Καθώς έβγαινα χθες βράδυ από δημόσια θέση στάθμευσης, στάθηκε αδύνατο να μη χαζέψω μια αρκετά οικεία σκηνή. Ακριβώς απέναντι μου, στο καρακέντρο της πόλης, ο οδηγός ενός ταλαιπωρημένου Justy πάσχιζε να το ανεβάσει κάθετα στο πεζοδρόμιο. Του φώναξα να παρκάρει στη θέση μου, για να λάβω την εξής απάντηση: «Σιγά μη με γράψουν τέτοια ώρα, αλλά κι αν το κάνουν, τους έχω γραμμένους στα @@ μου!». Δεν ενοχλούσε τον συμπολίτη μας πως έτσι στένευε το ήδη περιορισμένο πεζοδρόμιο ή πως δυσκόλευε τους άλλους οδηγούς που είχαν σταθμεύσει κανονικά. Το μόνο που κάπως τον απασχολούσε ήταν το πρόστιμο, αλλά κι αυτό το αψηφούσε με θράσος, γνωρίζοντας πως ζούμε σε μια χώρα όπου η αστυνομία αναγκαστικά υπολειτουργεί τις βραδινές ώρες.
Και αν απορήσετε γιατί να μην υπάρχει συνεχής αστυνόμευση όλο το 24ωρο, η απλή απάντηση είναι πως αυτό θα απαιτούσε την πρόσληψη ακόμη περισσότερου προσωπικού, καθώς το υπάρχον σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεσμεύεται καθημερινά στην παθητική φύλαξη σταθερών στόχων ειδικής σημασίας (δικαστήρια, πρεσβείες, υπουργεία κοκ), οι οποίοι απειλούνται από επιθέσεις αριστεριστών αντιεξουσιαστών. Ίσως θα σκεφτείτε ότι αυτό το πρόβλημα θα λυνόταν εύκολα αν συλλαμβάνονταν οι ολιγάριθμοι μπαχαλάκηδες και καταδικάζονταν σε αυστηρές ποινές, αρμόζουσες στην αντικοινωνική συμπεριφορά τους. Σαφώς, εφόσον ο νόμος επέτρεπε να γίνεται δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο το υλικό από βιντεοκάμερες, εφόσον δεν υπήρχαν παρεμβάσεις ανησυχούντων γονέων, εφόσον οι δικαστές ήταν πλήρως προστατευμένοι από απειλές «αλληλέγγυων» και εφόσον η ποινική δικονομία λειτουργούσε με ταχύτητα και σαφήνεια. Όλα αυτά όμως δεν συμβαίνουν, κι έτσι διαιωνίζεται εδώ και 35 χρόνια ένα φαινόμενο με πολυεπίπεδες παρενέργειες στην καθημερινότητα μας.
Είμαστε τρελός λαός, όλοι το ξέρουμε. Κοινωνικοί και εξωστρεφείς, και ταυτόχρονα ασεβείς απέναντι στις ανάγκες των γύρω μας αλλά και απέναντι στον δημόσιο χώρο. Περιφρονούμε τις νόμιμες αρχές και κατόπιν ωρυόμαστε επειδή δεν κάνουν τη δουλειά τους. Αγανακτούμε με την διαφθορά των «μεγάλων» μα δείχνουμε πλήρη κατανόηση στην μαζική μικρή φοροδιαφυγή. Το Σύνταγμα μας προστατεύει το περιβάλλον , ενώ τα δάση μας είναι γεμάτα αυθαίρετα και τα ρέματα μας γεμάτα σκουπίδια. Παρκάρουμε με απάθεια σε μια θέση αναπήρων, παθαίνουμε όμως υστερία όταν κάποιος μας κλείσει την πυλωτή. Έχουμε οικολόγους που δε θέλουν ανεμογεννήτριες στα νησιά αλλά δεν ενοχλούνται από το τοξικό υδρόθειο που εκπέμπουν οι παλιές λιγνιτικές μονάδες. Δηλώνουμε υπερπατριώτες αλλά κινούμε γη και ουρανό ώστε να υπηρετήσουμε την στρατιωτική θητεία μας από τον καναπέ μας.
Κι όλα μα όλα αυτά μας φαίνονται φυσιολογικά. Επικαλούμαστε στις μεταξύ μας συζητήσεις την κοινή μας λογική, όμως ένας τρίτος παρατηρητής διαπιστώνει πως αυτή απλά δεν υπάρχει. Πρέπει να είμαστε ο μόνος λαός όπου απάτες, λαδώματα και απειλές αποτελούν αντικείμενο ηχηρών καφενειακών συζητήσεων, ακόμη και στα τηλεοπτικά «καφενεία», και κανείς δεν συγκινείται. Πρέπει να ζούμε στον μοναδικό τόπο όπου αυτός που επιθυμεί να είναι ευσυνείδητος, τυπικός, κανονικός πολίτης πάσχει τελικά από ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Πρέπει να συμμετέχουμε στην μόνη Πολιτεία όπου ο διορισμός εμφανώς ανίκανων αυλικών να θεωρείται προνόμιο των πρωθυπουργών, προνόμιο που χρυσοπληρώνεται από τα δικά μας ελάχιστα χρήματα.
Πως αντιμετωπίζονται λοιπόν όλα αυτά? Έχει απαντηθεί εκατοντάδες φορές στα χρόνια της Κρίσης. Με αλλαγή κοινωνικής συμπεριφοράς διατείνονται οι πιο καλοπροαίρετοι γύρω μας. Σωστό. Και πως αλλάζει αυτή? Μα φυσικά μέσω της παιδείας, μιας παιδείας που να παράγει άτομα με ήθος και κριτική σκέψη, κι όχι αδαείς παπαγάλους. Έτσι είναι. Και πότε θα φέρει αποτελέσματα η αναγκαία μεταρρύθμιση της Παιδείας? Μετά 15 χρόνια θα αρχίσει να αλλάζει κάτι. Θα υπάρχει όμως Ελλάδα μετά 15 χρόνια, αν συνεχίσουμε έτσι? Χλωμό. Άρα? Άρα κάποια λύση θα πρέπει να βρεθεί ως τότε. Μια λύση που θα δυσαρεστήσει αρκετούς βολονταριστές, όμως κατά τη γνώμη μου αποτελεί το μοναδικό εχέγγυο της μεσοπρόθεσμης συλλογικής επιβίωσης μας.
«Σκληρός νόμος, αλλά νόμος» τόνιζαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι ημών προγονοί. Ακόμη και μια άτεγκτη διάταξη είναι προτιμότερη από το άγραφο χάος, καθώς μέσα σ’αυτό κυριαρχούν οι κάθε λογής τραμπούκοι με τις συμμορίες τους, πάντα σε βάρος των αδυνάτων. Και προς ένα τέτοιο άγραφο χάος κυλάμε καθημερινά, χρόνια τώρα, από τη στιγμή που οι τροχονόμοι άρχισαν να παζαρεύουν το πόσο μιάς κλήσης με τους παραβάτες. Όλα είναι σχετικά, όλα είναι υπό συζήτηση, όλα ισχύουν και τίποτα δεν ισχύει. Κι όταν τίποτα δεν ισχύει, παύει να υπάρχει οργανωμένη κοινωνία, κράτος πολιτών. Το θέλουμε πραγματικά αυτό?
Αν όχι, θα πρέπει να ξαναδώσουμε στους νόμους το κύρος που τους αρμόζει. Πρώτα, άμεσα να κωδικοποιήσουμε το νομοθετικό κουβάρι, και να το καταστήσουμε διάφανο θεσμικό πλαίσιο. Κατόπιν να το εκσυγχρονίσουμε στις λίγες περιπτώσεις όπου αυτό επιβάλλεται. Και στο τέλος να αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε με συνέπεια, στους δημόσιους φορείς και στα ανεξάρτητα δικαστήρια. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσουν να υλοποιηθούν και οι υπόλοιπες αναγκαίες μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις, στην παιδεία, στην επιχειρηματικότητα, στην κρατική οργάνωση. Αλλιώς θα είμαστε σα το χαμστεράκι που τρέχει μέσα στη ρόδα, μέχρι να σβήσουμε οριστικά.
Μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις λοιπόν, άλλη μια πονεμένη ιστορία, σε μια χώρα όπου οι κυβερνήσεις αλλάζουν με την ταχύτητα του ήχου και οι υπουργοί με την ταχύτητα του φωτός. Απαιτείται μια άτυπη υπερκομματική συλλογικότητα που θα μεριμνήσει για την πλήρη εφαρμογή αυτού του πολυδιάστατου στρατηγικού σχεδιασμού. Μια ελίτ, θα τολμούσε να την ονομάσει κανείς. Έχουμε πολλά και διάφορα στην Ελλάδα, δε ξέρω όμως αν έχουμε και τούτο το πράγμα του Σατανά…