Ο-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 04 Ιαν 2017

Η χρονιά άλλαξε, ένας νέος κόσμος είναι προ των πυλών, ο Ομπάμα φεύγει και ο απολογισμός του τελειώνει με θλίψη. Αλλά και με επίγνωση της σχετικότητας των πραγμάτων: η σύγκριση της κατάστασης που παραδίνουμε με την κατάσταση που έρχεται και των λαθών μας με τα λάθη των άλλων αποτελεί αναγκαίο μέτρο κρίσης, ιδίως στο δημόσιο βίο.

  1. Αστοχίες και υστερήσεις 

Για τους τομείς πολιτικής στους οποίους δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες ο Ομπάμα έχουμε ήδη μιλήσει: Γουαντάναμο, Μέση Ανατολή και Συρία, εξισορρόπηση πλούσιων και φτωχών, λευκών και μη λευκών στην Αμερική, βελτίωση της διεθνούς ασφάλειας και συνεργασίας. Όμως, πέρα από τους ειδικούς τομείς, στους οποίους ποτέ κανείς Πρόεδρος σε καμία χώρα δεν τα έκανε όλα σωστά, αυτός ειδικά ο Πρόεδρος θα πρέπει να κριθεί και με βάση την υπόσχεση που ο ίδιος είχε δώσει ότι «θα έκανε καλύτερη την πολιτική» στη χώρα του και θα έδινε έτσι το παράδειγμα στον κόσμο όλο. Τέσσερα εμβληματικά πεδία δείχνουν ότι , ενώ προσπάθησε, δεν τα κατάφερε.

Κανείς δεν πίστευε –ίσως εκτός από τον ίδιο- και δεν του ζητούσε –ίσως εκτός από εκείνους που ήθελαν να τον υπονομεύσουν- ότι ο Ομπάμα ήταν ικανός να «αλλάξει τον κόσμο». Όμως όλοι, με πρώτο τον ίδιο, είχαν επίγνωση ότι είχε λαϊκή εντολή να «αλλάξει τη Γουάσινγκτον», δηλαδή τον τρόπο που διεξάγεται η πολιτική διαπάλη και λαμβάνονται οι αποφάσεις στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Αυτό όχι μόνο δεν έγινε, αλλά επί Προεδρίας του προστέθηκε, σχεδόν ως δομικό, ένα νέο στοιχείο: το «συστημικό μπλοκάρισμα» (gridlock). Όχι μόνο δεν λειτούργησε το σύστημα των ισορροπιών μεταξύ των εξουσιών και των αντιβάρων στις «υπερεξουσίες» του Προέδρου, αλλά –εξαρχής, και πάντως συντριπτικά μετά την κατάκτηση πλειοψηφίας από τους πολιτικούς αντιπάλους του και στα δύο νομοθετικά σώματα- κάθε πρωτοβουλία του Προέδρου συναντούσε σθεναρή και συχνά μετωπική αντίδραση, ενώ υπήρξαν και δύο τουλάχιστον πρωτοφανείς περιπτώσεις καταπάτησης της συνταγματικής τάξης λόγω αλληλοεξουδετέρωσης μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας: πρόκειται για τις δύο ασυμφωνίες –στη μέση της πρώτης και στην αρχή της δεύτερης θητείας- για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που απείλησαν να οδηγήσουν τη χώρα σε οικειοθελή χρεοκοπία και πάντως την  οδήγησαν σε πιστοληπτική υποβάθμιση, καθώς και για την άρνηση της Γερουσίας όχι μόνο να υπερψηφίσει αλλά έστω να ακροαστεί τον προταθέντα από τον Πρόεδρο για την αναπλήρωση του αποθανόντα υπερσυντηρητικού ανώτατου δικαστή Σκάλια. Στην πρώτη περίπτωση βρέθηκε ένας –κακός- συμβιβασμός. Στη δεύτερη άνοιξε ο δρόμος για τον Τραμπ να ορίσει έναν δικαστή της δικής του «λογικής» και να σφραγίσει την – αντιελευθεριακή;- στροφή του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Ο Ομπάμα πιθανότατα δεν μπορούσε να αποφύγει τις δύο αυτές χαρακτηριστικές του ψυχροπολεμικού κλίματος στη Γουάσινγκτον εξελίξεις –από την αντιπαράθεση μάλιστα γύρω από τον προϋπολογισμό μπορεί και να θεωρηθεί ότι βγήκε νικητής. Όμως δεν βελτίωσε τα πράγματα ούτε σε επίπεδο «καθημερινής άσκησης» της πολιτικής: η δύναμη των λομπιστών, και γενικά, όπως θα δούμε και παρακάτω, του χρήματος στην πολιτική όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε’  οι «πελατειακού» τύπου διορισμοί, ιδίως στις παραδοσιακά «προσφερόμενες» θέσεις Πρεσβευτών, συνεχίστηκαν ακάθεκτες (η επιλογή της παραγωγού του Bold & Beautiful για την Πρεσβεία της Ουγγαρίας μάλλον δεν υπάκουε στα αξιοκρατικά κριτήρια για τα οποία είχε κάνει λόγο ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου όταν ήταν υποψήφιος)’ αυτός ο άλλος τρόπος «ώστε η πολιτική να καθρεφτίζει ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα μας» ουδέποτε βρέθηκε –και είναι αμφίβολο αν έστω ψηλαφίστηκε. Στο τέλος της θητείας του Ομπάμα το 90% των Αμερικανών δεν εμπιστεύεται τη Βουλή και σχεδόν αντίστοιχο την πολιτική.  Η πολιτιστική επανάσταση θα πρέπει να περιμένει … τον Τραμπ.

Αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί τη συμφιλίωση των Αμερικανών με τον εαυτό τους και με τους συμπολίτες τους. Κατέληξε, όσο κι αν προσπάθησε, ιδίως στους λόγους του, να σπείρει αυτό το νέο για τα αμερικανικά ήθη σπόρο, να δει και να παραδεχτεί το θρίαμβο του θυμού και της διχόνοιας. Το Τσάι Πάρτι έκανε ήδη από τον Ιανουάριο του 2010 επίδειξη δύναμης με τη συγκέντρωση 100.000 οπαδών της συντηρητικής επαναθεμελίωσης της Αμερικής και κατάφερε να περάσει το διχαστικό του μήνυμα όχι μόνο στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αλλά και όλης της κοινωνίας, βάζοντας έτσι τα θεμέλια, από την αρχή της προεδρίας Ομπάμα, για την ανέλιξη ενός Τραμπ στην εξουσία. Το μίσος για κάθε τι το «προοδευτικό» και η συνωμοσιολογία για τους πάντες και τα πάντα (ξεκινώντας από τον ίδιο τον «μουσουλμάνο», «αντι-αμερικανό» και «αντίχριστο» Πρόεδρο) έγιναν, για πρώτη φορά, τόσο mainstream.

Ο Ομπάμα κράτησε –και δεν είναι διόλου λίγο- την αξιοπρέπεια και την ψυχραιμία του. Επίσης –και είναι κι αυτό προς τιμή του- δεν αρνήθηκε την πραγματικότητα ούτε την αυτοκριτική: στον τελευταίο ετήσιο λόγο του για την «Κατάσταση του Έθνους» (State of the Union), τον Ιανουάριο του 2016, παραδέχτηκε ανοιχτά ότι, επί Προεδρίας του, η Αμερική και η πολιτική «έγιναν περισσότερο, και όχι λιγότερο, πολωμένες», ότι μεγάλωσε «η πικρία και η καχυποψία μεταξύ των κομμάτων» και ότι ο ίδιος δεν κατάφερε να «ρίξει τις αναγκαίες γέφυρες», όπως θα έκαναν ίσως τα πολιτικά ινδάλματά του, ο Λίνκολν και ο Ρούζβελτ. Άραγε αυτή η στάση περίκλεισης στο χρυσελεφάντινο πύργο της ψυχραιμίας –και γλιστρήματος ίσως της ψυχραιμίας στην απάθεια- ήταν ο σωστός τρόπος αντίδρασης στην πρωτοφανή σκλήρυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα του; Το βέβαιο είναι ότι εμπόδισαν τον Ομπάμα να κάνει αυτά που θα ήθελε στους δύο πιο κρίσιμους, αλλά και πιο χαρακτηριστικούς, τομείς της αμερικανικής ζωής: το χρήμα και τα όπλα.

Και στους δύο αυτούς τομείς ο Ομπάμα νικήθηκε από τον σχεδόν απαγορευτικό συσχετισμό δυνάμεων αλλά και από τα ίδια τα όρια της «συναινετικής» μεθόδου του. Τόσο σχετικά με την οπλοκατοχή, ζήτημα που κατέστη πρώτης γραμμής μέσα από μια σειρά βίαιων φόνων, όσο με την κυριαρχία του χρήματος, κατά τις προεκλογικές ιδίως καμπάνιες αλλά και σε κάθε άλλη πολιτική εκδήλωση, ο Ομπάμα συνάντησε ανυπέρβλητα θεσμικά εμπόδια: ως προς τον έλεχο της οπλοκατοχής, την «πλειοψηφία μπλοκαρίσματος» των 60 Γερουσιαστών, την «ιερή» εκ της Δεύτερης Τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος «ελευθερία» των Αμερικανών να φέρουν όπλα, την πρακτική και νομολογιακή επικράτηση του «δικαίου της αυτοπροστασίας» («Stand your Ground”, που για τις δυνάμεις τήρησης της τάξης μεταφράζεται σε «πρώτα πυροβολείς και μετά αναρωτιέσαι»), το πανίσχυρο NRA (National Rifle Association) με τον πακτωλό των χρημάτων του και το φανατισμό των μελών του’ ως προς τον περιορισμό του πολιτικού χρήματος, τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Ιανουάριο του 2010 και τον Απρίλιο του 2014, με τις οποίες, πάντα με πλειοψηφία 5-4 και με την ψήφο του Προέδρου Ρόμπερτς να είναι καθοριστική για τη διαμόρφωσή της, κρίθηκε αντισυνταγματικός ο οποιοσδήποτε περιορισμός στις «πολιτικές επιδοτήσεις», τόσο από εταιρίες όσο και από ιδιώτες.

Θα ήταν άδικο να λέγαμε ότι ο Ομπάμα έμεινε με σταυρωμένα χέρια, έστω και απέναντι σε τέτοια εμπόδια. Έκανε δυο νομοθετικές προσπάθειες για την οπλοκατοχή: μία μέσω κανονικής νομοθέτησης, τον Απρίλιο του 2013, στην οποία προτεινόταν ένα σύστημα στοιχειώδους ελέγχου της αγοράς όπλων ως αντίδραση στο φονικό σε ένα σχολείο στο Newton του Connecticut (20 νεκροί μαθητές) -τη σταμάτησε το τείχος των 60 Γερουσιαστών αλλά δεν πήρε καν όλες τις ψήφους των Δημοκρατικών’  και μία, μέσω προεδρικού διατάγματος, τον Ιανουάριο του 2016, με το οποίο μπαίνουν κάποιοι γενικοί κανόνες ελέγχου, για την υλοποίηση όμως των οποίων χρειάζεται η έγκριση της Βουλής. Για το πολεμικό χρήμα μία φορά προσπάθησε: τον Απρίλιο του 2010, ως αντίδραση στην πρώτη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προτάθηκε, και απορρίφθηκε από τη Γερουσία, η “Disclosure Act”, για μεγαλύτερη διαφάνεια της προέλευσης των χρημάτων και απαγόρευση προσφορών προερχόμενων από πηγές εκτός της χώρας. Ο Ομπάμα δεν μπόρεσε να αποτρέψει ούτε τις προεδρικές εκλογές του 2012, τις οποίες κέρδισε, από το να είναι (ως τις επόμενες) οι πιο σπάταλες της αμερικανικής ιστορίας (οι υποψήφιοι μάζεψαν και ξόδεψαν περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια δολάρια), ούτε μια περιοχή της πόλης του, του Σικάγο, να αφεθεί έρμαιο του καθημερινού πολέμου συμμοριών και άλλων ασκούντων το ιερό συνταγματικό τους δικαίωμα ομάδων.

Ο Ομπάμα είχε ο μόνος του βάλει τον πήχυ ψηλά –και μόνος του τον διατήρησε εκεί σε όλη τη διάρκεια της οκταετίας του. Στη συνταρακτική, αλλά και συνταρακτικά καθυστερημένη, εξομολόγηση του στο τελευταίο του State of the Union, εκτός από την αυτοκριτική, που αναφέραμε ήδη, έκανε λόγο και για τρεις τομείς στους οποίους θα ήθελε να είχε αφήσει το αποτύπωμά του: την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, την ηγεσία της χώρας του στη μάχη κατά του καρκίνου, τη μείωση της «αδηφάγου τρέλας» (recklessness) της Wall Street.

Θα ήθελε –αλλά δεν μπόρεσε: ακριβώς το αντίθετο του συνθήματος που τον έφερε στην εξουσία και τον φόρτωσε με τις ελπίδες της ανθρωπότητας. Αλλά έστω κι αν δεν αφήνει έναν καλύτερο κόσμο, είναι βέβαιο ότι πάλεψε για να μην αφήσει τον χειρότερο που έρχεται.