O-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 16 Νοε 2016

Θα τον διαδεχθεί ο Τραμπ. Κι ο ίδιος είναι αυτές τις μέρες στην Ελλάδα. Λόγος παραπάνω να στραφούμε σ’ αυτόν.

  1. Η διάσωση της οικονομίας. 

Η πτώχευση της Λίμαν Μπράδερς –η κρίσιμη σταγόνα που έκανε το ποτήρι της χρηματοπιστωτικής κρίσης να ξεχειλίσει, ή την ανθρωπότητα να καταλάβει ότι είχε ξεχειλίσει- οριστικοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2008, λιγότερο από δύο μήνες πριν από την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα και κάτι παραπάνω από τέσσερεις πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του.  Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ όχι μόνο κληρονόμησε την κρίση αλλά και ήταν αναγκασμένος να δράσει επειγόντως και αποφασιστικά. Από τη δύναμη των πραγμάτων, αυτή επρόκειτο να είναι η πρώτη δοκιμασία του κι εκεί να κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, η αξιοπιστία του.

Ήδη στην εναρκτήρια ομιλία του ως Προέδρου, στις 20 Ιανουαρίου 2009, ο Ομπάμα είχε θέσει τους θεμέλιους λίθους της οικονομικής φιλοσοφίας του: «Το ερώτημα δεν είναι αν η κυβέρνηση είναι αρκετά παρεμβατική ή όχι … αλλά είναι αρκούντως αποτελεσματική. Το ερώτημα δεν είναι επίσης αν η Αγορά είναι μια δύναμη για το καλό… Όμως η κρίση μας θύμισε ότι αν δεν προσέξουμε, η Αγορά μπορεί να γίνει ανέλεγκτη. Η οικονομική επιτυχία μας δεν εξαρτάται μόνο από το ΑΕΠ, αλλά και από την εξάπλωση της ευημερίας, της δυνατότητας να προσφέρουμε ευκαιρίες σε όλους».

Μέσα στην σοβούσα κρίση, λοιπόν, η νέα αμερικανική ηγεσία είχε συνείδηση και φιλοδοξία να διασώσει μέσω του κράτους (αποτελεσματικότητα) και να εξισορροπήσει τον προσπορισμό των κερδών από ό,τι θα διασωζόταν (δικαιότερη αναδιανομή). Σε πιο πρακτικό επίπεδο, η κυβερνητική ομάδα του Ομπάμα για την οικονομία –με κύριους πρωταγωνιστές τον πρώην τραπεζίτη αλλά και τραπεζικό επόπτη Τιμ Γκάιτνερ ως Υπουργό Οικονομικών και τον ακαδημαϊκό με πείρα στην κυβέρνηση Κλίντον Λάρι Σάμερς ως οικονομικό σύμβουλο του Προέδρου- είχε να αντιμετωπίσει τρεις αλληλοσυνδεόμενες προκλήσεις: να «καθαρίσει» τις αγορές από ορισμένα κουφάρια ή επικείμενα κουφάρια μεγάλων εταιριών που εμπόδιζαν την ορθή λειτουργία της΄ να «καθαρίσει» τα τοξικά χαρτοφυλάκια σχεδόν όλων των μεγάλων τραπεζών, ώστε να κρατήσει ζωντανό και αιμοδότη το τραπεζικό σύστημα΄ να προσφέρει ρευστότητα μέσω δημοσίων και άλλων προγραμμάτων στην οικονομία, ώστε να μην την αφήσει να σβήσει και να διασώσει όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Ο Πρόεδρος και η ομάδα του έδρασαν με αποφασιστικότητα και, παρά την απειρία τους, την αντίσταση των νομοθετικών σωμάτων (που θα εξακολουθούσε για κάθε μεγάλη πρωτοβουλία καθ’ όλη τη διάρκεια και των δύο θητειών του Ομπάμα, με απόγειο τα δύο μπλοκαρίσματα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού) και τις αντικρουόμενες εισηγήσεις των ειδικών, με αρκετή τόλμη. Το σχέδιο διάσωσης των τραπεζών περιλάμβανε ενίσχυση του «σχεδίου Πόλσον», ύψους 700 δις δολαρίων, που είχε βιαστικά συνταχθεί επί Προεδρίας Μπους, και συγχρόνως «ενθάρρυνση» της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) για παροχή ρευστότητας στις τράπεζες (τέτοιες μεγάλες ενέσεις ρευστότητας υπό τύπον quantitative easing θα συνεχίζονταν και στη δεύτερη θητεία Ομπάμα και θα ενέπνεαν σταδιακά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Παράλληλα διασώθηκαν μεν, μετά την κατάρρευση της Λίμαν, όσες συστημικά σημαντικές τράπεζες το χρειάζονταν, όπως και η ασφαλιστική-γίγας AIG και η αυτοκινητοβιομηχανία-σύμβολο General Motors, όμως πολλές μικρές τράπεζες και εταιρίες (τα λεγόμενα «ζόμπι») αφέθηκαν να πτωχεύσουν, αφού εξασφαλίστηκαν, κατά τις διατάξεις του νόμου, οι επενδυτές τους. Στις 10 Φεβρουαρίου του 2009, λιγότερο από ένα μήνα μετά από την ανάληψη της Προεδρίας, το «σχέδιο Πόλσον» συμπληρώθηκε με το «σχέδιο Γκάιτνερ» για την προστασία των τραπεζών κι έτσι ολοκληρώθηκε η σωτηρία του τραπεζικού συστήματος, χωρίς πάντως εκ βάθρων εξυγίανση του.

Πιο σημαντική, από κάθε άποψη, στάθηκε  η επενδυτική πρωτοβουλία. Χωρίς την υποστήριξη έστω και ενός Ρεπουμπλικανού στη Βουλή των Αντιπροσώπων και μόνο τριών στη Γερουσία, πέρασε, στις 17 Φεβρουαρίου, ο «νόμος για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην Αμερική», ένα «πακέτο» ενίσχυσης της οικονομίας ύψους 787 δις δολαρίων που περιλάμβανε φοροαπαλλαγές για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, παροχές επιδομάτων στους ανέργους και στοχευμένες επενδύσεις στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και των υποδομών, με έμφαση στα ενεργειακά δίκτυα. Συμπληρωμένο, λίγο αργότερα, με ένα πρόγραμμα για 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ένα σχέδιο ύψους 75 δις δολαρίων για στήριξη της καταρρέουσας αγοράς ακινήτων και όσων είχαν οικιστικά δάνεια, το «πακέτο» αυτό, που δόθηκε, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, στο απόγειο της κρίσης και όχι αφότου είχε κοπάσει, επέτρεψε τη σχετικά γρήγορη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας (καθώς επίσης, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, και την εξαγωγή της κρίσης στην πολύ λιγότερη θεσμικά έτοιμη και πολιτικά αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Ένωση, με Δούρειο Ίππο φυσικά τη χώρα μας). Αρκετοί κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, με πρώτο τον Κρούγκμαν, βρίσκουν, στο εργαστήριο τους, αυτό το «πακέτο» ανεπαρκές, παρότι αναγνωρίζουν ότι έσωσε την αμερικανική οικονομία. Δεν παύει να είναι όμως μεγαλύτερο από κάθε αντίστοιχο στα χρόνια του New Deal του Ρούσβελτ, να έσωσε πάνω από 3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και να επέτρεψε τη δημοσιονομική σταθεροποίηση που άρχισε να χτίζεται στη δεύτερη θητεία του Ομπάμα.

Παράλληλα, στον κρίσιμο για τις ΗΠΑ χώρο των αγορών κεφαλαίων (μην ξεχνάμε ότι στο αμερικανικό μοντέλο, εντελώς αντίστροφα από ό,τι στο ευρωπαϊκό, το 70% περίπου της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων γίνεται μέσω των κεφαλαιαγορών και το 30% από τον τραπεζικό τομέα), ο Ομπάμα εξήγγειλε –στις Συνόδους του G-20 στο Λονδίνο στα μέσα του 2019 και του Πιτσμπουργκ στα τέλη της ίδιας χρονιάς- και υλοποίησε, μέσω του νόμου Dodd-Frank, που ψηφίστηκε το 2010, μια βαθιά ρυθμιστική τομή, που έφερε μεγαλύτερο έλεγχο πολλών «επικίνδυνων» προϊόντων (ιδίως των παραγώγων και των δομημένων), ανάγκασε τις τράπεζες, μέσω του λεγόμενου «Volker rule”, να γίνουν λιγότερο κερδοσκοπικές αλλά και έβαλε βέβαια γραφειοκρατικά και άλλα προσκόμματα στην «ελεύθερη» -βλέπε ανεξέλεγκτη- λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η διάσωση ήταν άμεση, αλλά τα απτά αποτελέσματα αυτής της οικονομικής πολιτικής μέσα στην κρίση φάνηκαν αργότερα. Το χρηματιστήριο ανένηψε μέσα στο 2009, η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται από το 2011 αλλά η ανεργία να μειώνεται μόλις το 2012. Έγκαιρα για τη νέα εκλογική αναμέτρηση σε μια χώρα που, ως γνωστόν, “it’s the economy, stupid”.  Και όπου ο Ομπάμα μόνο stupid δε φάνηκε.