Ο-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 15 Δεκ 2016

Ακόμα και σε έναν τομέα στον οποίο δεν τα κατάφερε όσο θα ήθελε, και όσο θα έπρεπε, ετοιμαζόμαστε να δούμε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά που έκανε ο Ομπάμα και σε αυτά που έρχονται. 

  1. Ελευθερίες και δικαιώματα.

Ο πιο «σοσιαλιστής» Πρόεδρος της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας δεν θα μπορούσε παρά να έχει στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων και της δράσης του την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μετά το Τζόνσον και τα μέτρα κατά των φυλετικών διακρίσεων, που πατούσαν πάνω στις αρχές που ο Κένεντι δεν πρόλαβε να υλοποιήσει, κανένας άλλος Πρόεδρος δεν διέθετε μια ρηξικέλευθη ατζέντα στον τομέα αυτόν. Η αλήθεια είναι ότι τέτοια ατζέντα δεν διέθετε ούτε και ο Ομπάμα, παρά τη εμπνευσμένη από την ιστορία –της χώρας του και τη δική του- ρητορική υπέρ της ισότητας και της παροχής ευκαιριών σε όλους για ευημερία και αυτοπραγμάτωση. Μία και μόνο εμβληματική υπόσχεση έδωσε πριν εκλεγεί και, όπως θα δούμε, ανανέωνε τακτικά κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του: ότι θα έκλεινε το σύγχρονο στρατόπεδο συγκέντρωσης υπόπτων τρομοκρατίας στο Γουαντάναμο της Κούβας. Εμβληματική υπόσχεση κι εμβληματική αποτυχία, που, ακριβώς λόγω αυτής της διπλής εμβληματικότητας, σφραγίζει το σύνολο της σχετικής δράσης του Ομπάμα.         

Η αποτυχία οφείλεται περισσότερο στο ταμπεραμέντο και στη μέθοδο του Προέδρου παρά σε αλλαγή κατεύθυνσης ή στην έλλειψη προσπάθειας. Ήδη την τρίτη μέρα από την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 22 Ιανουαρίου 2009, ο Ομπάμα υπέγραψε διάταγμα για –μελλοντικό- κλείσιμο του Γουαντάναμο και, λίγο αργότερα, κατάργησε ένα τμήμα του (το περιώνυμο Camp Delta) και απαγόρευσε το «waterboarding», αυτή την «τεχνική» εικονικού πνιγμού που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον και σχεδόν ανοιχτά επί Μπους για την απόσπαση ομολογιών από τους κρατούμενους –και που υποσχέθηκε να επαναφέρει, και μάλιστα «στο πολλαπλάσιο», ο Τραμπ. Στο λόγο του για την εθνική άμυνα, το Μάιο της ίδιας χρονιάς, ο Ομπάμα ανέλυσε με απόλυτη καθαρότητα και ακρίβεια γιατί έπρεπε να κλείσει το Γουαντάναμο –«πλήττει το κράτος δικαίου», «είναι αντι-οικονομικό και αναποτελεσματικό», «πρόκειται για μια χάλια κατάσταση (a mess) και για προσπάθεια προς τη λάθος κατεύθυνση (a misguided experience)»-, εξήγγειλε το στόχο του –«δεν θα ελευθερωθούν οι κρατούμενοι αλλά θα μεταφερθούν σε αμερικανικές φυλακές»- και προσδιόρισε τη στιγμή του κλεισίματος: σε ένα χρόνο από αυτές τις δηλώσεις.

Μια ψηφοφορία που είχε λάβει χώρα στη Γερουσία μια μέρα πριν και με την οποία είχε αποκλειστεί, με ψήφους 90 έναντι 9, η κρατική χρηματοδότηση για το κλείσιμο του στρατοπέδου, θα μπορούσε να τον είχε κάνει πιο συγκρατημένο. Ο Ομπάμα προτίμησε να μείνει πιστός στη μέθοδό του: αναγγέλλουμε επί της αρχής και μετά βλέπουμε και κάνουμε. Αυτό που είδαμε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η σταδιακή αλλά σταθερή αποδόμηση μιας πρόθεσης που ποτέ δεν έλαβε τα χαρακτηριστικά σχεδίου.

Το χρονοδιάγραμμα δεν συνοδεύτηκε από συγκεκριμένα μέτρα. Αντίθετα, άρχισαν αμέσως οι «εκπτώσεις»: άρνηση να κλείσει και το άλλο στρατόπεδο της ντροπής, στο Μπαγκράμ του Αφγανιστάν΄ μη απαγόρευση της «μεταφοράς» (βλέπε: απαγωγών) υπόπτων για τρομοκρατία από τη ΣΙΑ΄ εντολή να ξαναρχίσουν οι δίκες κρατουμένων μέσα στο Γουαντάναμο, αφού το Δεκέμβριο του 2010 το Κογκρέσο απαγόρευσε τη μεταφορά κρατουμένων σε αμερικανικό έδαφος΄ επιβολή (το Μάρτιο του 2011) μέτρου «προσωρινής» κράτησης χωρίς χρονικό όριο για 47 από τους 172 κρατούμενους, το οποίο μετατράπηκε σε νόμο (τον Ιανουάριο του 2012) για την επ’ αόριστο κράτηση των «ύποπτων» για τρομοκρατία. Τον Απρίλιο του 2013, ο Πρόεδρος έφτασε μάλιστα να υποβάλει στα νομοθετικά σώματα πρόταση, που δεν συζητήθηκε ποτέ, για διάθεση ποσού 200 εκατομμυρίων δολαρίων για «βελτιώσεις» στο Γουαντάναμο.

Το μη κλείσιμο συνοδεύτηκε πάντως από δύο σημαντικές, τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών, βελτιώσεις. Την απαγόρευση των βασανιστηρίων, στη συνέχεια και της δημοσιοποίησης φριχτών όσο και αποκαλυπτικών εκθέσεων από τη ΣΙΑ (τον Απρίλιο του 2009), τα Γουίκιλικς και τη Γερουσία (Έκθεση Φάινστάιν, το Δεκέμβριο του 2014), και την εγκαθίδρυση μιας δικαστικής διαδικασίας με πιο αντικειμενικές εγγυήσεις, ιδίως μέσω ενός «ανεξάρτητου πάνελ». Οι δίκες μπορεί να μη μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ αλλά οι κρατούμενοι διαθέτουν εφεξής τα αμερικανικά δικονομικά όπλα για την υπεράσπιση τους –λίγοι βέβαια απαλλάχτηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι. Στην αρχή (Απρίλιος 2103) και στο τέλος (Φεβρουάριος 2016) της δεύτερης θητείας του, ο Ομπάμα θα επαναλάμβανε ότι ήθελε να κλείσει το Γουαντάναμο, αλλά πλέον το μπλοκάρισμα από τα νομοθετικά σώματα, η απροθυμία των Ευρωπαίων να δεχτούν κρατούμενους στο δικό τους έδαφος (μόνο η Ουρουγουάη του Μούχικα το έκανε, το Δεκέμβριο του 2014) και η δική του αναποφασιστικότητα είχαν γείρει οριστικά τη ζυγαριά. Το Γουαντάναμο έμεινε ανοιχτό –και, με την προεδρία Τραμπ στον ορίζοντα, είναι πιθανό να γνωρίσει μέρες νέας δόξας. Οι κρατούμενοι μειώθηκαν από 242 σε 191, τα βασανιστήρια απαγορεύτηκαν επισήμως –αλλά το κράτος δεν πολυκοιτάει-, οι συνθήκες κράτησης βελτιώθηκαν ελαφρά και οι δίκες διαθέτουν λίγα περισσότερα τυπικά εχέγγυα: στην ουσία ο Ομπάμα νικήθηκε.

Αντιφατικές, αλλά με περισσότερες αναλαμπές, υπήρξαν οι αποφάσεις στο λοιπό πεδίο των δικαιωμάτων. Επί Ομπάμα βελτιώθηκε σημαντικά η κατάσταση στον τομέα της ισότητας των φύλων (η πρώτη προεδρική υπογραφή αφορούσε στη διευκόλυνση της αναζήτησης αποζημίωσης σε περίπτωση άνισης μισθολογικής μεταχείρισης ανδρών και γυναικών –«νόμος Λίλι Λεντμπέτερ»), ενώ η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων και η κατάργηση του «δόγματος της σιωπής» («don’t ask, don’t tell”) για τις σεξουαλικές προτιμήσεις εντός του στρατεύματος συνιστούν ουσιαστικά και συμβολικά φορτισμένα βήματα ισονομίας. Η εγκαθίδρυση της «ουδετερότητας του Διαδικτύου» (μέσο γνώσης και όχι εμπορίου ή προπαγάνδας) συμβαδίζει με μια μοντέρνα και προστατευτική των δικαιωμάτων φιλοσοφία. Το διάταγμα (το Σεπτέμβριο του 2014) για τη μη απέλαση 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών έδειξε ότι ο λαϊκισμός της κοινωνίας και των νομοθετικών σωμάτων μπορεί να νικηθεί από την προεδρική βούληση. Αντίθετα, στο πεδίο προστασίας της ιδιωτικότητας, ο Ομπάμα αντέδρασε αποσπασματικά, άτολμα και υπερβολικά «θεσμικά» στο τσουνάμι των αποκαλύψεων Μάνινγκ, Ασάνζ, Σνόουντεν, ενώ η ανθρωπότητα έμαθε ότι, επί ενός τέτοιου Προέδρου, οι διάφορες αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν μαζικά πολίτες, δημοσιογράφους και ξένους ηγέτες (κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς στοίχισε στην Καγκελάριο Μέρκελ η αδυναμία της στα γραπτά μηνύματα). Αδικαιολόγητα σκληρή υπήρξε, όχι με ευθύνη του Προέδρου αλλά και χωρίς ανάμιξη του, η αντίδραση της αστυνομίας, το Νοέμβριο του 2011, έναντι του «κινήματος» Occupy Wall Street για πιο διαφανή και δίκαιη λειτουργία των αγορών –ενός κινήματος στο οποίο ο φοιτητής και ο ακτιβιστής Ομπάμα θα μπορούσε κάλλιστα, στις μέρες της αθωότητας, να έχει συμμετάσχει.

Στο συνολικά μη θετικό απολογισμό θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την υπαρκτή, σε όλη σχεδόν τη θητεία και σε όλα τα μέτωπα, αντίσταση των νομοθετικών σωμάτων και επιπλέον, ειδικά για τα δικαιώματα, τον εξαιρετικά κρίσιμο και πιο ανοιχτά πολιτικό από ποτέ ρόλο του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ο Ομπάμα έκανε μία και μοναδική κίνηση, διορίζοντας τη φιλελεύθερη και εκτός ελιτίστικου κυκλώματος δικαστή Σόνια Σοτομαγιόρ, το Μάρτιο του 2009. Από εκεί και πέρα, το δικαστήριο δεν του έκανε κανένα δώρο, αν και είναι αλήθεια ότι σχεδόν σε όλες τις μεγάλες αποφάσεις του τον δικαίωσε, πάντα με πλειοψηφία 5-4: και στους γάμους ομοφυλοφίλων (τον Ιούνιο του 2013, αν και πετώντας τη μπάλα στις Πολιτείες) και στο «Ομπάμακέαρ» (τον Οκτώβριο του 2013, αν και θεωρώντας την υγεία εμπορικό αγαθό) και στο νόμο για τη μείωση εκπομπών αερίων (τον Ιούλιο του 2013, αν και υπογραμμίζοντας το ρόλο της ανεξάρτητης αρχής περιβάλλοντος ως σημαντικότερο από του Προέδρου). Ο Πρόεδρος «έχασε» στο ζήτημα της θανατικής ποινής που παραμένει νόμιμη (Ιούλιος του 2013) και στο ζήτημα της χωρίς όριο χρηματοδότησης των προεκλογικών δαπανών (Ιούνιος 2014). Το ίδιο το σύστημα δικαιοσύνης όμως είναι αυτό που έχασε από το επεισόδιο της μη αναπλήρωσης του αποθανόντος δικαστή Σκαλία, λόγω της άρνησης της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας να επιτελέσει το συνταγματικό της καθήκον. Τώρα και αυτή η ευθύνη περνάει στον Τραμπ, ο οποίος, με ένα πλειοψηφικά συντηρητικό δικαστήριο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να συρρικνώσει δικαιώματα και ελευθερίες.

Ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Ομπάμα μπορεί να μην τα έκανε να ανθίσουν, αλλά τουλάχιστον δεν τα αγνόησε και δεν τα περιόρισε. Όπως συμβαίνει για τις περισσότερες από τις δράσεις του, δεν είναι αρκετό, αλλά αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι και διόλου λίγο.