Φωνάζει ο κλέφτης

Χρήστος Χωμενίδης 17 Αυγ 2013

Εάν ο ελεγκτής του μοιραίου τρόλεϊ είχε βγάλει πιστόλι και είχε σκοτώσει εν ψυχρώ τον άτυχο νέο και η Λένα Διβάνη τον είχε επαινέσει για την πράξη του, το ψηφιακό λιντσάρισμα που υπέστη δεν θα ήταν -δεν θα μπορούσε να ’ναι- βιαιότερο. Εάν η Κική Δημουλά είχε γραφτεί πανηγυρικά στη Χρυσή Αυγή και είχε προτρέψει τους Έλληνες να εξοντώσουν τους μετανάστες, η αγανάκτηση του πλήθους εναντίον της δεν θα ήταν -δεν θα μπορούσε να ’ναι- πιο κανιβαλική… Αναφέρομαι στις δυο πιο πρόσφατες περιπτώσεις όπου ο διαδικτυωμένος όχλος ξέσπασε με απερίγραπτη χυδαιότητα εναντίον δύο ανθρώπων των γραμμάτων. Κατακρεούργησε δύο γυναίκες. Απείλησε τη ζωή τους, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια του φύλου τους, εκμηδένισε την προσωπικότητα και το έργο τους, δίχως να μπει καν στον κόπο να το γνωρίσει.

Ο όχλος -θα μου πείτε- για ετούτο ακριβώς αποκαλείται όχλος: Επειδή επιτίθεται στα τυφλά και ξεσκίζει με πρωτόγονη ηδονή όποιον έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ξεχωρίσει ή όποιον προβάλλει κάποια έστω ένσταση στις πεποιθήσεις και στις δοξασίες του. Από το «ωσανά εν τοις υψίστοις» στο «άρον-άρον, σταύρωσον αυτόν». Ο όχλος είναι εξ ορισμού ποτάμι φουσκωμένο, ανεξέλεγκτο, αυθόρμητο… Αυθόρμητο; Θα ξέσπαγα εδώ σε τρανταχτά γέλια, εάν η πικρία μου το επέτρεπε.

Μόνο αυθόρμητη δεν είναι η στοχοποίηση καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων, η οποία συμβαίνει στην Ελλάδα εδώ και τρία περίπου χρόνια. Μόνο ακαθοδήγητη.

Αρκεί κανείς να προσπεράσει τις άναρθρες κραυγές στα social media και να φτάσει στις «συγκροτημένες, νηφάλιες απόψεις» που δημοσιεύονται υπό μορφήν άρθρων από «έγκριτους δημοσιογράφους», για να το διαπιστώσει. Εκεί θα πληροφορηθεί (και αν είναι μακριά από όλα αυτά θα το πιστέψει) πως σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της Μεταπολίτευσης -με ελάχιστες, φωτεινές εξαιρέσεις- διακρίνεται για τη μετριότητα του έργου του. Ότι αποτελείται από βολεμένους οσφυοκάμπτες, από ανθρώπους-γάτες που γουργουρίζουν μακάρια στα σαλόνια της Εξουσίας και γλείφουν το Κατεστημένο, το οποίο τις ταΐζει. Πως τρέμει ο πνευματικός κόσμος της Μεταπολίτευσης τη μεγάλη επαναστατική ανατροπή, που θα του στερήσει τα προνόμια και θα τον αποδώσει στην ανυπαρξία που του αρμόζει.

Μέτρια λοιπόν η πνευματική παραγωγή της πατρίδας μας κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Και οι εκατοντάδες μεταφράσεις ελληνικών πεζών και ποιημάτων σε πάρα πολλές γλώσσες πώς εξηγείται; Και οι διθυραμβικές κριτικές που λάμβανε ο Παύλος Μάτεσις από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης; Και τα αλλεπάλληλα μπεστ-σέλερ του Πέτρου Μάρκαρη στη Γερμανία; Και τα βραβεία που συλλέγει στη Γαλλία ο Βασίλης Αλεξάκης; Και η θριαμβευτική διεθνής πορεία του Θεόδωρου Τερζόπουλου; Και η υποψηφιότητα του Γιώργου Λάνθιμου για το βραβείο Όσκαρ; Και η ισότιμη παρουσία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη πλάι στον Πίτερ Γκρίναγουεϊ; Για να μην αναφερθώ στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο -ο οποίος επίσης δημιούργησε κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια- στον ηγέτη της arte povera, Γιάννη Κουνέλη ή στον Βαγγέλη Παπαθανασίου… Προσωπικά αμφιβάλλω εάν άλλη χώρα των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων έχει μια τόσο πολυποίκιλη και ακτινοβόλα παγκόσμια παρουσία.

Οι επιτυχίες ασφαλώς στο εξωτερικό -πόσω δε μάλλον στην ημεδαπή- δεν αποτελούν θέσφατο. Να το βράσεις και το πλέον ενδιαφέρον έργο και το πιο αστραφτερό ταλέντο, εάν ο καλλιτέχνης ζει αποκομμένος από τον λαό και τις ανάγκες του, κλεισμένος στους χρυσούς οντάδες της Εξουσίας.

Κάνουμε πράγματι εμείς οι Έλληνες πεζογράφοι -πόσω δε μάλλον οι ποιητές- ζωή και κότα. Μας έχει κόψει εξ απαλών ονύχων το Υπουργείο Πολιτισμού παχυλότατους μισθούς, μας στέλνει διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, μας προικίζει, πληρώνει προκαταβολικά -με χρήματα των φορολογουμένων- όλες τις εκδόσεις των βιβλίων μας, όπως αγοράζει κι όλα τα έργα των Ελλήνων εικαστικών.

Κούνια που σας κούναγε, κύριοι «έγκριτοι δημοσιογράφοι»! Ιδέα δεν έχετε τι σημαίνει κάποιος να αγωνίζεται να βιοποριστεί (εφόσον δεν ασκεί άλλο επάγγελμα) από τη συγγραφή, ιδίως σε μια κοινωνία που δεν πολυδιαβάζει λογοτεχνία. Ούτε στον ύπνο σας δεν έχετε δει την αγωνία του σκηνοθέτη, ο οποίος υποθηκεύει το σπίτι του για να ολοκληρώσει την ταινία του. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες σας το μεροδούλι-μεροφάι του εικαστικού, του θεατρικού ηθοποιού, του χορευτή…

Υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις: Εκείνοι που εργάζονται τίμια και με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αφήνουν όμως -εκ παραδρομής- συστηματικά απλήρωτους τόσο τους συνεργάτες τους όσο και την εφορία. Οι άλλοι που παρουσίαζαν -τον καιρό των παχιών αγελάδων- τον θίασό τους ως Μη Κυβερνητική Οργάνωση και εισέπρατταν πακτωλούς επιχορηγήσεων. Άκου τώρα σύμπτωση: Οι εξαιρέσεις αυτές είναι ακριβώς που έσπευσαν να προσχωρήσουν άνευ όρων στον αντιμνημονιακό αγώνα και στο κίνημα «δεν πληρώνω», να δώσουν βροντερό παρών στα συλλαλητήρια, να δηλώσουν ζηλωτές της μεγάλης ανατροπής που έρχεται. Ξεπλένουν ίσως παλιές αμαρτίες. Ή ίσως να εφαρμόζουν τον στίχο του Βάρναλη: «Φρόνιμα και τακτικά πάω με εκείνον που νικά»…

Δεν διεκδικώ ως συγγραφέας έπαινο από κανέναν «έγκριτο δημοσιογράφο». Δεν λιγουρεύομαι επαναστατικά εύσημα από καμιά κομματική εφημερίδα ή ραδιοσταθμό. Κρίνομαι από τους αναγνώστες βάσει του έργου μου, το οποίο -ευτυχώς- δεν συνοψίζεται σε κανένα σύνθημα, δεν χωράει στα 140 ψηφία του τουίτερ. Εννοώ όμως να εκφράζω ως πολίτης άφοβα και δημόσια την άποψή μου. Να υπερασπίζομαι το δημοκρατικό και ευρωπαϊκό κεκτημένο. Να προσπαθώ να φωτίσω τις κρυμμένες όψεις, τις γκρίζες ζώνες κάθε κατάστασης, το δίκιο του καθενός. Να επιχειρώ να συμβάλω στο να βγει η πατρίδα μας από την κρίση πτωχότερη μεν, πλην όχι κατακερματισμένη, όχι παραδομένη στο μίσος και στο εμφύλιο πνεύμα.

Εννοώ να μην τρέμω ότι στο πρώτο, στιγμιαίο στραβοπάτημά μου θα λιντσαριστώ ή ότι θα στιγματιστώ με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων (στην Κίνα δεν έχω πάει ποτέ μου, πόσω δε μάλλον συνοδεύοντας τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, όπως έγραψε πρόσφατα «έγκυρη» εφημερίδα) ή ότι θα διαβάσω ένα πρωί πως αυτοκτόνησα…

Εννοώ να παραμείνω ελεύθερος πολίτης σε μια ελεύθερη, ανεκτική, ανοιχτή κοινωνία.

Όποιος απαξιώνει συστηματικά και επί σκοπόν τον πνευματικό κόσμο της χώρας -επειδή προφανώς δεν ανέχεται καμία ανεξαρτησία γνώμης, κανένα πνεύμα αντιλογίας στον μονόχορδο κόσμο του-, όποιος ντοπάρει τον λαό και τον μετατρέπει σε όχλο, θα βρει κι εμένα κι άλλους πάρα πολλούς σθεναρά απέναντι του. Ιδίως εάν, στη γνωστή παροιμία, επέχει τον ρόλο όχι του νοικοκύρη αλλά του κλέφτη.