Ο-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 28 Δεκ 2016

Υπάρχουν ηγέτες που αποτυγχάνουν επειδή δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν. Άλλοι επειδή καν δεν προσπάθησαν. Και άλλοι που, ακόμα και αποτυγχάνοντας, έμειναν πιστοί στον εαυτό τους.

 

  1. Το φυλετικό ζήτημα

 

Είναι το μεγάλο παράδοξο –και, υπ’ αυτή την έννοια μια κρίσιμη αποτυχία- της Προεδρίας Ομπάμα: ο Πρόεδρος που όχι μόνο διακήρυξε αλλά και έβαλε ως στόχο τη δημιουργία μιας «μετα-ρατσιστικής (post-racial) Αμερικής», και που το 75% των συμπατριωτών του πίστεψε αρχικά ότι ήταν ικανός να το επιτύχει, είδε να αυξάνεται, στη διάρκεια των δυο θητειών του, η ανισότητα σε βάρος των 39 εκατομμυρίων μαύρων της Αμερικής και να χειροτερεύει, με οικονομικούς όρους, η κατάσταση αυτού του 13% του πληθυσμού των ΗΠΑ.

Από τον Ομπάμα δεν έλειψαν, και σε αυτή την περίπτωση, ούτε οι καλές προθέσεις, ούτε τα σωστά λόγια, ούτε η αίσθηση της Ιστορίας: ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα ας θυμηθούμε το ταξίδι στη Γκάνα τον Ιούλιο του 2009 και την αποκατάσταση του δεσμού μεταξύ δουλείας και «μαύρης κατάστασης», το προσκύνημα στη Σέλμα το Μάρτιο του 2015 και την υπέρβαση των φυλετικών αντιδικιών μέσω του αγώνα για τα δικαιώματα. Πλήρωσε όμως μια σειρά από παράγοντες που δεν οφείλονται, είναι αλήθεια, όλοι σε δικές του επιλογές: το γεγονός ότι το τόσο μη τυπικό φυλετικό (μιγάς και μάλιστα πολύ-πολιτισμικός) και ιδιοσυγκρασιακό (πολύ μορφωμένος και πολύ ρεαλιστής) προφίλ του έκανε τη μαύρη κοινότητα να τον θεωρεί έναν «μη μαύρο» μαύρο Πρόεδρο και μεγάλα τμήματα της λευκής πλειοψηφίας –αυτά που θα έδιναν φέτος τη νίκη στον Τραμπ- να τον κατηγορεί για εξτρεμισμό αλλά και για «αντι-αμερικανισμό»’  την τακτική των ίσων αποστάσεων που υιοθέτησε πριν ακόμα έλθει στην εξουσία: στον πρώτο λόγο με τον οποίο έγινε γνωστός στο αμερικανικό κοινό, στη Συνδιάσκεψη των Δημοκρατικών το 2004, ο Ομπάμα διατύπωσε, κι έκτοτε ακολούθησε, την αρχή «Δεν υπάρχει μαύρη Αμερική και λευκή Αμερική, υπάρχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής»΄ τη μετατροπή του μίσους, εναντίον του και εναντίον της γενικής κατάστασης των πραγμάτων, και της βίας, φραστικής και σωματικής, σε γυμνά όπλα που επανέφεραν την τραγωδία του αμερικανικού ρατσισμού ορμητικά στο προσκήνιο.

Στη βία αυτή σκόνταψε ο Ομπάμα, και δεν μπόρεσε ποτέ να την ξεπεράσει. Όταν από την αρχή της θητείας του οι οπαδοί του Κόμματος του Τσαγιού είχαν το θράσος να οργανώσουν αντι-διαδήλωση με σύνθημα την αποκατάσταση της (λευκής) τιμής της Αμερικής την ίδια τη μέρα της επετείου του «I have a dream” του Martin Luther King (28 Αυγούστου 2010), τα χειρότερα δεν μπορούσαν παρά να έρθουν. Και τα χειρότερα ήταν αυτή η ατέλειωτη σειρά ρατσιστικών επιθέσεων, από την Αριζόνα και τη Γερουσιαστή Gabby Gifford (Ιανουάριος 20111), μια λευκή αλλά μια υπέρ της ισότητας λευκή στον Άγριο Νότο, ως τη Λουιζιάνα του 2016, περνώντας από τις δολοφονίες μαύρων πολιτών από αστυνομικούς και το ξέσπασμα της βίας στη Φλόριδα το Φεβρουάριο του 2012, το Μισούρι, τη Βαλτιμόρη, τη Νέα Υόρκη, το Φέργκιουσαν, μέσα στο ματωμένο 2014, το Τσάρλεστον, τον Ιούνιο του 2015. Η κραυγή «Δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε» της μαύρης κοινότητας μετά τα γεγονότα του Φέργιουσον δεν μπορεί παρά να τρύπησε τ’ αυτιά και την ψυχή του πρώτου μη λευκού Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Ομπάμα δεν λύγισε ούτε άλλαξε πορεία μπροστά στη φυλετική βία, δεν πήρε όμως, λόγω της θεωρίας των ίσων αποστάσεων και τα μέτρα εκείνα που θα μπορούσαν να την αποτρέψουν ή έστω να την απαλύνουν. Τίμησε την αξιοπρέπεια των μαύρων και του αγώνα τους: για τον Trayvon Martin, το νεκρό της Φλόριδα, δεν δίστασε να πει «Αν είχα γιό, θα του έμοιαζε», ενώ μετά τη δολοφονία εννέα μαύρων από ένα έναν ένοπλο λευκό στη εκκλησία του Τσάρλεστον βρήκε τον τρόπο να συνδέσει την άσκοπη θυσία με τον άσβηστο αγώνα. Παράλληλα, και πιο ουσιαστικά, πάλεψε να διασώσει, και διέσωσε από τα δόντια των όλο και πιο εχθρικών κοινοβουλευτικών σωμάτων, ένα μίνιμουμ προστασίας –Ομπάμακεαρ, δωρεάν τροφή- για τους πιο ανυπεράσπιστους, ανάμεσα στους οποίους παραδοσιακά ανήκουν πολλοί μη λευκοί Αμερικανοί. Δεν κατάφερε όμως να ισορροπήσει κοινωνικά και οικονομικά λευκούς και μαύρους (το εισόδημα των δεύτερων έπεσε κατά ένα δέκατο μετά το 2009), με αποτέλεσμα αυτή η ανισότητα να πυροδοτήσει το μίσος των δε και τη διάψευση των ελπίδων των δε.

Η βία γέννησε τη βία στα χρόνια του μαύρου Προέδρου και στράφηκε κυρίως κατά της μαύρης μειοψηφίας. Αν βρήκε τα λόγια για να εκφράσει την ψυχή και τον αγώνα τους, δεν πήρε τα μέτρα που θα βελτίωναν την κατάσταση στους βασικούς θύλακες του αμερικανικού ρατσισμού: το Νότο, τα σχολεία και τις φυλακές. Από την επιθυμία του να μη γίνει ο «Πρόεδρος των μαύρων», ο Ομπάμα δεν μπόρεσε να αποφύγει να γίνει ο Πρόεδρος που περισσότερο από κάθε άλλον καθρέφτισε –και έτσι, έστω έμμεσα, ανέχτηκε- το ρατσισμό στην όλο και πιο διαιρεμένη χώρα του.