιρσαηλινή ιθαγένεια στο κράτος του, και αν η ίδια δημοκρατική ισονομία ισχύει και για όσα κράτη ή ομάδες εύχονται και προετοιμάζουν συστηματικά τον αφανισμό του.
Προφανώς, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε εκ των προτέρων το κύρος όλων αυτών των θεσμών αλλά, σίγουρα, μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ευκολία με την οποία οι δήθεν «εκπρόσωποι» της διεθνούς νομιμότητας στην Ελλάδα έσπευσαν να βγάλουν πρόωρα τις δικές τους οριστικές αποφάσεις. Τον τελευταίο καιρό, από την Κέρκυρα έως τη Λάρισα και από την Σύρο έως την Κρήτη, μια σειρά από ακτιβιστικές ενέργειες αυτόκλητων «φιλοπαλαιστινιακών» ομάδων προβαίνουν σε πράξεις ωμού αντισημιτισμού, προφασιζόμενες πως μετέχουν στη «νέα διεθνή» της BDS (Boycott, Divestment, and Sanctions) καμπάνιας · μιας καμπάνιας, δηλαδή, που κάνει ό,τι μπορεί για να πλήξει τον οικονομικό, επιστημονικό και πολιτικό διάλογο μεταξύ των υπαρκτών ειρηνιστικών κινημάτων, στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη. Τα κηρύγματα μίσους για μια παγκόσμια Ιντιφάντα απέναντι στο Ισραήλ (Globalize the Intifada) δεν συνιστούν απλώς ένα εμπόδιο σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία αλλά είναι μια ακόμη ένδειξη για τη «νέα εβραιοφοβία» των ημερών μας, όπως την έχει περιγράψει έγκαιρα ο Αντρέ Ταγκίεφ.[1]
Με τον όρο «νέα εβραιοφοβία» αναφέρομαι σε ένα ιδεολογικό και πολιτισμικό μόρφωμα που υπερβαίνει τις παλαιότερες αναλυτικές κατηγορίες του αντισημιτισμού (και τις συνακόλουθες φυλετικές αντιλήψεις που απέρρεαν από αυτόν), επηρεάζοντας την ίδια τη συγκρότηση του πολιτικού λόγου είτε μέσω του εξισλαμισμού του αντιεβραϊκού μίσους είτε μέσω της παγκοσμιοποιημένης απέχθειας για τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Με άλλα λόγια, οι παλαιότερες κοινότοπες αναπαραστάσεις μισαλλοδοξίας που εκκινούσαν από τις παραδοσιακές επαναληπτικότητες του αντισημιτισμού εξελίσσονται σήμερα σε νέες ρατσιστικές κινητοποιήσεις, εθνικιστικές αναδιπλώσεις και ταυτοτικούς λαϊκισμούς, που έχουν υιοθετήσει μια ρευστή «αντιεβραϊκή βουλγκάτα», κυρίως δομημένη γύρω από συνωμοσιολογικά θέματα : «Κατηγορούμενοι ότι μονοπωλούν καταχρηστικά το status του θύματος και ότι, σε συσχέτιση με αυτό, συσκοτίζουν την ύπαρξη άλλων ομάδων που αποτελούνται από αυθεντικά θύματα, οι εβραίοι κατασκευάζονται ως λαός-δήμιος, που ναζιστοποιείται ασύστολα, και συγκεντρώνεται πάνω του η εχθρότητα».[2]
Όπως παρατηρούσε παλαιότερα σε σχετικό άρθρο του ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, «ο στόχος πλέον δεν είναι οι Εβραίοι ως “Σημίτες”, όπως ήταν στην περίπτωση του ναζιστικού φυλετικού αντισημιτισμού. Ο τελευταίος ήταν η φυλετιστική περίοδος της εβραιοφοβίας, ενώ η “μετα-αντι-σημιτική” της περίοδος, αυτή που διανύουμε σήμερα, χαρακτηρίζεται από τις περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες προσπάθειες, συνειδητές ή και ασυνείδητες, απονομιμοποίησης του Ισραήλ, ρατσιστικοποίησης/ναζιστικοποίησης του “σιωνισμού”»,[3] μέσα από τη σχετικοποίηση της γενοκτονίας των Εβραίων και τον στιγματισμού του Ισραήλ ως κράτους-apartheid. Αν με την έννοια apartheid, εννοούμε τον καταπιεστικό φυλετικό διαχωρισμό στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, τότε μάλλον ο ατυχής παραλληλισμός δεν λαμβάνει υπόψη του πως το προστατευτικό τείχος των συνόρων χτίστηκε για μειώσει σημαντικά τις εξωτερικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Όπως και έγινε · προς δυσαρέσκεια της παλαιστινιακής «αντίστασης».
Αυτή η νέα «ρευστή εβραιοφοβία» έχει πλανητική και διαδικτυακή διάδοση, ενώ ένα κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι δίπλα στον παλαιό «ιερό πόλεμο» που είχε κηρύξει το ριζοσπαστικό Ισλάμ στο Ισραήλ (αλλά και στη Δύση) έχει προστεθεί πλέον και η αριστερή αντίδραση απέναντι στην Τραμπική Ακροδεξιά και στους συμμάχους της (βλ. Νετανιάχου). Στην περίπτωση αυτή, που συνήθως διαχωρίζει τον «αντισιωνισμό» από τον αντισημιτισμό, το Ισραήλ δεν εμφανίζεται ως ένα αυτόνομο κράτος με δικαιώματα αλλά ως ένα μόρφωμα ρατσισμού, ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας, με ψευδοΐστορικά επιχειρήματα που προβάλλουν τη θλιβερή «μετάλλαξη» των Εβραίων από θύματα σε θύτες, προκειμένου να τονιστεί η γενετικά «εγκληματική φύση» των Εβραίων. Ειδικότερα, για εκείνο το κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς που έχει προσχωρήσει σε αυτή την κυνική, αθροιστική και συμψηφιστική λογική, η στάση αυτή προδιαγράφει ήδη την πλήρη παραίτησή του από μια έλλογη διαχείρισή του προβλήματος, με καταστροφικές συνέπειες · ακόμη και για τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
Για τους υπόλοιπους πολίτες, ωστόσο, που δεν θέλουν να δουν τη Γάζα να γίνεται μια «μη κατοικήσιμη χώρα», όπως διακηρύσσουν οι πολεμοχαρείς στρατηγοί του Νετανιάχου, προέχει η άμεση έναρξη των ειρηνευτικών διαδικασιών και η διεθνής διπλωματική πίεση για μια λύση «δύο κρατών». Στην παρούσα φάση, κανείς δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος. Αλλά και κανείς δεν θέλει να παραδώσει αυτή την τόσο σοβαρή υπόθεση στις ενδυματολογικές επιλογές της κ. Μποφίλιου ούτε στα θερινά Τάγματα Εφόδου του Ρουβίκωνα. Γιατί όπως έλεγε ο Ζαν Πολ Σαρτρ στο περίφημο βιβλίο του για το «Εβραϊκό ζήτημα»,[4] τα κίνητρα του αντισημίτη είναι πάντοτε τα κίνητρα ενός κάλπικου ήρωα και κυρίως τα κίνητρα ενός κάλπικου τιμωρού.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου
είναι Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Πατρών
[1] Andre-Pierre Taguieff / Alain Finkelkraut, H νέα Εβραιοφοβία. Σκέψεις γύρω από τον επερχόμενο αντισημιτισμό, μτφρ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Πόλις, Αθήνα, 2005.
[4] Ζαν Πωλ Σαρτρ, Στοχασμοί για το Εβραϊκό ζήτημα, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, Εστία, Αθήνα, 2009.