Πού πάμε;

Κώστας Μποτόπουλος 10 Φεβ 2017

Τα πραγματικά κρίσιμα γεγονότα της εποχής –το ξαναγλίστρημα προς το Γκρέξιτ, η αποσάθρωση της ελληνικής δημοκρατίας, η ευρωπαϊκή αποσύνθεση, η παγκόσμια αντεπανάσταση του κακού με ηγέτη τον Τραμπ- είναι τόσα και τέτοια, που είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ, δημόσια τουλάχιστον, με τις περιπέτειες που συνταράσσουν, σαν τρικυμία σε τσαγιέρα, το χώρο, και την αέναη προσπάθεια αναδόμησης, της ελληνικής κεντροαριστεράς. Τα πράγματα όμως σιγά-σιγά φτάνουν σε σημείο που επιβάλλουν μια εξαίρεση –πρώτη και μάλλον τελευταία.

Να πώς βλέπω την εικόνα που έχει δημιουργηθεί σήμερα:

  • Η «Δημοκρατική Συμπαράταξη» αποτελείται ήδη από τέσσερα υπο-κόμματα, από τα οποία μόνο το ένα, το πρώην ΠΑΣΟΚ, έχει πραγματική κοινωνική και εκλογική υπόσταση. Έχει ενδυναμώσει την κοινοβουλευτική της ομάδα, που από την αρχή αυτής της θητείας είχε διακριθεί δυσανάλογα με το μέγεθος και την επιρροή της, με μεταγραφές και εντάξεις βουλευτών εκλεγμένων με άλλες παρατάξεις, κυρίως το Ποτάμι. Ζητά ίση απόσταση από τους σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δύο διεκδικητές της εξουσίας όποτε γίνουν οι εκλογές. Έχει αόριστα προσδιορίσει το χρόνο διεξαγωγής ενός «προγραμματικού» Συνεδρίου, αλλά και, πολύ λιγότερο αόριστα, εγκαταλείψει την ιδέα εκλογής νέου αρχηγού. Οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν με μια δυναμική ανοδική μεν –έως τις παρυφές του 8%-, μη ικανή να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό δε
  • Το Ποτάμι, αφού στην αρχή πρωτοστάτησε στην ιδέα και στη συνέχεια συμπορεύτηκε στην προσπάθεια προσέγγισης με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και τη δημιουργία ενός ενιαίου κεντρο-αριστερού πόλου, την έχει πλέον, κοινή συναινέσει αλλά με δική του κυρίως πρωτοβουλία, εγκαταλείψει. Η κοινοβουλευτική του ομάδα, και αυτή ανώτερη του μέσου όρου της παρούσας Βουλής, φυλλοροεί διαρκώς –και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά, αντανακλώντας έτσι τη στρατηγική αμφιθυμία του κόμματος και του αρχηγού του. Ακόμα και στο νέο φλερτ που εξυφαίνεται, με την Ώρα Αποφάσεων, δεν έχει το πάνω χέρι, παρόλο που διαθέτει και θεσμική νομιμοποίηση και πνευματικά δικαιώματα σε πολλά από αυτά που ευαγγελίζεται το αντικείμενο του πιθανού πολιτικού πόθου του
  • Προσφάτως ενέσκηψε ένα νέο σχήμα, που δεν ξέρει αν θέλει να γίνει κόμμα αλλά είναι βέβαιο ότι θέλει να επηρεάσει, αν όχι να ηγηθεί, όλων των υπαρχόντων κομμάτων του χώρου. Ενσαρκώνεται από τρία συν δύο σοβαρά πρόσωπα –τρεις γνωστούς πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και δύο εκπροσώπους της «κοινωνίας των πολιτών», εκ των οποίων ο ένας τυγχάνει και εκδότης –από τότε που ήταν περιοδικό- αυτής εδώ της ιστοσελίδας. Ιδεολογικά δεν παρουσιάζει καμία αξιόλογη διαφορά ούτε με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη ούτε με το Ποτάμι –όλοι επιθυμούν, και πώς όχι άλλωστε, την έξοδο από την κρίση, τη δημοκρατική ανόρθωση της χώρας και μια νέου τύπου παραγωγική διαδικασία-, η κρίσιμη διαφορά που προβάλλει, όμως, έγκειται στο συνδυασμό σοβαρότητας και αξιοπιστίας των προσώπων που το ενσαρκώνουν –με τρόπο που έχει κάτι το παρθενικό: ανέγγιχτοι από τα χρόνια στο σώμα και την ψυχή, ατσαλεμένοι από την εμπειρία στο μυαλό και τη βούληση.

Πώς απαντά άραγε αυτή η εικόνα στα τέσσερα κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, αιτήματα του χώρου και των καιρών;

  • Στο αίτημα ενότητας, απαντά με πολυδιάσπαση: όλοι λένε ότι φταίνε οι άλλοι, αλλά οι μόνοι που εντάσσονται σε ευρύτερα σχήματα είναι όσοι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν πουθενά
  • Στο αίτημα ανανέωσης, απαντά με υπερπροσωποποίηση: ασφαλώς δεν πρέπει να υπάρξουν «αποκλεισμοί», αλλά κυρίως δεν μπορεί να αγνοηθεί ένα πραγματικό δεδομένο -ότι νέο δεν μπορεί να είναι ούτε να γίνει αυτό που δεν έχει τίποτα το νέο
  • Στο αίτημα διαμόρφωσης μιας νέου τύπου σοσιαλδημοκρατίας, απαντά με αναμασήματα: από λόγια και «οράματα» έχουμε χορτάσει, το μόνο χρήσιμο πλέον είναι πολιτικές επιλογές για την εποχή του νέου λαϊκισμού, της μετα-παγκοσμιοποίησης και της όχι-ακόμα-μετά- μνημονιακής Ελλάδας
  • Στο αίτημα να κυβερνηθεί και να πορευθεί διαφορετικά αυτή η χώρα, απαντά «δεν είναι δική μας δουλειά»: όμως, αν θέλουμε να μπολιαστεί, όπως πιστεύω ότι είναι αναγκαίο, το πολιτικό τοπίο με στοιχεία που προνομιακά μπορεί να εισφέρει η σοσιαλδημοκρατία, και χωρίς τα οποία η όποια «νέα σελίδα» θα ξεκινήσει να γράφεται με μουτζούρες, είναι κυρίως δική μας, και διόλου ουδέτερη, δουλειά.

Τι κάνουμε, συνεπώς, όσοι πιστεύουμε σε μια άλλου είδους πολιτική διαδικασία και σε μια άλλου είδους κεντροαριστερά –των ρήξεων, της ευθύνης, της συμμετοχής στην Ελλάδα μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και στην Ευρώπη μετά το Μπρέξιτ; Δεν υπάρχουν, ευτυχώς ή δυστυχώς, πολλές λύσεις: υπάρχει ο δρόμος είτε της απόσυρσης, είτε των μοναχικών αποφάσεων, είτε του χτυπήματος του τελευταίου κουδουνιού.

Αρχίζω να αποφασίζω ποιος δρόμος μου ταιριάζει, ποιος μας αξίζει και ποιόν θα ήθελα να μοιραστώ με όσους νιώθουν έτσι τα πράγματα.