Ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής ως εργαλείο παρέμβασης σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης

Μυρσίνη Ζορμπά 14 Σεπ 2015

«Ακόμη και οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης παράγονται και κυβερνιούνται από αισθήματα,
συναισθήματα, αφοσίωση, παρορμήσεις και υλικότητες… Οι μελλοντικές καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης κυβερνιούνται με παρέμβαση στην καθημερινότητα».

P. Adey, B. Anderson και St. Graham, «Introduction,
Governing Emergencies: Beyond Exceptionality»,
Theory, Culture and Society, τόμ. 32, τχ. 2 (Μάρτιος 2015)

 

Τα τελευταία χρόνια, μέσα στις καθημερινές συνθήκες έκτακτης ανάγκης και κρίσης, γίνεται καλύτερα αντιληπτή η σημασία που έχει η διακυβέρνηση της καθημερινής ζωής και της βιωμένης κουλτούρας. Ακούγοντας και διαβάζοντας τις καλές ή κακές ρητορικές προσεγγίσεις των μεγαφώνων της εικονικής πραγματικότητας, κατανοούμε πόσο η προσέγγισή τους –άλλοτε προκαλώντας φόβο και άλλοτε δίνοντας ελπίδες– βρίσκεται μακριά από την καθημερινή ζωή και πόσο ασύγκριτα παραγωγικές είναι οι ιδέες και οι πράξεις που οδηγούν σε παρέμβαση στην καθημερινότητα. Η βιωμένη κουλτούρα και όχι οι ιδεοληψίες, οι πρακτικές διακυβέρνησης και όχι οι αξιωματικές διακηρύξεις, η γνώση και όχι οι φαντασιώσεις, οι μεταρρυθμίσεις και όχι οι αγκυλώσεις, αλλάζουν την πραγματικότητα. Η παρέμβαση στη σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι μια παρέμβαση που δοκιμάζεται συγκεκριμένα στην καθημερινή ζωή και στη βιωμένη κουλτούρα, τη δική μας και των Άλλων. Δεν είναι ρητορική αλλά χειροπιαστή και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Για να αλλάξουμε τους όρους της κρίσης πρέπει να παρέμβουμε και να κυβερνήσουμε την κουλτούρα της καθημερινής ζωής τολμηρά, αποφασιστικά, συστηματικά. Είναι κάτι που αφορά τον καθένα και την καθεμιά μας, ωστόσο δεν μπορεί να τη φέρει σε πέρας μόνη η ατομική συνειδητοποίηση και υπευθυνότητα αλλά απαιτεί ένα ευρύτερο σχέδιο δημόσιας πολιτισμικής πολιτικής που θα φιλοδοξεί να παρέμβει στο κοινωνικοπολιτισμικό πεδίο συνδέοντας τον πολιτισμό με την ανάπτυξη, μειώνοντας τις ανισότητες και διακρίσεις, αξιοποιώντας και αναδιανέμοντας πόρους. Στα ερείπια του κράτους πρόνοιας πρέπει να βρούμε τη δύναμη να οικοδομήσουμε ένα κράτος πολιτισμικής ανασυγκρότησης.

 

1. Πού συναντει η πολιτιστική πολιτική την καθημερινή ζωή;

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι, για την ακρίβεια, εάν και κατά πόσο η πολιτιστική πολιτική συναντάει τη βιωμένη κουλτούρα και την καθημερινή ζωή και, εάν ναι, η διερεύνηση των σημείων-κόμβων όπου τη συναντάει. Διότι πολύ συχνά διαπιστώνεται πως όχι μόνο δεν επιτελείται μια τέτοια συνάντηση αλλά ότι αυτή απουσιάζει ως πολιτικός στόχος από τη στρατηγική του υπουργείου και των δημόσιων φορέων που χαράζουν και ασκούν πολιτιστική πολιτική. Αντιθέτως, δεν είναι σπάνιο να αποτελεί στόχο η εμπρόθετη αποφυγή ή η ματαίωση αυτής της συνάντησης. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι η πολιτιστική πολιτική σχεδιάζεται, κατά παράδοση, στραμμένη πάνω και πέρα από την καθημερινότητα και τα βιώματά της, πιο ψηλά και πιο μακριά, σε μια ιεραρχική κλίμακα που αποφεύγοντας ως άνευ αξίας το καθημερινό –και τις σχέσεις που προκύπτουν από αυτό–, προσδοκά την υπέρβαση. Με βασικούς συνομιλητές την παράδοση, την κληρονομιά και τον Κανόνα, όσον αφορά το παρελθόν, τις τέχνες, το κατ’ εξαίρεση και τη Διάκριση, όσον αφορά το σύγχρονο, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό στραμμένα τα νώτα της στη βιωμένη κουλτούρα και σε όσα διαδραματίζονται γύρω από τον άξονά της, όσα συντελούνται σε επίπεδο νοήματος στην καθημερινή ζωή.

Δεδομένου ότι διαφορετικές πολιτιστικές πολιτικές παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα, η συνάντηση πολιτιστικής πολιτικής και καθημερινής ζωής εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το πλαίσιο σχεδιασμού της εκάστοτε πολιτικής, δηλαδή από τα όρια που αυτή θέτει στους στόχους της, στον ρυθμιστικό, παρεμβατικό, υποστηρικτικό ή αναδιανεμητικό ρόλο που έχει προδιαγράψει ως τέτοια. Επομένως, εάν η πολιτιστική πολιτική στοχεύει σε όλα όσα «εξευγενίζουν» αλλά δεν συναπαρτίζουν τη βιωμένη κουλτούρα, τότε διατηρείται καθαρή και ξένη προς αυτήν προσκαλώντας την, από απόσταση, στη δική της ατζέντα. Αυτή η ρητορική, που περιέχει και την επίκλησης της βελτίωσης, δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει τη σταθερή και αμείωτη απόσταση που χωρίζει την πολιτική από την καθημερινή ζωή. Στις περιπτώσεις που η πολιτική προσκαλεί ουδέτερα την καθημερινή ζωή να προσεγγίσει προς το μέρος της στους ιδιαίτερους χώρους όπου η πολιτική εφαρμόζει τα προγράμματά της (μουσεία, χώρους τέχνης και γραμμάτων), η συνάντηση αυτή υπόκειται σε μία μονομερή συνθήκη, που είναι η προϋπόθεση ευελιξίας της καθημερινής ζωής και η απαρέγκλιτη σταθερότητα της πολιτικής και των προγραμμάτων της. Πρόκειται για την περίφημη «ελεύθερη πρόσβαση», που προσκρούει σε μια οιονεί αναβολή, εξαιτίας των ρυθμών και των εντάσεων της καθημερινής ζωής που δυσκολεύουν την ανταπόκριση στην πρόσκληση. Έχει παρατηρηθεί ότι μόνο στις περιπτώσεις που η πολιτική και τα προγράμματά της βρίσκουν την ευελιξία που απαιτείται, τότε και η καθημερινή ζωή οδηγείται σταδιακά πλησιέστερα προς αυτά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο συμβαίνει με μεγάλη καθυστέρηση, αφού συνήθως έχει προηγηθεί και αναπτυχθεί η συνάντηση των αναγκών της καθημερινής ζωής με την αγορά των πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Κι αυτό συντελείται παρά το μεγαλύτερο σε σύγκριση οικονομικό κόστος που τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της αγοράς συνεπάγονται για τον καταναλωτή τους. Ωστόσο, αυτά είναι εξ ορισμού πιο οικεία, ευέλικτα και προσαρμοστικά και, συνεπώς, προσπελάσιμα. Παράλληλα, από την πλευρά των πολιτιστικών πρακτικών, φαινόμενα και ανάγκες που θα περίμενε κάποιος να απασχολήσουν τη δημόσια πολιτική δεν βρίσκονται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας που η ίδια έχει προσδιορίσει ως τέτοια ή παρουσιάζουν μεγάλη υστέρηση. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ανάμεσά τους οι αναγνωστικές ανάγκες και οι βιβλιοθήκες, οι ανάγκες επικοινωνίας, τα κέντρα πληροφόρησης και νέων τεχνολογιών, οι ψυχαγωγικές ανάγκες και τα κοινοτικά πολιτιστικά κέντρα, η αντιμετώπιση των περιφερειακών πολιτισμικών αναπτυξιακών ανισοτήτων.

 

2. Οι κεντρικοί άξονες της πολιτιστικής πολιτικής

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στους άξονες της πολιτιστικής πολιτικής όπως κλασικά αναπτύχθηκε στη χώρα μας στους βασικούς τομείς: α) πολιτιστική κληρονομιά, η πολιτική διαχείριση της οποίας αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη κρατική υποχρέωση· β) λαϊκή παράδοση, άξονας που συνδυάστηκε με την εθνική ταυτότητα και ιστορία· γ) τέχνες και Γράμματα, ως υψηλές αξίες της αστικής ζωής και της νεωτερικότητας. Τα παραπάνω άρχισαν να οργανώνονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, νομοθετικά και θεσμικά ήδη από τον 19ο αιώνα. Αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, ιδρύματα, χώροι τέχνης και πολιτισμού, αίθουσες μουσικής και κρατικά θέατρα συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της αστικής τάξης και, ως συνέπεια, της κρατικής υποστήριξης. Στο σύνολό τους είναι χώροι προβεβλημένοι, με ιδιαίτερους κανόνες λειτουργίας αλλά και τελετουργικό πρόσβασης, στους οποίους δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος οποιαδήποτε σχέση με την καθημερινή ζωή της πλειονότητας των πολιτών. Σε αυτούς παράγεται, αναπαράγεται και διαχέεται η Κουλτούρα με Κ κεφαλαίο, ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολιτιστική αναδιανομή. Έχουν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, ρεπερτόριο, ωράριο και συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνονται και το οποίο δύσκολα διευρύνεται κάτω από τις δεδομένες συνθήκες λειτουργίας.

Αυτός ο προσανατολισμός οδηγεί σε μια μονόδρομη συγκεντρωτική προσέγγιση, που δεν αφήνει περιθώριο να αναπτυχθούν περιφερειακά κοινοτικά πολιτιστικά δίκτυα. Ανάμεσα στη θεσμική κρατική κουλτούρα και την αγορά, ως δύο πόλους εξυπηρέτησης πολιτιστικών αναγκών, δεν καλλιεργήθηκαν στη χώρα μας οργανισμοί πολιτισμικής διαμεσολάβησης. Το κεντρικό κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση δεν ανέλαβαν σχετικές πρωτοβουλίες, δεν συνεργάστηκαν πάνω σε έναν τέτοιο κοινό σχεδιασμό παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρέσεις. Ξεχωρίζουν, αντίθετα, ως σημαντικοί πολιτιστικοί οργανισμοί διαμεσολάβησης τα ξένα μορφωτικά ιδρύματα, όπως η Ελληνοαμερικανική Ένωση, το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Βρετανικό Συμβούλιο, το Ινστιτούτο Γκαίτε, που αναπτύσσουν μεταπολεμικά έντονη και συστηματική πολιτιστική δραστηριότητα, με το βλέμμα στραμμένο σε ένα ευρύτερο διανοούμενο και νεανικό κοινό.

Βέβαια, τις τελευταίες δεκαετίες, οι θεσμικοί φορείς και χώροι έχουν αναπροσανατολιστεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν απευθύνονται πλέον, όπως παλιότερα, στους λίγους καλλιεργημένους. Υπάρχει μια προϊούσα πρόσμειξη του κοινού, αρκετή εξοικείωση, είναι πιο φιλικοί και χώροι ανοιχτής πρόσβασης. Ωστόσο, δεν παύουν να παραμένουν προσκολλημένοι σε μεγάλο βαθμό σε έναν προδιαγεγραμμένο σκοπό, μια δική τους προγραμματική ζωή, που βρίσκεται μακριά από τον θόρυβο και την ατμόσφαιρα της καθημερινότητας. Τα μουσεία διατηρούν και συντηρούν την κληρονομιά, οι αίθουσες των τεχνών εκθέτουν ή λειτουργούν τις τέχνες, η Ακαδημία Αθηνών αποτελεί τον φύλακα άγγελο των Γραμμάτων, τα θέατρα και οι ορχήστρες υπηρετούν την τέχνη προς χάριν ενός μυημένου κοινού. Συνήθως, για να εκπληρώσουν τον σκοπό αυτό, κρατούν αποστάσεις, κυριολεκτικά απωθούν έξω από το κατώφλι τους την καθημερινή ζωή και τις προκλήσεις της. Η περιέργεια, η αναζήτηση, η απειθαρχία, η εγγύτητα, ο διάλογος, η δοκιμή και ο πειραματισμός, που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή, δύσκολα βρίσκουν θέση στις αίθουσες αυτές.

Οι χώροι και η λειτουργία αυτών των θεσμικών οργανισμών απαιτούν διαπιστευτήρια από το κοινό. Βρίσκονται σε αναμονή προσχώρησης στον Κανόνα τους. Δεν είναι δεκτικοί αμφισβήτησης, αντίθετα είναι έτοιμοι να διαφωτίσουν, να εκπολιτίσουν. Όχι μόνο δεν επικοινωνούν με διαφορετικές κουλτούρες αλλά στέκουν απέναντι στην Ετερότητα με το κύρος της μοναδικότητας. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα συντήρησης, όπου επικρατεί το ψύχος της αυθεντίας, πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί η σχέση με την καθημερινή ζωή που ζητάει την εναλλακτική έκφραση, τον ελεύθερο διάλογο, την αμφισβήτηση, και είναι απροσδόκητη και ανοιχτή σε ανατροπές;

Υπακούοντας στους κανόνες διαχείρισης των δημόσιων πολιτικών, οι θεσμικοί τόποι διαπερνώνται και κυριαρχούνται από σχέσεις και συσχετισμούς εξουσίας, καθώς και από αυστηρές ιεραρχίες. Ενώ εμφανίζονται ουδέτεροι και ταγμένοι αποκλειστικά στην εθνική μνήμη και το δημόσιο συμφέρον, στην πραγματικότητα υπηρετούν συστηματικά την κυρίαρχη ιδεολογία και τη διαρκή συσσώρευση κύρους που της είναι αναγκαία. Είναι κατασκευασμένοι με βάση τις ανάγκες και την αισθητική μιας ιδιαίτερης κοινωνικής και μορφωτικής ελίτ, ταγμένοι να αποδοκιμάσουν στάσεις και συμπεριφορές που δεν προσαρμόζονται, να τις επηρεάσουν, εντέλει να τις πειθαρχήσουν στο πλαίσιο ενός επιθυμητού μοντέλου. Η πολυχρωμία και η ρευστότητα της καθημερινής ζωής κηρύσσονται γι’ αυτό αντίπαλες ιδιότητες και προς αποφυγή. Η βιωμένη κουλτούρα της καθημερινής ζωής, οι εκπλήξεις, οι υπαρξιακές αγωνίες, οι θερμοί φόβοι και οι προσδοκίες δεν έχουν θέση στους χώρους αυτούς, όπου κυριαρχούν το μέτρο και οι ανώτερες διαχρονικές αξίες.

 

3. Πολιτιστική και πολιτισμική πολιτική

Σύμφωνα με τις σύγχρονες πολιτισμικές θεωρίες, μια πολιτική που περιορίζεται στην παραπάνω οριοθέτηση, κατατάσσεται στη λεγόμενη πολιτιστική πολιτική με τη στενή έννοια. Αυτό σημαίνει ότι αφήνει έξω από την ίδια την έννοια και τον σχεδιασμό της μια σειρά από σύγχρονα ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Με την υπογράμμιση των σύγχρονων πολιτισμικών ζητημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα διαχρονικά πολιτιστικά, θέλουμε να επισημάνουμε ότι αφήνει έξω από τον σχεδιασμό της τη βιωμένη κουλτούρα. Πρόκειται για ένα παλιού τύπου παραδοσιακό μοντέλο. Τις τελευταίες δεκαετίες, τα μοντέλα δημόσιας πολιτικής πολιτισμού που αναπτύσσονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και στον Καναδά, την Αυστραλία και αλλού, διευρύνουν εντυπωσιακά τον σχεδιασμό τους, υιοθετώντας μια περισσότερο κοινωνικοπολιτισμική προσέγγιση και μια πολιτισμική πολιτική με την ευρεία έννοια.Αυτήδεν περιορίζει το ενδιαφέρον της στους εθνικούς κρατικούς θεσμούς κύρους αλλά στρέφεται στην από τα κάτω κοινοτική κουλτούρα. Αναγνωρίζει ως αναζωογονητικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών τη διαφορετικότητα, συμμετέχει στην καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, παίζει αναδιανεμητικό ρόλο προς όφελος της δικαιότερης κατανομής των συμβολικών πόρων και ενισχύει δίκτυα και συνέργειες με την τοπική αυτοδιοίκηση, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και κινήσεις πολιτών, προκειμένου να υποστηρίξει δημιουργικές και παραγωγικές τάσεις και πρακτικές που προκύπτουν από τη βιωμένη κουλτούρα.

Η διάκριση ανάμεσα στηνπολιτιστική πολιτική με τη στενή έννοια και την πολιτισμική πολιτική με την ευρεία έννοια μάς δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα την κουλτούρα της καθημερινής ζωής, αναλύοντας παραγνωρισμένους ώς τώρα πόρους που τροφοδοτούν στις κοινωνίες μας διαφορετικές στάσεις, συμπεριφορές, νοοτροπίες, να μελετήσουμε την αξιοποίησή τους, να εντοπίσουμε αφανή ή υποτιμημένα δίκτυα πολιτισμικών συναρμογών. Μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τους όρους πολιτισμικής παραγωγής και τις αντιστάσεις που εμπεριέχει η καθημερινή ζωή, καθώς και τους μηχανισμούς ανισοτήτων, συγκρούσεων, διακρίσεων και τις συνθήκες που ευνοούν τη μεγέθυνσή τους, τους τρόπους παρέμβασης και αποδυνάμωσής τους εκ μέρους της δημόσιας πολιτικής. Η βία στα σχολεία και στα γήπεδα, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, η σεξιστική συμπεριφορά, η περιφρόνηση και η επιθετικότητα απέναντι σε μεταναστευτικούς και προσφυγικούς πληθυσμούς, ο αυταρχισμός, η αδιαφορία απέναντι στη διευκόλυνση των ατόμων με αναπηρία ή στην τρίτη ηλικία ή η έλλειψη κατανόησης των δικαιωμάτων των παιδιών, απαιτούν παρεμβάσεις πολιτισμικής πολιτικής με την ευρεία έννοια. Επειδή αφορούν τη βιωμένη κουλτούρα, δεν αρκεί η ηθικολογία και άλλες ανώφελες ρητορικές. Γίνεται εμφανής η ανάγκη μιας δέσμης μεταρρυθμίσεων που θα στηρίζεται στη σταθερή σύμπραξη πολλών και διαφορετικών δρώντων για μεγάλο διάστημα και θα ενδυναμώνει τις πιο παραγωγικές κοινωνικοπολιτισμικές διαδικασίες και δομές κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής.

Υιοθετώντας μια ακριβέστερη εννοιολόγηση του πολιτισμού και της κουλτούρας, του πρώτου ως ενός ολοκληρωμένου σταδίου ανάπτυξης και της δεύτερης ως εν τω γίγνεσθαι διαδικασίας συγκρούσεων και συνθέσεων των πολιτισμικών δρώντων, είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις διαφορές στη στρατηγική και τις κατευθύνσεις της εκάστοτε πολιτιστικής και πολιτισμικής πολιτικής, τη σημασία της στενής και της ευρείας έννοιάς της, καθώς και της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης. Το σημαντικότερο, ωστόσο, παραμένει ότι το πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια του πολιτισμού και της κουλτούρας καθορίζει το πώς αντιλαμβανόμαστε την πολιτιστική και πολιτισμική πολιτική. Μια αντίληψη που εκλαμβάνει τον πολιτισμό ως αισθητική τελειότητα, δεν μπορεί παρά να τάσσεται με ένα μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής με τη στενή έννοια. Αντιστρόφως, η πρόσληψη της κουλτούρας ως καθημερινού βιώματος οδηγεί σε μια κοινωνικοπολιτισμική προσέγγιση και, συνεπώς, σε ένα μοντέλο πολιτισμικής πολιτικής με την ευρεία έννοια.

 

4. Κρίσιμες έννοιες-κλειδί για μια προοδευτική πολιτισμική πολιτική

Αλλά πάνω απ’ όλα, μια δημόσια πολιτισμική πολιτική μας αφορά όλους, δρώντες και μη, δεδομένου ότι διαχειρίζεται το δημόσιο συμβολικό κεφάλαιο της χώρας. Με αυτή την έννοια, την αφορούν επίσης όλοι χωρίς διακρίσεις. Η συνάντηση με τους συλλογικούς και τους ατομικούς πολιτισμικούς πόρους, με τη συλλογική και την προσωπική ανάγκη, τη διαθεσιμότητα και το ενδιαφέρον δεν αποτελεί έναν εξωτερικό στόχο υπαγορευμένο από μία κλίμακα αξιών και αισθητικής αλλά έναν διαρκή διάλογο συνδιαμόρφωσης του νοήματος της κοινωνίας. Το νόημα, η συμμετοχή, οι πόροι, η διαφορετικότητα, οι ανισότητες και οι διακρίσεις αποτελούν ορισμένες κρίσιμες έννοιες-κλειδί αναφορικά με τα προαπαιτούμενα χάραξης μιας σύγχρονης πολιτισμικής πολιτικής.

Το νόημα, στο οποίο συνοψίζεται η κουλτούρα μιας κοινωνίας, αποτυπώνεται στον κεντρικό άξονα θεμελίωσης των στόχων, των παρεμβάσεων, της στρατηγικής και των συμβολικών συναρμογών. Πάνω απ’ όλα, είναι το συνεκτικό πεδίο συμπύκνωσης του κοινωνικοπολιτισμικού χώρου: των αντιθέσεων που τον διατρέχουν, των συσχετισμών δυνάμεως, των πόρων και της συμβολικής πολιτικής οικονομίας, των δρώντων και των σχέσεων με τον έξω κόσμο.

Η συμμετοχή, συλλογική και ατομική,στον σχεδιασμό, τον διάλογο, στις δημιουργικές πρωτοβουλίες και την επιτέλεση πολιτισμικών και πολιτιστικών προγραμμάτων αναδεικνύει τις δυνατότητες της βιωμένης κουλτούρας και προσφέρει το έδαφος της διεύρυνσής της προς όφελος της κοινότητας. Νομιμοποιεί και ενισχύει επίσης τη φωνή εκείνων που ακούγονται λιγότερο, ενώ δίνει χώρο σε αναδυόμενα ρεύματα ιδεών, τέχνης, ακτιβισμού. Η συμμετοχή είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει την κουλτούρα της καθημερινής ζωής σε σύγκλιση με την πολιτισμική πολιτική, να ανατρέψει τις κατεστημένες αξίες και πρότυπα, να καλλιεργήσει το έδαφος για μια νέα πολιτισμική ηγεμονία.

Οι πολιτισμικοί πόροι δεν αποτελούν ένα παγιωμένο κεφάλαιο, δεδομένου ότι μετριούνται, σταθμίζονται αναλόγως και αξιοποιούνται σε διαφορετικό βαθμό από διαφορετικά σχέδια πολιτικής παρέμβασης. Οι στόχοι κάθε πολιτικής έχουν άμεση σχέση με τους πόρους, τη συσσώρευση πολιτισμικού κεφαλαίου και τις στρατηγικές επενδύσεις σε αυτή ή την άλλη κατεύθυνση. Πέραν των γνωστών και, συχνά, υπεραντλημένων πόρων, υπάρχουν αφανείς ή υποτιμημένοι πόροι που μπορούν να ενταχθούν σε έναν καινοτόμο σχεδιασμό αποδίδοντας προστιθέμενη αξία στο κοινωνικό συμβολικό κεφάλαιο προς όφελος των πιο ευάλωτων ομάδων. Πολιτισμικές και πολιτιστικές ροές και μεταφορές, δίκτυα και ψηφιακές εφαρμογές μπορούν να εμπλουτίσουν μια περιφέρεια ή έναν τομέα που χρειάζεται ενδυνάμωση. Ακόμη, η αποδοτικότητα των πόρων μπορεί να πολλαπλασιαστεί με την αναδιανομή, προκειμένου να ενισχυθούν υπάλληλα στρώματα και να μεταβληθούν οι συσχετισμοί ηγεμονίας.

Η διαφορετικότητα συνιστά αποφασιστικό παράγοντα ύπαρξης και ανθεκτικότητας των σύγχρονων κοινωνιών, εξασφαλίζοντας την ανανέωση της πολιτισμικής βιοποικιλότητας σε εποχή παγκοσμιοποίησης. Ο σεβασμός στον Άλλο, τον διαφορετικό, οι κανόνες της κοινής συμβίωσης, η ανταλλαγή και η σύνθεση των πολιτισμικών στοιχείων δίνουν τον τόνο σε κοινωνίες ανοιχτές στο νέο και το διαφορετικό, σε παραγωγικά και δημιουργικά σχήματα. Υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της μονοδιάστατης ταυτότητας που είναι περιχαρακωμένη και εσωστρεφής, η διαφορετικότητα προσφέρει μια στέρεη γέφυρα σύνδεσης με τις αναδυόμενες υβριδικές κουλτούρες και τις συνθήκες μιας νέας πολιτισμικής ιθαγένειας, που διαμορφώνεται στον ορίζοντα της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Οι πολιτισμικές ανισότητες και διακρίσεις που διατρέχουν την κοινωνία θέτουν εμπόδια στη συμμετοχή, οδηγούν σε συμβολικές συγκρούσεις και πολιτισμικούς πολέμους, απειλούν την κοινωνική συνοχή. Λειτουργώντας στο επίπεδο του συμβολικού ως βραδυφλεγείς βόμβες, δεν γίνονται συνήθως αντικείμενο έρευνας και παρέμβασης παρά μόνο μετά την εμφάνιση του τελικού αποτελέσματος, το οποίο όμως έχουν κυοφορήσει επί μακρόν, που είναι τα φαινόμενα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, βίας, ξενοφοβίας. Η αναδιανομή των πόρων και η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί όχι μόνο να τις αμβλύνει αλλά να τις μετατρέψει και σε εργαλείο διαλόγου και σχεδιασμού μιας σύγχρονης προοδευτικής πολιτισμικής πολιτικής.

 

5. Σχέδιο δημόσιας παρέμβασης

Το σταυροδρόμι στο οποίο συναντιέται η πολιτισμική πολιτική με τη βιωμένη κουλτούρα και την καθημερινή ζωή είναι εξαιρετικά παραγωγικό, υπερβαίνει τις παλιές ιεραρχικές δομές και απελευθερώνει δημιουργικές δυνάμεις προς όφελος της πολιτιστικής ανάπτυξης μιας χώρας και μιας ολόκληρης κοινωνίας – όχι μόνο των «πολιτισμένων» αλλά και όσων δεν βρίσκονται ψηλά ή στο κέντρο αλλά στο περιθώριο ή σε έκκεντρα σημεία του κοινωνικοπολιτισμικού χάρτη.

Η θεμελίωση αυτής της με την ευρεία έννοια προοδευτικής πολιτισμικής πολιτικής στηρίζεται στις έννοιες-κλειδί στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω αλλά επίσης στην ανάπτυξη της κοινοτικής κουλτούρας, εγγύτερα στο παρόν και στα σύγχρονα φαινόμενα, στις νοοτροπίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές, στις πολιτισμικές ταυτότητες και την πολιτισμική ιδιότητα του πολίτη, στις νέες πολιτιστικές πρακτικές. Αναζητώντας τρόπους παρέμβασης, μια τέτοια πολιτισμική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι ανοιχτή σε συνεργασίες με τον κόσμο της εκπαίδευσης, στις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού, στον διάλογο με τα κοινωφελή πολιτιστικά ιδρύματα, στις προκλήσεις και τις ανταλλαγές στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, στην πολιτιστική βιομηχανία, στον τουρισμό και στην εν γένει οικονομική αναπτυξιακή διάσταση του πολιτισμού.

Τα παραπάνω είναι τα συστατικά στοιχεία ενός Πολιτισμικού Σχεδίου που πρέπει να αποπειραθεί να αλλάξει ριζικά τον πολιτισμικό προσανατολισμό της χώρας, ανανεώνοντας το παλιό πολιτισμικό μοντέλο που εφαρμόζεται εδώ και πολλές δεκαετίες. Μέσα από ένα τέτοιο Πολιτισμικό Σχέδιο μπορεί να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα το διακύβευμα της Πολιτισμικής Δημοκρατίας, που πρέπει να κερδηθεί για να επιφυλάξουμε στον εαυτό μας και στις επόμενες γενιές μια νέα κουλτούρα της καθημερινής ζωής που θα έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει και που θα μας οδηγήσει πέρα από τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης και κρίσης όπου ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια.

Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ΧΡΟΝΟΣ