Άνοδος του λαϊκισμού: Υπαίτιο το Έθνος κράτος

Δημήτρης Σκουρέλλος 03 Οκτ 2022

Αμάν με αυτούς τους μετανάστες: φταίνε για όλα. Φταίνε και για την άνοδο της ακροδεξιάς. Φταίνε και για το λαϊκισμό. Φταίνε, φαίνεται, και για τους ανερμάτιστους πολιτικούς που δημαγωγούν λέγοντας τα παραπάνω.

            Τη διαπραγμάτευση της υπαιτιότητας την κάνουν δικαστήρια. Έτσι. Είθισται. Δεν είναι δουλειά τών πολιτικών. Τουλάχιστον των δημοκρατών/-ισσών. Κι εγώ αδυνατώ να υπαιτιοϋποδεικνύω. Μπορώ να συλλογίζομαι. Να αποδέχομαι και να τεκμηριώνω. Της δικής μου τεκμηρίωσης αυτή η προσπάθεια «ἀποδέξεως». Νισάφι πια.

            Επί συναπτά έτη τριάντα για την εξάπλωση αυτήν του λαϊκισμού ακούμε. Και επί συναπτά έτη τριάντα επίδοξους εκμαυλιστές τής δημοκρατίας να επιδοκιμάζονται πολλαπλώς, εκλογικά, ηθικά, ιδεολογικά από τις δυτικές κοινωνίες (και όχι μόνο) βλέπουμε. Τι συνέβη όμως τριάντα χρόνια πριν; Σίγουρα όχι η δημογραφική δήθεν «αλλοίωση» των εθνικών μας κοινωνιών.

            Αυτό που σημειώθηκε προ τριακονταετίας και μοιάζει πηγή τής λαϊκιστικής εφόδου δεν απέχει πολύ από την προφανή και επιδεικτικά σημαίνουσα αποκάλυψη της απόδρομης πορείας τού έθνους κράτους. Η κατάρρευση των δικτατοριών τής Ανατολής και η επιβλητική δύναμη της οικονομίας τής επικοινωνίας κατέστησαν σαφή την ορθολογιστική ανάγκη να μεταρρυθμίσουμε της πολιτικές οντότητες διακυβέρνησης προς διεθνοποιημένα και χρηστικώς αποταυτοποιημένα προς την τοπικότητα πρότυπα, που να αναλογούν στις τεχνολογικές και οικονομικές δυνατότητες της νέας εκδοχής τής παγκοσμιοποίησης.

            Γιατί η παγκοσμιοποίηση ως αίτημα και εν εξελίξει φαινόμενο δεν αποτελεί προνόμιο της τρέχουσας εποχής. Αποτελεί διαδικασία με βαθιές ρίζες στον ουμανισμό και το αστικό φαινόμενο. Παγκοσμιοποιήσεις γνώρισε η ανθρωπότητα πολλές τους τελευταίους αιώνες. Από την περίοδο των Ανακαλύψεων, την εποχή της βιομηχανίας έως τα χρόνια του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, την αποαποικιοποίηση και την ανάδυση της αυταρχικής οικουμενικότητας του κομουνισμού. Σε όλες τούτες τις χρονικά ορισμένες πτυχές η ανάπτυξη των τεχνολογικοοικονομικών ανθρώπινων δυνατοτήτων καθόρισε την Ιστορία. Τα αίματα, οι συγκρούσεις, οι διχασμοί νοηματοδοτήθηκαν σαφώς από τη στάση προαγωγής ή αντίστασης των κοινωνικών συνόλων στην αλλαγή. Διαχρονικά ο κόσμος έζησε και ξανάζησε γκιλοτίνες και Βανδέες, εκσυγχρονιστές και πιστούς τής καθυστέρησης. Σε όλες τις περιπτώσεις η νεοτερικότητα αρθρωνόταν βάσει της εγγενούς της τελεολογίας, της οικουμενικότητας.

             Το ίδιο το έθνος κράτος τής αστικής δημοκρατίας αποτέλεσε στην αρχή του όχημα προς την οικουμενικότητα, στο βαθμό που στήθηκε αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της επιστήμης και τις προσταγές τού ορθού λόγου. Το «τέλος τής ιστορίας», όταν ήλθε στις αρχές τού ’90, δεν ήταν αποσάθρωση του μοντέρνου αλλά ανατοποθέτηση της νεοτερικότητας προς την τελική φάση αναγέννησης των εργαλείων εξυπηρέτησης του αιτήματος της οικουμενικότητας. Στην Ευρώπη έσπευσαν υποκριτές δογματοληπτικοί όλων των πολιτικοϊδεολογικών αποχρώσεων να κηρύξουν την αντίσταση μετά λύπης στην νέα κατάσταση. Αντί, τουλάχιστον οι συνεπείς ορθολογιστές να υποδεχθούν με περισσή αισιοδοξία και δημιουργική αναδιάθεση των δραστηριοτήτων τους τη σύγχρονη καμπή υπέρ της οικουμενικότητας. Στο όνομα της δήθεν νεοτερικότητας δυστυχώς απέρριψαν εσφαλμένα το καθεαυτόν νεότερο.

            Δεν είναι να μακρηγορήσει κανείς για τους περιορισμούς εξυπηρέτησης των νέων εξελίξεων της ανθρώπινης εξέλιξης από τή διαχειριστική σκευή τού έθνους κράτους. Ούτε να εκλάβει τα πισωγυρίσματα της παγκοσμιοποίησης ως όρους κατάργησης της πορείας τής οικουμενικότητας. Και παλιότερα οι θνήσκοντες θεσμοί καλούνταν να επιχειρήσουν αυτοί να ανταποκριθούν επιλύοντας τις περίπλοκες εκφάνσεις τής ανά χρόνους ιστορικής κατάστασης. Εκδήλωση ανάλογων κινήσεων ως κύκνειο άσμα κατέστη η εύγλωττη επιβολή τού έθνους κράτους ΟΔΓ στην περίπτωση του κουρέματος του ελληνικού χρέους πριν από μια δεκαετία. Ένα εκφραστικό παράδειγμα αναντιστοιχίας οικονομίας και κοινωνικών απαιτήσεων με τη διαθέσιμη κατάσταση των πολιτικών μέσων και των οντοτήτων διακυβέρνησης.

            Αν θεωρήσουμε συγκριτικά το αναπτυξιακό ξεδίπλωμα της νεοτερικότητας υπό το σχήμα ενός κύματος επανερχόμενου στην ακτή, θα ήταν άστοχο να μην παρατηρήσουμε πως στις πλείστες ευκαιρίες οικουμενικής εξάπλωσης της νεοτερικότητας κατά την παρέλευση της τουλάχιστον τρισαίωνης «ιστορίας» της ο εκσυγχρονισμός (δηλ. η προσαρμογή και ωφέλιμη διευθέτηση σε εξυπηρέτηση της παγκοσμιότητας –της κοινής ανθρώπινης πορείας, πέρα από τοπικότητες) αντιμετώπιζε, ακόμη και στις δυτικές χώρες από τις οποίες εκπεμπόταν προς την ανθρωπότητα, ισχυρές αντίπαλες δυνάμεις, καθώς ποτέ η νεοτερικότητα δεν μπόρεσε να καλύψει με ίσους όρους τις ιστορικά αναντίστοιχες μεταξύ τους σύνολες περιοχές του πλανήτη. Άλλοτε Οθωμανική αυτοκρατορία, άλλοτε Άπω Ανατολή, άλλοτε πάλι αναδυόμενες μετααποικιακές κοινωνίες συγκροτούσαν πεδία αντίστασης, που έφερναν τις απηχήσεις τους βαθιά στο επίκεντρο των περισσότερο προωθημένων κοινωνιών της νεοτερικότητας απειλώντας και ενίοτε αντινοηματοδοτώντας τις εκάστοτε παγκοσμιοποιήσεις.

            Έτσι και ο σύγχρονός μας λαϊκισμός δεν αποτελεί επίκληση προσαρμογής στην νεοτερικότητα αλλά προβάλλει εκδηλωτικός εχθρός τής οικουμενικότητας που αντλεί από τη δυσανάλογη περίσσεια παραδειγμάτων και αντιδράσεων της αντινεοτερικότητας διεθνώς. Με άλλα λόγια εκείνοι που μιλούν για τη διάβρωση των νεοτερικών κατακτήσεων των δυτικών κοινωνιών από τη μαζική (έτσι την βλέπουν καταχρηστικά και με αμφίβολη ευθυκρισία) υποδοχή πληθυσμών από χώρες με μη νεοτερική παράδοση δεν κάνουν άλλο παρά ανθίστανται στο νεότερο και τη φαινομενολογία του  επικαλούμενοι μια αντινοηματοδοτημένη αντιοικουμενική (ει μη και αντιανθρώπινη καθότι αρνητής τής πλήρους ισότητας των ανθρώπων μεταξύ τους) νεοτερικότητα, δηλαδή μια ύπουλα μεταμορφωμένη στα εξωτερικά της συνθήματα υπορρέουσα καθυστέρηση.

            Ιδού το εσωτερικό διακύβευμα στις δυτικές ή νεοτερικά ιστορικότερες κοινωνίες! Να βρουν τα μέσα εκείνα που θα υπερβαίνουν τα κωλύματα και τις αντιστάσεις απέναντι στην έμπρακτη ανθρώπινη ισότητα. Και τα μέσα αυτά έχει πάψει από μόνο του να τα παρέχει ως μορφή και πραγματιστική οντότητα το έθνος κράτος.

            Πώς άλλωστε το έθνος κράτος να ανταποκριθεί σε μια παγκοσμιοποιημένη και ανοικτή νεοτερικότητα με τις χωριστικές φαντασιώσεις του έθνους ως μοναδικού υποκειμένου διακυβέρνησης υπό το φάσμα των κυριάρχων (όπερ μεθερμηνευόμενον: προνομιούχων, άρα και μη υποκείμενων στην ισότητα) λαών. Η αποεκλεκτική ισότητα που έφερε το έθνος κράτος στο εσωτερικό του αντικαθιστώντας τις τάξεις και την ιεραρχία εξουσιοδότησης των μη νεοτερικών κρατών στις μέρες μας αντινοηματοδοτείται ως εκλεκτικός διαχωρισμός έναντι των «άλλων», είτε αφενός των λιγότερο ανεπτυγμένων προς την νεοτερικότητα νεοτερισμένων πληθυσμών ή των σχεδόν ανεόριστων πλειονοτήτων της παγκόσμιας δημογραφίας αφετέρου.

            Η αποεκλεκτικοποίηση, ωστόσο, της ταυτοτικής σχέσης κρατών εθνών και κρατικών εθνοτήτων όπως δημιουργήθηκε οριστικά στις μεταπολεμικές (τού Β’ ΠΠ) δυτικές κοινωνίες δεν προέρχεται από την επικράτηση των μεταναστευτικών επιρροών. Αντίθετα σχετίζεται περίπου ντετερμινιστικά από τη διάδοση των πολιτισμικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων τής εποχής μας, που δεν τείνουν παρά στο να προσαρμόζονται με τις κατεξοχήν επικοινωνιακές και εμφατικά πλουραλιστικές μορφές ρύθμισης της οικονομίας και της πολιτικής. Το παράδοξο: οι τεχνολογικά «ισχυροί» πολίτες αρνούνται την εξισωτική ενδυνάμωση των λιγότερο ισχυρών, μονονότι η ισχυρή θέση τών πρώτων θεμελιώνεται ακριβώς στη διεύρυνση των δυνατοτήτων επικοινωνίας και αυτοεξέλιξης, που υπό ειλικρινείς συνθήκες συνεπάγεται τη μη ανακλητή υποδοχή των άλλων (όλων τους) ως ίσων.

            Το παράδοξο αυτό ας το έχουμε  εις κατανόηση, ειδάλλως θα παρατρέχουμε στη φιλολογία τής καθυστέρησης ή θα συνθηκολογούμε στο όνομα της συναίνεσης ή σύνθεσης με την αντινεοτερικότητα. Σήμερα το ζητούμενο για τον ουμανισμό είναι η προσαρμογή του φαντασιακού μας προς την οικουμενικότητα. Ελευθερία Δικαιοσύνη σημαίνει πρωτίστως απαράκαμπτη παροχή ισότητας και υπεροχή τής ανθρώπινης ιδιότητας ως της μόνης και αποκλειστικής κατάστασης της ύπαρξης. Τουτέστιν ακατάβλητη στοίχιση στην ανάγκη της οικουμενικής διακυβέρνησης, της εξάπλωσης της δημοκρατίας και της νίκης της οικονομίας έναντι των πολιτικών θεσμών, καθώς η πρώτη προκύπτει, τεκμηριώμενα και αποδεικτικά, εξισοτικότερη των πολιτικών μέσων εξουσιοδότησης και διακυβέρνησης, δηλαδή των θεσμών και των καταβολών υποβάθρου τού έθνους κράτους.

Αλλά πώς να πείσεις τους εθνικούς βουλευτές για την αναγκαιότητα κατάργησης της εθνικής βουλής, δηλαδή της εκλογιμότητάς τους;  Πώς να εργαστούν οι βολεμένοι δημοκράτες τού έθνους για την παγκόσμια δημοκρατία; Είναι οξύμωρο. Για αυτό: «φταίνε οι μετανάστες». Όμως, σήμερα εκδηλωτικά αδιαμφισβήτητος καθίσταται ο εθνικά προσδιορισμένος εχθρός της δημοκρατίας: Ρωσία (και Κίνα). Συνεπώς, όλοι/ες από κοινού με τους μετανάστες/στριες ας πολεμήσουμε «δημοκράτες» που απεργάζονται την εθνικοποίηση ή την πολιτισμική ταυτοποίηση της δημοκρατίας: αλλιώς Ρωσία παντού.