Το πελατειακό κράτος έχει μια ιστορία

Χλόη Αννα Βλασσοπούλου 22 Ιουν 2016

Με τον ερχομό της κρίσης από το 2009 όλο και περισσότερες συζητήσεις γίνονται για το πελατειακό κράτος και ευθύνες επιρρίπτονται στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Σαφώς οι κυβερνήσεις αυτές έχουν ευθύνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η χώρα, αλλά μόνο μερικώς. Μετά από το οδυνηρό διάλλειμα της δικτατορίας, η δημοκρατία ξαναπήρε την σκυτάλη που είχε χάσει το 1967 στην κατάσταση που την είχε αφήσει και την είχε κληρονομήσει από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν διαδοχικά από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα. Εάν η καταπολέμηση του πελατειακού συστήματος είναι ιδιαίτερα δύσκολη σήμερα αυτό οφείλεται, κυρίως, στο ότι οι ρίζες του βάθαιναν και δυνάμωναν ανενόχλητες για σχεδόν δύο αιώνες.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, εμπνευσμένη από τη Γαλλική Επανάσταση, οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου κράτους βασισμένου στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές της Δύση. Όμως ο ορισμός ενός σύγχρονου κράτους στην χώρα μας δεν ήταν απόρροια μιας προϊούσας κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης. Ο προβιομηχανικού χαρακτήρα παραγωγικός ιστός και η απουσία οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών οδήγησε σε μια διαστρεβλωμένη ενσωμάτωση των αρχών του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Αντί λοιπόν να συσταθεί ένα κράτος προορισμένο να υπηρετεί την κοινωνία των πολιτών, ακυρώθηκε κάθε δυνατότητα δημιουργίας αποτελεσματικών πολιτειακών δομών με αποτέλεσμα η κοινωνικο-οικονομική οργάνωση να είναι αδιανόητη εκτός του κράτους που την καθόριζε.

Αυτή η διαστρέβλωση αποτέλεσε την ρίζα της εμφάνισης του πελατειακού κράτους και της απουσίας ενός κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα. Μέσω ποιών εξελίξεων οδηγηθήκαμε σε αυτή τη μορφή κράτους τα βασικά συστατικά του οποίου είναι ακόμα εμφανή στην πολιτική μας ζωή;

Η αρχή της απάντησης πρέπει να αναζητηθεί στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που άφησε πίσω της Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έχοντας χάσει κατά τη διάρκεια της Επανάστασης τις απαραίτητες δομές για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους, η μικρή τάξη των τοπικών προυχόντων που είχε σχηματιστεί επί οθωμανικής κυριαρχίας, έστρεψε την προσοχή της μετά την απελευθέρωση στην ανάληψη πολιτικού ρόλου. Η αναδυόμενη πολιτική τάξη είδε εξαρχής το νέο κράτος ως το μέσο για να επιτύχει την κοινωνική και οικονομική της κυριαρχία και όχι ως ρυθμιστή και εγγυητή της κοινωνικής ευημερίας. Για να διασφαλιστεί αυτή η κυριαρχία θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα σύστημα συσσώρευσης και ανακατανομής των δημόσιων πόρων προς όφελός της. Αυτό έγινε μέσω ενός διπλού μηχανισμού που αποτέλεσε τη βάση της πελατειοκρατίας.

Πρώτον, η θεσμοθέτηση της άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας το 1844, σε μια κοινωνία που αγνοούσε τις αρχές λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, επέτρεψε στους κυβερνώντες τη χρήση του εκλογικού συστήματος για να τροφοδοτούν ένα δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων βασισμένο στην ανταλλαγή προσωπικών ωφελημάτων.

Δεύτερον, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον απόλυτο έλεγχο των δημόσιων εσόδων, οι κυβερνώντες έπρεπε να ελέγξουν τον κρατικό μηχανισμό που κατέστη το κύριο μέσο ανταλλαγής ωφελημάτων. Έτσι δημιουργήθηκε μια ισχυρή αλληλεξάρτηση μεταξύ κράτους και πολιτικών κομμάτων που οδήγησε σε μια δημόσια διοίκηση προσανατολισμένη λιγότερο στην αποτελεσματική εφαρμογή δημόσιων πολιτικών και περισσότερο στην προσφορά μόνιμων θέσεων εργασίας σε πελάτες, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της ψήφου τους. Ο διπλός αυτός μηχανισμός εδραίωσε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν έχουμε βγεί ακόμα: την εμφάνιση ενός κράτους που τη διοίκηση του ελέγχουν τα κυβερνώντα κόμματα για να εδραιώσουν την εξουσία τους με την περαιτέρω επέκταση των πελατειακών τους δικτύων.

Ως κύριος χώρος ανταλλαγής προσωπικών ωφελημάτων, το ελληνικό κράτος καθίσταται ισχυρό και πανταχού παρόν. Με τη δημιουργία ενός φορολογικού συστήματος που εξασφάλιζε παχυλά δημόσια έσοδα, το κράτος αναδείχθηκε σε πρώτο οικονομικό παράγοντα της χώρας αλλά και σε  πρώτο εργοδότη ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα σε προσλήψεις στο δημόσιο. Οι επιλογές της σημερινή κυβέρνηση με την υπερφορολόγηση, την προσπάθεια συντήρησης, αν όχι ενίσχυσης, του υδροκέφαλου και αναποστελεσματικού κρατικού μηχανισμού και την άρνηση μείωσης των δημοσίων δαπανών πόσο άραγε απέχουν απο τις τακτικές που εδραιώθηκαν δύο αιώνες πριν;

Αυτό το δίκτυο ανταλλαγών μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χωρου, όχι μόνο επηρεάζει τη λειτουργία της διοίκησης, που δεν είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του εγγυητή του δημόσιου συμφέροντος, αλλά διαταράσσει επίσης το σύνολο του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Από τη στιγμή που ο εκλεγμένος βουλευτής παύει να είναι εκπρόσωπος του λαού και γίνεται διαχειριστής ενός πελατειακού δικτύου που θα του εξασφαλίσει την επανεκλογή του, το Κοινοβούλιο δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει το ρόλο του ως νομοθετικό σώμα.

Το  1969 ο ιστορικός Κ. Legg έγραφε: «η Βουλή δεν είναι ένας χώρος διαμόρφωσης πολιτικής και η νομοθεσία θεωρείται περισσότερο σαν ένας τρόπος για να αυξηθεί η πολιτική ισχύς της κυβέρνησης, παρά σαν ένα μέσο για να δοθούν λύσεις στα δημόσια προβλήματα. Έτσι, ο νόμος μπορεί να αγνοεί την πραγματικότητα στην οποία υποτίθεται ότι επεμβαίνει, εφόσον είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να εφαρμοστεί». Η μετατροπή του Κοινοβουλίου από χώρο παραγωγής νομοθετικού έργου σε χώρο εκδήλωσης κομματικών ανταγωνισμών προς εντυπωσιασμό και αύξηση της τηλεθέασης και η μη εφαρμογή της νομοθεσίας απο την κομματοκρατούμενη δημόσια διοίκηση δεν παρατηρούνται κατά κόρον ακόμη στις μέρες μας;

Δεν μπορούμε βέβαια να πούμε πως οι συνθήκες δεν έχουν αλλάξει από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Και η κοινωνία και η οικονομία εξελίχθηκαν και ωρίμασαν. Ωρίμασαν όμως υπό την σκέπη του πελατειακού ιστού που έχει πλέξει το πολιτικό σύστημα εδώ και δύο αιώνες. Οι προσωπικές ανταλλαγές ωφελημάτων ‘’βουλευτή-ψηφοφόρου’’ είναι ίσως λιγότερες σήμερα αλλά συνοδεύονται από άλλες, πιο συλλογικές, όπου οι κυβερνώντες ικανοποιούν συντεχνιακά συμφέροντα en block αγνοώντας τις επιπτώσεις τους στο κοινωνικό σύνολο. Ακόμη και σήμερα, μετά από 7 χρόνια βαθιάς κρίσης, ένα μέρος της πολιτικής τάξης παλεύει να προστατεύσει τον εαυτό του και τους εκάστοτε πελάτες του, εμποδίζοντας την κοινωνία των πολιτών να εκσυγχρονιστεί ώστε να προβάλει ως κύρια αιτήματά την ισονομία, την κοινωνική πρόνοια και την προστασία των δημοσίων αγαθών.