Ο-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 23 Νοε 2016

 Στη σκιά του Τραμπ όλα μοιάζουν μικρά. Ας θυμηθούμε –ήταν χτες, όσο κι αν έχουμε την αίσθηση άλλου αιώνα- πως κάποτε δεν ήταν.  Έτσι ίσως καταλάβουμε και πόσα πολλά, πάλι, κινδυνεύουν.

 

  1. Ομπάμα-κέαρ: επανάσταση ή μερεμέτι; 

Όπως σε όλες τις μεγάλες στιγμές της πολιτικής, τα πάντα βασίστηκαν σε μια απλή και αναμφισβήτητη διάγνωση: οι ΗΠΑ ξόδευαν –ξοδεύουν- τα περισσότερα κατά κεφαλήν χρήματα για την υγεία και είχαν –ίσως σε λίγο δεν θα έχουν- ένα από τα χειρότερα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως. Ένα σύστημα ηθικά απαράδεκτο και οικονομικά καταστροφικό: με κοντά 50 εκατομμύρια πολίτες, το 15% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, χωρίς καμία προστασία υγείας και επιπλέον αδικαιολόγητα ακριβό για τις υπηρεσίες που προσφέρει.

Πολλοί Πρόεδροι, από τους δύο Ρούζβελτ ως τον Κλίντον (που είχε αναθέσει τη δουλειά στη γυναίκα του…) είχαν προσπαθήσει να το αναμορφώσουν, αλλά σκόνταφταν σε δυο αξεπέραστα εμπόδια, ένα ιδεολογικό και ένα οικονομικό: τον απόλυτο ατομοκεντρισμό της αμερικανικής δημόσιας σφαίρας (όποιος δεν έχει να πληρώσει για την περίθαλψή του, δεν την αξίζει) και την πίεση των πανίσχυρων λόμπις στο χώρο της υγείας. Όλοι απέτυχαν –μέχρι τον Ομπάμα.

Το Μάρτιο του 2009 –από τα δύο ιστορικά επιτεύγματα της Προεδρίας Ομπάμα το Ομπάμα-κέαρ ανήκει στην πρώτη θητεία, ενώ η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής στη δεύτερη- ο νεοεκλεγμένος Πρόεδρος και η νεοδιορισμένη Υπουργός Υγείας Κάθριν Σιμπέλιους ξεκινούν επίσημα τη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς παρουσιάζεται το πρώτο σχέδιο που έχει ως πυρήνα την παροχή της δυνατότητας σε όλους τους «αποκλεισμένους» πολίτες να βρουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Λαμβάνοντας υπόψη τους συσχετισμούς δύναμης –μια λυσσαλέα συζήτηση και μια ακόμα πιο λυσσαλέα αντίδραση αρχίζει να λαμβάνει χώρα από γυμναστήριο σε γυμναστήριο και από Δημαρχείο σε Δημαρχείο σε κάθε άκρη της χώρας- ο Πρόεδρος και το επιτελείο του δεν προτείνουν τη δημιουργία ενός δημοσίου συστήματος, αλλά την έμμεση συμμετοχή του κράτους, μέσω επιδοτήσεων, για την πρόσβαση όσο το δυνατό περισσότερων στο ιδιωτικό σύστημα υγείας. Η ηγεσία των Δημοκρατικών, ο Πρόεδρος του κόμματος Χάουαρντ Ντιν και η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι –ένα πρόσωπο που έμελλε να αποδειχθεί κλειδί για την όλη μεταρρύθμιση- επιχειρούν, κυρίως για συμβολικούς λόγους, να υπερασπιστούν την «ορθόδοξη» γραμμή.

Ο Ομπάμα, έχοντας πάρει το δίδαγμα της αποτυχίας του Κλίντον -που είχε βάλει τον πήχυ πολύ ψηλά και, κυρίως, πολύ «σοσιαλιστικά»- προκρίνει την προσφιλή μέθοδό του: μετριοπάθεια, ρεαλισμός αλλά και επιμονή. Το σύστημα δεν θα είναι –και πάντως δεν θα λέγεται- «δημόσιο», ωστόσο η συμβολή του Κράτους θα είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη: 1 τρις δολάρια σε βάθος 10 χρόνων και κεντρικός ρόλος στην αξιολόγηση των δικαιούχων βοήθειας.

Στα μέσα Αυγούστου, ο συμβιβασμός βρίσκεται: θα πρόκειται για ένα σύστημα ένταξης τουλάχιστον 30 εκατομμυρίων Αμερικανών που ως τότε δεν διέθεταν καμία περίθαλψη, αλλά με ιδιωτικο-οικονομικούς όρους, δηλαδή με αγορά περίθαλψης από τις ιδιωτικές εταιρίες και με τις ιδιωτικές ταρίφες. Όσοι καταλαβαίνουν τι διακυβεύεται, αλλά και οι γνήσιο Δημοκρατικοί, γκρινιάζουν ότι πρόκειται για μερεμέτι, όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι, το 20% τουλάχιστον των Δημοκρατικών και όσοι έχουν συμφέροντα –δηλαδή μια πλειοψηφία διαμορφωτών γνώμης- εξανίστανται για μια επανάσταση σε βάρος του «αμερικανικού τρόπου ζωής».  Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος, η μπάλα της μεταρρύθμισης αρχίζει όμως να κυλάει στο πραγματικό γήπεδο, εκείνο της νομοθετικής εξουσίας.

Η πρώτη μάχη δίνεται, το Νοέμβριο του 2009, στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι Δημοκρατικοί διαθέτουν άνετη πλειοψηφία, αλλά όλοι οι Δημοκρατικού βουλευτές δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον Πρόεδρο τους –είναι η σκοτεινή όψη των checks and balances: τα οικονομικά και τοπικιστικά συμφέροντα είναι πιο ισχυρά από την κομματική πειθαρχία και τις ιδεολογικές αρχές. Τελικά το σχέδιο νόμου υπερψηφίζεται από 220 βουλευτές (μεταξύ των οποίων ένας μόνο Ρεπουμπλικανός), ενώ εναντίον ψηφίζουν 215 (μεταξύ των οποίων 39 Δημοκρατικοί). Τα βασικά του σημεία είναι η υποχρέωση των εργοδοτών να ασφαλίζουν υγειονομικά τους εργαζομένους τους (και να καταβάλλουν το 70% των ασφαλίστρων), η απαγόρευση στις ασφαλιστικές εταιρίες να αρνούνται να ασφαλίζουν ή να αυξάνουν τα ασφάλιστρα σε άρρωστους και αναξιοπαθούντες, η κρατική επιδότηση ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που προέρχονται κυρίως από φόρους και η παροχή κυβερνητικής βοήθειας –επιδότησης σε όσους βρίσκονται έως 150% πάνω από το κατώφλι της φτώχειας. Η πρωτεργάτιδα της υπερψήφισης Νάνσι Πελόζι αναγκάζεται να κάνει μια βαριά παραχώρηση: δεν θα καλύπτεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη διακοπή κύησης –το συντηρητικό κομμάτι των Δημοκρατικών είχε εκεί τραβήξει την κόκκινη γραμμή του.

Πιο δύσκολη ήταν η μάχη στη Γερουσία, όπου χρειάζονταν 60 ψήφοι –στους 100- για την υπερψήφιση του σχεδίου. Οι Δημοκρατικοί διέθεταν 58 Γερουσιαστές, συν τον πρώην Δημοκρατικό και αταλάντευτα «φιλελεύθερο» Τζο Λίμπερμαν, δεν είχαν, συνεπώς, την πολυτέλεια να χάσουν καμία δική τους ψήφο, ενώ έψαχναν για μία τουλάχιστον ρεπουμπλικανική. Τη βρήκαν στο πρόσωπό της Ελληνοαμερικανής Ολυμπίας Σνόου, αφού προηγουμένως ψαλίδισαν λίγο την κρατική επιδότηση (870 δις), το ύψος της κάλυψης από τους εργοδότες (50% των εισφορών) και την έναρξη εφαρμογής του δημόσιου σκέλους του προγράμματος (2014).

Επειδή το νομοσχέδιο πέρασε με ελαφρώς διαφορετικές διατάξεις σε Βουλή και Γερουσία, χρειαζόταν ο τελικός συμβιβασμός-ψήφιση: ήρθε στις 21 Μαρτίου 2010, αργά το βράδυ, με 219 ψήφους υπέρ και 212 κατά –η ομάδα Ομπάμα πέρασε τη σημαντικότερη κοινωνική μεταρρύθμιση μετά το Νιού Ντιλ βελτιώνοντας λίγο το αρχικό της σκορ. Από την ένταση και την κούραση ο επικεφαλής των Δημοκρατών Χάρι Ριντ ψήφισε κατά λάθος εναντίον του πνευματικού του παιδιού –ευτυχώς αυτό το σύστημα επιτρέπει επανόρθωση.

Το «Ομπάμα-κέαρ», όνομα που δόθηκε στο νόμο από τη στιγμή που το υπέγραψε ο Πρόεδρος, ήταν εξαρχής αντιδημοφιλές και κόστισε –πολιτικά- ακριβά. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2010 οι Δημοκρατικοί έχασαν μια από τις πιο σίγουρες και πιο ιστορικές έδρες τους στη Γερουσία, εκείνη που επί δεκαετίες κατείχε ο Τεντ Κένεντι. Στις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση της Βουλής, το Νοέμβριο του 2010, το κόμμα του Προέδρου συνετρίβη και η πλειοψηφία άλλαξε –αν ήταν έτσι από την αρχή της θητείας του, η μεταρρύθμιση θα ήταν αδύνατη.

Τον Ιούνιο του 2012, πέντε μήνες πριν από την προεδρική εκλογή, ξεπεράστηκε το τελευταίο, και ίσως πιο δύσκολο, εμπόδιο: με πλειοψηφία 5 έναντι 4 –και με την ψήφο του διορισμένου από τους Ρεπουμπλικανόυς Προέδρου Ρόμπερτς να καθορίζει το αποτέλεσμα- το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε συνταγματικό το νόμο για την υγειονομική περίθαλψη αντικρούοντας τα επιχειρήματα περί απαράδεκτης ανάμιξης του κράτους με τη σολομώντεια λύση ότι δεν επρόκειτο για ανάμιξη σε εμπορική δραστηριότητα αλλά για επιβολή οιονεί φόρου. Με τα όπλα των αντιπάλων του –την κυριαρχία του δόγματος της αγοράς- ο Ομπάμα πρόσφερε στέγη σε 30 εκατομμύρια συμπατριώτες του που βρίσκονταν εκτός αγοράς υγείας.

Το «Ομπάμα-κέαρ» αποτελεί παράδειγμα ατελούς νόμου: δεν δημιούργησε ένα εθνικό σύστημα υγείας, δεν έσπασε τον κύκλο της κερδοσκοπίας, δεν άλλαξε την ατομοκεντρική νοοτροπία των Αμερικανών. Ο Πρόεδρος πολέμησε όμως, υπό πολιτικά σχεδόν απαγορευτικές συνθήκες, την καπηλεία του φόβου (που κήρυττε τη διάλυση της οικονομίας και την επιβράβευση της τεμπελιάς) παίρνοντας ένα ρίσκο σε βάρος των κομματικών  του συμφερόντων και υπέρ του κοινού καλού: το δίχτυ προστασίας απλώθηκε και η δύναμη της πολιτικής αποδείχτηκε.

Αυτή η δύναμη μπόρεσε πρώτα να χαρίσει μια δεύτερη θητεία στον Ομπάμα και στη συνέχεια να υπερκεράσει τα μεγάλα αρχικά προβλήματα λειτουργίας του εμβληματικού του νόμου –λογισμικό και κρατική σελίδα που δεν λειτούργησαν σωστά, μόνο 100.000 αγορές ασφαλειών τον πρώτο μήνα λειτουργίας, πτώση της δημοτικότητας του Ομπάμα στο 39%. Ήδη από το 2014 οι δαπάνες του συστήματος μειώθηκαν, τα ασφάλιστρα δεν αυξήθηκαν, οι πολίτες το αγκάλισαν και οι ανισότητες -έστω λίγο στη χώρα των μεγάλων μεγεθών- μειώθηκαν. Η αμερικανική σοσιαλδημοκρατία μπορεί να μη θριάμβευσε, έδωσε όμως τα διαπιστευτήρια της στον κόσμο.