Ο Ρίχτερ και η Ελλάδα στα χρόνια του λαϊκισμού

Βασίλη Καραμητσάνη 13 Δεκ 2015

Η δίωξη του καθηγητή πανεπιστημίου Χάιντς Ρίχτερ από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης είναι μια ακόμη υπόθεση που θα μπορούσε να συζητηθεί σε οποιαδήποτε δικαστική αίθουσα της επικράτειας και να περάσει κοινωνικά απαρατήρητη. Ωστόσο, περιλάμβανε δύο τουλάχιστον συστατικά που την έκαναν να βρει το δρόμο της, διαδικτυακής κυρίως, δημοσιότητας. Αφενός ο κατηγορούμενος είναι Γερμανός υπήκοος και διακεκριμένος μελετητής της Νεοελληνικής Ιστορίας. Αφετέρου η υπόθεση συμβαίνει στα χρόνια της σχεδόν ολοκληρωτικής κατίσχυσης του λαϊκισμού στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας. Η αριστεροφανής διακυβέρνηση, αλλά και η σαστισμένη αντιπολίτευση, έχουν συγκεντρώσει στους κόλπους τους πλείστα συντηρητικά στοιχεία από το αποτυχημένο σύστημα του πρόσφατου παρελθόντος, που διεκδικούν μάλιστα το «ηθικό πλεονέκτημα», ενώ εκτρέφουν μια νέα γενιά πολιτών με «υγιή» διχασμό και «δικαιολογημένη», μεταξύ άλλων και αντιγερμανική, μισαλλοδοξία.

Ο Γερμανός ιστορικός υποστήριξε κάτι που θεωρείται σχεδόν επιστημονική παραδοχή στις μέρες μας για τη λεγόμενη Μάχη της Κρήτης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε σύγγραμμά του κατέγραψε με στοιχεία το γεγονός ότι απέναντι στη σκληρότατη και αιματηρή αεροπορική έφοδο των Γερμανών για την κατάληψη του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού οι συμμαχικές δυνάμεις, αλλά κυρίως οι ηρωικοί ντόπιοι, προέβησαν σε βίαιες πράξεις σε βάρος των επιτιθέμενων. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ακούσει για βαλσαμωμένα αυτιά και αποκομμένες μύτες Γερμανών αλεξιπτωτιστών στα ορεινά χωριά της υπέροχης Μεγαλονήσου. Επίσης, είναι αλήθεια ότι μέρος της κρητικής κοινωνίας έχει κάπως διάφορη σχέση με την εκδικητική σωματική βλάβη, όπως και με την οπλοκατοχή, ακόμη και σήμερα. Συνεπώς, μόνη η ιστορική καταγραφή τυχόν βασανιστικών πράξεων των αμυνόμενων Κρητών προς τους κατακτητές θα συνιστούσε απλώς ένα ακόμη κεφάλαιο στα ιστορικά βιβλία της Μάχης της Κρήτης, ίσως χωρίς αυξημένη διδακτική αξία.

Από την άλλη, όμως, η ιδιότητα καθενός που εκδηλώνεται δημόσια ευλόγως επηρεάζει τον κοινωνικό αντίκτυπο της έκφρασής του. Έχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, γνωρίζω καλά ότι δεν διανοείται ντόπιος δημοσιογράφος ή συγγραφέας να δημοσιεύσει με οποιονδήποτε τρόπο άποψη που βάλλει κατά των Εβραίων, ακόμη κι αν έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από το Ολοκαύτωμα. Αυτό ισχύει ακόμη κι αν εκθέτει λ.χ. την καταγεγραμμένη ιστορικά σκληρότητα των συνεργαζόμενων με τους ναζί Εβραίων κατά των ομοθρήσκων τους. Ομοίως, ένας Γερμανός, όταν δημοσιεύει στα ελληνικά, ακόμη και με πλήρη επιστημοσύνη, όσα συνέβησαν σε μία ιστορικά πολύ βεβιασμένη περίοδο για ένα εμβληματικό για όλους τους Έλληνες πολεμικό επεισόδιο, πρέπει να δείχνει σεβασμό στην κοινή γνώμη στην οποία απευθύνεται. Με άλλα λόγια, η πλήρως επιβεβλημένη ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη δεν χρειάζεται να βασίζεται τόσο σε νόμους αποφυγής κηρυγμάτων μίσους ως αναγκαία νομοθετική περιστολή, αλλά στον αυτοπεριορισμό ημών των Ευρωπαίων κατά τη δημόσια έκφρασή μας.

Παρ’ όλα αυτά, η περίπτωση της ποινικής δίωξης του καθηγητή Ρίχτερ είναι ένα ακόμη επεισόδιο κάμψης της ανοχής στην αντίθετη άποψη, ακόμη κι όταν εκφράζεται κάπως άκομψα είναι αλήθεια. Είναι κάτι αντίστοιχο, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, με τη θύελλα που ξέσπασε από την αναφορά περί «συνωστισμού στην προκυμαία της Σμύρνης» της ιστορικού Ρεπούση. Κοινό σημείο στις δύο υποθέσεις η επίμονη διεμπλοκή της πολιτικής. Στην υπόθεση Ρίχτερ, την ποινική δίωξη της υπόθεσης βάσει των διατάξεων του αντιρατσιστικού νόμου ως «υβριστικής» απαξίωσης της Μάχης της Κρήτης στήριξε δημόσια ο βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αυγενάκης. Και το έπραξε προφανώς όχι με αγνή πρόθεση υποστήριξης της ιστορικής αλήθειας ή της σύσφιγξης των ελληνογερμανικών σχέσεων. Αντιστοίχως, η Μαρία Ρεπούση καταφανώς αντάλλαξε την καταιγιστική δημοσιότητα που της έδωσε επί μακρόν η υπόθεση του άτακτα αποσυρθέντος βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού με μία βουλευτική έδρα.

Τόσο ο άκομψα φιλελεύθερος όσο και ο συντηρητικός διχαστικός λόγος, αλλά και οι διώξεις δυνάμει δίκαιων ή αναχρονιστικών νόμων, είναι δείγματα μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει τη συναίνεση ως μειωτικό συμβιβασμό και τον αυτοπεριορισμό του δημόσιου λόγου ως υποχώρηση της ελεύθερης έκφρασης της προσωπικότητας. Η έκφραση της άλλης άποψη πρέπει να είναι σεβαστή και ελεύθερη εντός πλαισίων κοινών για όλους, ακόμη κι αν τολμούν να είναι Γερμανοί, τολμούν να ασχολούνται με την άμωμη σύγχρονη Ελλάδα και τολμούν να αγγίξουν ένα σημαντικό κεφάλαιο της μεταπολεμικής εθνικής μας μυθολογίας.