Η συζήτηση δεν είναι καινούργια και σίγουρα πιο παλιά από όσο νομίζουμε.
Το «ακραίο Κέντρο» (που δεν λεγόταν βεβαίως έτσι…) γεννήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και προσδιοριζόταν από μια διπλή απόρριψη.
«Ούτε Επανάσταση, ούτε Παλινόρθωση».
Για να θυμηθούμε τον Αντονι Γκίντενς, ήταν κάτι σαν ένας «Τρίτος Δρόμος» της εποχής.
Η έννοια διατυπώθηκε με διαφορετικούς όρους, ονόματα και παραλλαγές σε πολλές χώρες τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Ουσιαστικά όμως ήταν η σταθερή άρνηση του συγκρουσιακού διπόλου «Δεξιά – Αριστερά» που είχε κληροδοτήσει η Γαλλική Επανάσταση.
Το 1971 εμφανίστηκε στη Γαλλία ένα Κίνημα του Ακραίου Κέντρου που έζησε και πέθανε (;) χωρίς να το θυμάται κανείς.
Ο όρος «ακραίο Κέντρο» επανήλθε (αν δεν κάνω λάθος…) από τον γάλλο δοκιμιογράφο Αλέν-Ζεράρ Σλαμά το 1980.
Αναπτύχθηκε κι αξιολογήθηκε με σαφώς επικριτική και αριστερή ματιά από τον ιστορικό Πιερ Σερνά (Το ακραίο Κέντρο ή το γαλλικό δηλητήριο 1789-2019, 2019) και τον βρετανοπακιστανό ακτιβιστή, συγγραφέα, παλαιό στέλεχος της 4ης Διεθνούς και της «New Left» Τάρικ Αλι (Το ακραίο Κέντρο. Μια προειδοποίηση, 2015).
Αργότερα ο Τάρικ Αλι δημοσίευσε μια αναθεωρημένη εκδοχή του βιβλίου του για να χαιρετίσει «τα αισιόδοξα μηνύματα» σε Σκωτία (!), Ελλάδα και Ισπανία, καθώς και την ανάδειξη του Τζέρεμι Κόρμπιν στο Εργατικό Κόμμα (Το ακραίο Κέντρο. Μια δεύτερη προειδοποίηση, 2018).
Μάλλον θα έπρεπε να είχε κρατήσει τις προειδοποιήσεις για τον εαυτό του διότι έκτοτε όλοι οι αισιόδοξοι διαλύθηκαν.
Στην πραγματικότητα το ακραίο Κέντρο κέρδισε τους τίτλους τιμής του με την ομιλία τού Εμανουέλ Μακρόν στις 18 Απριλίου 2022.
Εκεί, ο γάλλος πρόεδρος μίλησε για «τρία σχέδια». Το σχέδιο της «άκρας Αριστεράς», το σχέδιο της «άκρας Δεξιάς» και το σχέδιο του «ακραίου Κέντρου που είναι το δικό μου».
Στην Ελλάδα, το ακραίο Κέντρο ξεπήδησε από τις διαδηλώσεις του «Μένουμε Ευρώπη» (2015) και τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου».
Στην πραγματικότητα το σχήμα των «τριών σχεδίων» αποτελεί μια γενικότερη αντίληψη της πολιτικής που απορρίπτει τις κυριαρχικές επιδιώξεις της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς.
Φυσικά οι μύδροι από την Αριστερά είναι ισχυρότεροι όπως κάθε φορά που αμφισβητείται η μεγάλη αυταπάτη από την οποία βιοπορίζεται. Δηλαδή το ουρανόπεμπτο ήθος, το μονοπώλιο του δίκιου, η κοινωνική και ιδεολογική ορθότητα.
Εφτασαν στο σημείο να προειδοποιούν ότι «το ακραίο Κέντρο αποτελεί το σκαλοπάτι της άκρας Δεξιάς» ή ότι «το ακραίο Κέντρο οδηγεί αναγκαστικά στον αυταρχισμό» (Pierre Serna, Philosophie Magazine, 24/9/2024).
Γενικά η Αριστερά κατηγορεί το ακραίο Κέντρο ότι δεν είναι αρκετά αριστερό. Προφανώς. Διαφορετικά, δεν θα ήταν Κέντρο.
Στην πραγματικότητα είναι ένα ρεύμα μετριοπάθειας, ορθολογισμού και συνετού ρεαλισμού. Αυτό που ο Τζ. Φ. Κένεντι αποκαλούσε «ιδεαλισμό χωρίς ψευδαισθήσεις».
Και εκ των πραγμάτων εμφορείται από μια βαθιά ταυτοτική αντίθεση με τους ψεκασμένους, τους ακτιβιστές και τα άκρα.
Με την απλή παρουσία του άλλωστε αναδεικνύει και υπογραμμίζει σταθερά «τη θεωρία των δύο άκρων» που η Αριστερά βδελύσσεται διότι δεν αντέχει να κοιτάζεται στον καθρέφτη της Ιστορίας.
Η βασική μομφή κατά του Κέντρου προέρχεται ιστορικά από τις κοινοβουλευτικές πρακτικές του 19ου αιώνα. Το κατηγορούν ότι χαρακτηρίζεται από εγγενή αστάθεια και οπορτουνισμό. Οτι στρίβει «όπου φυσάει ο άνεμος» – girouettisme, στη γαλλική διατύπωση…
Σε αυτήν ακριβώς την επίκριση έρχεται να απαντήσει ο προσδιορισμός του ως «ακραίου».
Δεν εννοεί δηλαδή ότι μετέρχεται ακραίες μεθόδους που είναι έξω από τη λογική του. Αλλά ότι το Κέντρο δεν μεταλλάσσεται και ότι υποστηρίζει σθεναρά κι ανυποχώρητα τις πεποιθήσεις, τις απόψεις και τις αντιλήψεις του.
Περισσότερο ίσως από πολιτική παράταξη, το ακραίο Κέντρο είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο.
Παραδόξως όμως χρειάστηκε η «δεκαετία της κρίσης» ώστε να ανακτήσει και στην Ελλάδα τη διακριτή ταυτότητά του.
Για λόγους ιστορικούς και για πολιτικές σκοπιμότητες το Κέντρο διαμορφώθηκε στη δεκαετία του ’60 και μετά τη Μεταπολίτευση περίπου ως ένα «αντιδεξιό ρεύμα με έντονο αριστερό αλληθωρισμό».
Σε πολλά γραφεία του ΠΑΣΟΚ συγγένευαν ο Βενιζέλος και οι Παπανδρέου με τον… Αρη Βελουχιώτη!
Ηταν ίσως κατανοητό στις συνθήκες της εποχής, αλλά χρειάστηκαν το σοκ των Μνημονίων, ο εκτροχιασμός του 2015 και το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» μαζί με την εμφάνιση του ακραίου Κέντρου για να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι.
Είχε προηγηθεί το εκσυγχρονιστικό ρεύμα του Κώστα Σημίτη. Και αυτό άλλωστε αποτέλεσε στόχο της Αριστεράς που το χαρακτήριζε «τεχνοκρατικό», «αταξικό» κι ελιτίστικο.
Το βέβαιο είναι ότι, καλώς ή κακώς, η «δημοκρατική παράταξη» που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1920 ως προμετωπίδα των βενιζελικών κομμάτων και των υποστηρικτών της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας δεν περιελάμβανε ποτέ τον Ζαχαριάδη, τον Μπελογιάννη ή τον Πλουμπίδη, τον ΕΛΑΣ ή τον Δημοκρατικό Στρατό.
Οι οποίοι άλλωστε την πολέμησαν με τα όπλα στο χέρι, και στα Δεκεμβριανά, και στον Εμφύλιο.
Με άλλα λόγια, το «σχέδιο του ακραίου Κέντρου» (που λέει κι ο Μακρόν) δεν είναι ένα σχέδιο ξεβαμμένων κομμουνιστών ούτε χαζοχαρούμενων «δικαιωματιστών».
Δεν καλωσορίζει δηλαδή παράνομους μετανάστες, δεν μοιράζει φιλάκια στο gay parade, ούτε προσπαθεί να επιβάλει ανύπαρκτα δικαιώματα με έναν ύποπτης καθαρότητας (και καθαριότητας…) ακτιβισμό.
Πρωτίστως δεν είναι ένας βλακώδης φιλελευθερισμός ούτε ένας ασυνείδητος λαϊκισμός.
Είναι ένα σχέδιο διεύθυνσης της κοινωνίας που στηρίζεται σε μια μορφωμένη μεσαία αστική τάξη και αποβλέπει στην ευημερία της χώρας.
Μέσα στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο. Με μετριοπάθεια. Με σύνεση. Με τάξη. Με κανόνες. Και μακριά από τις υστερίες δύο άκρων που ταυτίζονται πολύ περισσότερο από όσο οι ίδιοι θέλουν να νομίζουν.