Απολιγνιτοποίηση Δυτικής Μακεδονίας: Πόσο δίκαιη μπορεί να είναι η Δίκαιη Μετάβαση ;

Ντόρα Τσικαρδάνη 18 Δεκ 2023

Για να αντιληφθούμε για τι πράγμα μιλάμε, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «δίκαιη μετάβαση», πρέπει να αντιληφθούμε τι ήταν αυτό που αφήνουμε πίσω μας. Και αυτό που υπήρξε η λιγνιτική ανάπτυξη για τη Δυτική Μακεδονία ήταν μία τερατωδών διαστάσεων, καθολική και σαρωτική των πάντων μονοκαλλιέργεια. Η λιγνιτική δραστηριότητα της ΔΕΗ κυριάρχησε στη Δυτική Μακεδονία, με αιχμή της ανάπτυξής της το λεκανοπέδιο των ορυχείων Κοζάνης – Πτολεμαΐδας - Αμυνταίου, και των αντιστοίχων λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, συνολικά 15, οι οποίοι έφτασαν κάποια στιγμή να παράγουν περί το 75% του συνόλου των ενεργειακών αναγκών της χώρας.

Η ανάπτυξη αυτή επιβλήθηκε σιγά σιγά, με τις δεκαετίες του 60 και 70 να γίνονται οι απαραίτητες διευθετήσεις και αρχικές επενδύσεις και κατά την δεκαετία του 80, αυξανόμενες πια και οι ενεργειακές ανάγκες, να καθιερώνεται η εντατική(κατ’ άλλους ληστρική) εκμετάλλευση των ορυχείων με αντίστοιχη λειτουργία και των λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.

Αντιστοίχως αναπτύχθηκε και η επιρροή της δραστηριότητας αυτής στο ανθρώπινο, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον της περιοχής. Από το 80 και μετά οι προσλήψεις έγιναν μαζικές, επιφέροντας τη ραγδαία υπαλληλοποίηση -αστικοποίηση των πρώην αγροτοκτηνοτρόφων κατοίκων, με μεγάλες αποδοχές και μηδενικό ρίσκο, καθιστώντας την αρχικά δημόσια ΔΕΗυπερ-επιχειρηματία καιυπερ-εργοδότη της περιοχής. Νέοι επιστήμονες επέστρεψαν, τεχνικοί  υψηλού επιπέδου και εργατικό δυναμικό απασχολήθηκε με υψηλές αποδοχές και απολαβές εν γένει. Παράλληλα, οι εκτεταμένες απαλλοτριώσεις υπήρξαν μία δεύτερη πηγή ροής χρήματος προς τους δικαιούχους των αποζημιώσεων, αφαιρώντας τις αντίστοιχες εκτάσεις από την αγροτική παραγωγή, για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Η μαζικότητα των σωματείων και η πολιτική ισχύς της ΓΕΝΟΠ δημιούργησαν με τη σειρά τους μία πανίσχυρη συνδικαλιστική ελίτ, η οποία κυριάρχησε στα τοπικά και εθνικά πολιτικά πράγματα, συμμετέχοντας σε όλα τα επίπεδα άσκησης εξουσίας και αποτελώντας από μόνη της ένα εξίσου πανίσχυρο πελατειακό δίκτυο.

Περιφερειακά σε σχέση με τη δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκαν και κάποιες (πολύ λίγες και συγκεκριμένες) μορφές τοπικής επιχειρηματικότητας, όπως εργολάβοι και υπεργολάβοι χωματουργικών, προμηθευτές κάποιων ειδών και εξαιρετικά, υπερσύγχρονα μηχανουργεία για την κατασκευή ανταλλακτικών, με μοναδική ή σχεδόν μοναδική πελάτισσα τη ΔΕΗ. Σχεδόν άπασες οι επιχειρήσεις αυτές σήμερα είναι άνευ αντικειμένου, υπερχρεωμένες και μη βιώσιμες.

Το θετικό αποτύπωμα της κατάστασης αυτής υπήρξε η συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού με την εξασφάλιση υψηλών ή μεσαίων εισοδημάτων και η αμέριμνη συμμετοχή του στην εθνική ανοδική πορεία μέχρι την οικονομική κατάρρευση της χώρας. Το αρνητικό της αποτύπωμα υπήρξε η εγκατάλειψη όλων των παραδοσιακών και μη μορφών απασχόλησης, ιδιαίτερα δε, του πρωτογενούς τομέα: γεωργίας και κτηνοτροφίας. Τοπικά προϊόντα υψηλής ποιότητας έπαψαν να παράγονται, παραδοσιακές δραστηριότητες εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία φάνταζε εξαιρετικά κοπιώδης, δαπανηρή, ασταθής και εν τέλει, ασύμφορη και επικίνδυνη μπροστά στην ασφαλή επιλογή της υπαλληλοποίησης στη ΔΕΗ.

Σήμερα λοιπόν, που όλο αυτό το σύμπαν έχει φτάσει στο τέλος του, αυτό που φεύγει είναι πολύ μεγάλο, ενώ ό,τι έρχεται, ακόμη και το πιο μεγάλο, δεν αφορά την τοπική οικονομία παρά ελάχιστα, έως αρνητικά.

Τελειώνοντας την αναφορά στο παρελθόν, πρέπει να σημειώσω και το εξής: Δεν ήταν άγνωστη ούτε και ξένη στην τοπική πραγματικότητα η απολιγνιτοποίηση. Το αντίθετο μάλιστα· υπήρχε και κυριαρχούσε στον προγραμματικό πολιτικό λόγο του τοπικού πολιτικού προσωπικού, με διαρκείς προβολές στο μέλλον της Δυτικής Μακεδονίας. Βεβαίως, το μέλλον αυτό εκτείνονταν μέχρι το 2050 και η απολιγνιτοποίηση θα οφείλονταν στην εξάντληση των αποθεμάτων· όχι στην κλιματική αλλαγή. Την τελευταία δεκαετία το μέλλον αυτό ήρθε αρκετά πιο κοντά, με την παύση της λειτουργίας των Α.Η.Σ. Καρδιάς και Αμυνταίου.Βίαιη ούτως ή άλλως, αλλά και βεβιασμένη πλέον, η απολιγνιτοποίηση ήρθε στο 2023 λόγω της κλιματικής αλλαγής, ενώ θα μπορούσε να αργήσει λίγο ή και αρκετά ακόμη. Έχω την υπόνοια, ότι και σε εκατό χρόνια να ερχότανε, πάλι ανέτοιμοι θα ήμασταν, αλλά αυτό θα παραμείνει στη σφαίρα των υποθέσεών μου.

Βασική κατεύθυνση των αναπτυξιακών σχεδίων των τοπικών αρχών και των δύο βαθμών αυτοδιοίκησης αλλάκαι μοναδική πραγματική δυνατότητα για την μεταλιγνιτική ανάπτυξη της περιοχής,είναι η αντιστροφή των όρων της λιγνιτικής: έναντι των ορυχείων και των ατμοηλεκτρικών σταθμών, ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, του πρωτογενούς τομέα και του αγροτουρισμού.Του ορεινού τουρισμού. Εναλλακτικές μορφές απασχόλησης και επιχειρηματικότητας, επιχειρηματική γεωργία και κτηνοτροφία έναντι της «υπαλληλοποίησης». Μετατροπή των «μειονεκτικών» περιοχών σε «πλεονεκτούσες».Μέχρι στιγμής, οι όροι αυτοί είναι κενοί περιεχομένου· δεν κατόρθωσαν ποτέ να γίνουν συγκεκριμένο πρόγραμμα, ούτε πρωτοβουλίες. Αλλά και να είχαν γίνει, η υλοποίησή του θα χρειαζόταν χρόνο και χρήμα, δημόσιο και ιδιωτικό. Ο σημερινός αισιόδοξος λόγος των υπουργών και η πένθιμεςαρνήσεις των τοπικών αρχών μέχρι στιγμής στάθηκε αδύνατον να συναντηθούν, έστω και στιγμιαία· έστω σε κάτι. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.

Μπορεί να υπάρξει δίκαιη μετάβαση λοιπόν; Ας σημειωθεί εδώ, ότι ούτε και η λιγνιτικήανάπτυξη υπήρξε δίκαιη. Και οι ανισότητες και οι υστερήσεις τείνουν πάντα στην αναπαραγωγή τους, όπερ και αποδεικνύεται για άλλη μία φορά.

Τούτων λεχθέντων και, επειδή ο όρος «δίκαιη μετάβαση» έχει συγκεκριμένο νομικοπολιτικό περιεχόμενο, ξεκινώ με τον ορισμό του:

Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), η δίκαιη μετάβαση περιλαμβάνει μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων στους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινότητες από τις απώλειες θέσεων εργασίας και της παύσης λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων, καθώς και μέτρα για την ανάπτυξη αξιοπρεπών θέσεων εργασίας.

Με βάση τον παραπάνω ορισμό και τη συνθετότητα των παραμέτρων του, ας δούμε τι συμβαίνει με τους πυλώνες της δίκαιης μετάβασης:

Το νομικό πλαίσιοκαθορίζεται από τον Ν.4872/2021για την Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση.

Σκοπός του νόμου αυτού, σύμφωνα με το υπ’ αριθμόν 1 άρθρο του είναι  η δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση των περιοχών της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και του Δήμου Μεγαλόπολης που εξαρτώνται από την εξόρυξη και χρήση του λιγνίτη και των Περιφερειών Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης που εξαρτώνται από τη χρήση πετρελαίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως οι περιοχές αυτές αναφέρονται στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ), που συνοδεύουν το Πρόγραμμα ΕΣΠΑ - ΔΑΜ 2021-2027. Η δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση πραγματοποιείται μέσω της οικονομικής διαφοροποίησης της παραγωγικής βάσης των περιοχών του πρώτου εδαφίου βάσει του Εθνικού Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (MasterPlan ΔΑΜ) και του Επιχειρησιακού Προγράμματος ΕΣΠΑ - ΔΑΜ 2021-2027 με τα συνοδά αυτού ΕΣΔΙΜ.

Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού συνιστάται «Ειδική Υπηρεσία Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης» (Ειδική Υπηρεσία ΔΑΜ), ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία που υπάγεται στον αρμόδιο για θέματα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΔΑΜ) Υπουργό και καταργείται στις 31.12.2032, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 3 και 4 του Ν.4872/2021 και με τη μορφή επίσης ειδικής υπηρεσίας η «Διαχειριστική Αρχή Επιχειρησιακού Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης ΕΣΠΑ-ΔΑΜ» (Διαχειριστική Αρχή ΕΣΠΑ - ΔΑΜ), η οποία υπάγεται στον αρμόδιο για θέματα ΔΑΜ Υπουργό, λειτουργεί εντός της Ειδικής Υπηρεσίας ΔΑΜ και οι αρμοδιότητες, καθώς και η λειτουργία της διέπονται από τις διατάξεις των Διαχειριστικών Αρχών του ΕΣΠΑ 2021-2027, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 αυτού.

Με το άρθρο 15 παρ.1 του Ν.4872/2021 προβλέπεται η σύσταση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας και την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης Α.Ε. (ΕΛ.Ε.Δ.Α.Μ.)» και διακριτικό τίτλο «ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε.» (Εταιρεία). Η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εποπτεύεται από τον αρμόδιο για θέματα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης Υπουργό και διέπεται από τις ρυθμίσεις του αυτού νόμου, όπως εκάστοτε αυτές ισχύουν, και συμπληρωματικά από τον Ν.4548/2018(άρ.15 παρ.2 Ν.4872/2021).

Για την υλοποίηση της δίκαιης μετάβασης δημιουργείται μία νέα διοικητική δομή, η οποία βέβαια, είναι απολύτως απαραίτητη.  Το εάν θα είναι και αποτελεσματική, είναι κάτι που θα εξαρτηθεί κυρίως από την βούληση της πολιτικής ηγεσίας, τις επιλογές της και την επάρκεια των προσώπων που την στελεχώνουν. Το σχήμα αυτό καλείται να εξασφαλίσει τα μέτρα και τους τρόπους για τη μείωση των επιπτώσεων της απολιγνιτοποίησης στους εργαζόμενους, τις τοπικές κοινότητες κλπ και την διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης της περιοχής με τη διαμόρφωση εναλλακτικών μορφών απασχόλησης – ανάπτυξης.Πλην όμως, κατά το συνήθως συμβαίνον, ο σχεδιασμός και η υλοποίησή του έπεται της πραγματικότητας, η οποία βρίσκεται ήδη μακράν στόχων και μέσων.

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, ξεκινώ μετρειςαρχικές παρατηρήσεις: 1) Η δομή αυτή είναι Αθηνοκεντρική σε βαθμό πέραν του αναγκαίου, διατηρώντας και ασκώντας αρμοδιότητες και εξουσίες μακράν του τόπου εφαρμογής τους· 2) Είναι επίσης ΔΕΗ-κεντρική, αποδίδοντας σ’ αυτήν(ΔΕΗ) αρμοδιότητες και εξουσίες, που την καθιστούν εταίρο και συνδιαμορφωτή των λύσεων, ενώ είναι παράγοντας του προβλήματος και, 3) Συμπληρώνοντας τα δύο προηγούμενα, απουσιάζει απ’ αυτήν η πολυφωνία της τοπικήςσυμβολής, απολύτως απαραίτητη, αφού μιλάμε για δημοκρατικό προγραμματισμό, ακόμη και εάν παρουσιάζει και κακοφωνίες. 

Σημαντικότερο όλων: ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ το συνολικό πολιτικό – προγραμματικό σχέδιο για την μεταλιγνιτική ανάπτυξη (ήδη επιβίωση) της περιοχής, το οποίο -μεταξύ άλλων- θα υπηρετούσε η συγκεκριμένη ή άλλη δομή και ο κάθε μερικότερος σχεδιασμός.

Περαιτέρω, οι βασικές νομικοπολιτικές επιλογές για τη δίκαιη μετάβαση, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από τα παραπάνω σε συνδυασμό με την πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά προβληματικές, ως προς τα εξήςθέματα – πεδία ανάπτυξης πολιτικών:

1. Αποκατάσταση λιγνιτικών πεδίων (που συμπεριλαμβάνουν ορυχεία και λιγνιτικούςσταθμούς), εκτάσεως περί τα220.000.000 τ.μ., ιδιοκτησίας της ΔΕΗ. Προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή της περιοχής αποτελεί πέραν πάσης αμφιβολίαςη αποκατάσταση των εδαφών των ορυχείων και η επανάκτηση απ’ αυτά -έστω και μερικώς- της αειφορίας τους, πράγμα το οποίο: ι) αποτελούσε όρο για την προηγούμενη νόμιμη λειτουργία τους, ιι) αποτελεί επιβεβλημένο όρο των ισχυουσών περιβαλλοντικών διατάξεωνκαι, ιιι) διαχρονική δέσμευση του εθνικού και τοπικού πολιτικού προσωπικού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας στα εδάφη αυτά και τη σημασία τους για τηδίκαιη μετάβαση, με τον όρο «κοιμώμενοι γίγαντες», στη σχετική μελέτη της, την οποία συνέταξε κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την παρουσίασε σε σύσκεψη διοικητικών στελεχών της Δυτικής Μακεδονίας και στο Περιφερειακό Συμβούλιο[1].Η μέχρι τις 09.11.21 ισχύσασα υπ’ αριθμόν 133314/2929/09-11-11 (ΑΔΑ: 45ΒΖ0-ΦΨΠ) ΑΕΠΟ[2] προέβλεπε αποκαταστάσεις με τη δημιουργία δασικών και αγροτικών εκτάσεων, καθώς και διαχείριση των υπαρχόντων εκεί υπογείων υδάτων, με τη δημιουργία δικτύου λιμνών.Ο σχεδιασμός αυτός προέβλεπε επίσης εκχωρήσεις μέρους των εκτάσεων αυτών για αγροτική εκμετάλλευση και άλλων για αναψυχή. Σήμερα έχει τροποποιηθεί έως εγκαταλείψεώς του. Τα εδάφη αυτά, αποτελούμενα από την εναλλαγή κρατήρων και αποθέσεων και εκτεινόμενα σε δύο νομούς, αποτελούν πληγή στο κέντρο της Περιφέρειας και αφήνονται να διασκορπίζουν ιπτάμενη τέφρα ή να αυταναφλέγονται, παράγοντας στο όνομα της απολιγνιτοποίησης πια, το γνωστό μας διοξείδιο του άνθρακα. Εννοείται, ότι η αποκατάσταση οφείλει να υπηρετεί συνολικό σχεδιασμό για τα εδάφη αυτά και τις χρήσεις τους. Αντ’ αυτού, με την τεχνική της σαλαμοποίησης η «ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ» έχει ήδη προχωρήσει στην έκδοση ΜΠΕ για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων εντός των εδαφών αυτών, χωρίς αποκατάστασή τους.

Η κατάσταση αναδεικνύει ένα θεμελιώδες ζήτημα νομιμότητας: εάν τελικά η περιβαλλοντική αδειοδότηση αποτελεί πρόφαση για τη διάρκεια της εκμετάλλευσης ή διαθέτει ουσιαστικό περιεχόμενο, εφαρμόσιμο και μετά απ’ αυτήν, κυρίως μετά απ’ αυτήν.

2. Κυριότητα των λιγνιτικών πεδίων.Τα προς αποκατάσταση εδάφη των ορυχείων προέρχονται από την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ της ΔΕΗ Α.Ε. των αντιστοίχων, πρώην αγροτικών εκτάσεων. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσής τους ήταν η εξόρυξη λιγνίτη για δημόσια ωφέλεια, πράγμα που παράγει δεσμεύσεις και ασύμβατα για την εκμετάλλευσή τους με άλλον τρόπο, ικανά να οδηγήσουν ακόμη και σε ανάκληση συντελεσθείσας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης[3]. Εν προκειμένω, αφ’ ενός μεν, η κυριότητα των εκτάσεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.7 (άρθρο 1 παρ.2α του Καταστατικού της) του Ν.4872/2021 εισφέρεται στη «ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε.» για την επίτευξη των σκοπών της. Η διάταξη συμπληρώνεται με το άρθρο 28, από την ανάγνωση του οποίου προκύπτει η διάσπαση της κυριότητας σε επιμέρους δικαιώματα (χρήσης, εκμετάλλευσης, έρευνας) τα οποία παρακρατώνται από τη ΔΕΗ.Αφ’ ετέρου δε, από τις εκδοθείσες και υπό έκδοση αποφάσεις Εγκρίσεως  Περιβαλλοντικών Όρων για την κατασκευή και λειτουργία Φωτοβολταϊκών Πάρκων εντός του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας, προκύπτει παραχώρησή τους (έστω και μερική) στην «ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ Α.Ε.», για την επιχειρηματική εκμετάλλευσή τους. Οι αντιφάσεις είναι προφανείς, ενώ η εφαρμογή των δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις ρυθμίσεις αυτές, θα οδηγήσει σε σύγκρουσή τους, αφού κυριότητα και δικαιώματα επί των εκτάσεων αυτών βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εκτέλεση των περιβαλλοντικών υποχρεώσεων. Εξίσου προφανές είναι, ότι η χρήση τους για επιχειρηματικούς σκοπούς διάφορους από εκείνους της απαλλοτριώσεώς τους συνιστά πρόβλημα.

3. Ιδιοκτησία, αναβάθμιση (και όχι αποκατάσταση, σύμφωνα με τα περιβαλλοντικά προβλεπόμενα) των εδαφών, σχεδιασμός, εκτέλεση και διαχείριση έργων υποδομής, προσέλκυση, αξιολόγηση υποστήριξη και επιτάχυνση επενδυτικών προτάσεων, υποστήριξη φορέων του δημοσίου και ΟΤΑ κ.ά., ανατίθενται στην «ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε.»[4]. Η επιλογή δεν είναι κατ’ ανάγκην κακή, αντίθετα μάλιστα. Θα μπορούσε να είναι και προωθητική, αν δεν επέφερε σύγχυση νομικών ορισμών (π.χ. ο όρος «αναβάθμιση των εδαφών» έναντι του προβλεπόμενου από το περιβαλλοντικό δίκαιο «αποκατάσταση» είναι απολύτως ασαφής ή και κενός περιεχομένου), δικαιωμάτων, αρμοδιοτήτων, υποχρεώσεων και κονδυλίων.Αρχής γενομένης από τη μεταβίβαση των προς αποκατάσταση εδαφών στη «ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε.», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις και προσδιορισμούς, η συνέχεια γίνεται ακόμη χειρότερη, με την ανάθεση στην αυτή εταιρεία όλων των σχετικών με τη δίκαιη μετάβαση καθηκόντων δημοσίου και τοπικού ενδιαφέροντος, ιδρύοντας πολλαπλά απαράδεκτα:

  • Απαλλαγή της ΔΕΗ από την αποκλειστικά δική της περιβαλλοντική ευθύνη αποκατάστασης των εδαφών, με κοινωνικοποίηση του κόστους της αποκατάστασης αυτής, παρά το γεγονός, ότι μέρος της τιμής της λιγνιτικής κιλοβατώρας, την οποία εισέπραττε και εισπράττει, αντιπροσώπευε δαπάνες αποκατάστασης·
  • Παραβίαση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», όπως αυτή εκφράζεται με την έννοια της «περιβαλλοντικής ευθύνης», που θεσπίστηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.148/2009 και αποτελεί την εναρμόνιση με την Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004.
  • Συμπερίληψη του κόστους αποκατάστασης των εδαφών στις αναπτυξιακές δαπάνες προς όφελος της περιοχής και τις χρηματοδοτήσεις ΕΣΠΑ·
  • Σύγχυση των σκοπών της εταιρείας: αναπτυξιακές επιλογές μετάβασης ή «αναβάθμιση» των εδαφών εξόρυξης;
  • Κυρίως όμως, σύγχυση των σχετικών κονδυλίων, με άμεση συνέπεια την αφαίρεσή τους από τις αμιγώς αναπτυξιακές επιλογές προς όφελος της υπό μετάβαση περιοχής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέρχεται μία θεμελιώδης αντιστροφή: από οφειλόμενο έργο υποδομής, η αποκατάσταση των εδαφών μετατρέπεται σε επιλέξιμο αναπτυξιακό. Όπερ, επιεικώς απαράδεκτο. 

4. Απόδοση χωροταξικών αρμοδιοτήτων στη ΔΕΗ. Συνεχίζοντας την παράδοση της σύγχυσης των ιδιοτήτων της ανώνυμης εταιρείας με τον πρώην δημόσιο χαρακτήρα της,με τα άρθρα 155 παρ.3 και 4 και 156 του Ν.4759/2020, απονέμονται στη ΔΕΗ χωροταξικές αρμοδιότητες, κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ.2 του Συντάγματος.Υπό τον τίτλο «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας και άλλες διατάξεις, η διάταξη αυτήπροβλέπει τη δυνατότητα ανάθεσης στη ΔΕΗ με προγραμματικές συμβάσειςτη διενέργεια διαγωνισμών για την εκπόνηση των μελετών των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Π.Σ.) εντός των ανωτέρω Ζ.ΑΠ. (Ζωνών Απολιγνιτοποίησης) με δαπάνες της εταιρείας,τη διενέργεια διαγωνισμών για την εκπόνηση των μελετών των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Π.Σ.) εντός των ΖΑΠ και την υλοποίηση των νέων χρήσεων γης και την αναβάθμιση εκτάσεων, που είχαν περιέλθει στην κυριότητα ή τη χρήση της ΔΕΗ για την παραγωγή ρεύματος και περιλαμβάνονται στις ΖΑΠ.Οι εν λόγω διατάξεις βρίσκονται σε προφανή δυσαρμονία με τις συνταγματικές προβλέψεις του άρθρου 24 παρ.1 και 2, με τις οποίες οι χωροταξικές αρμοδιότητες υπάγονται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.

Κατά περαιτέρω προφανή ακολουθία, ο εν λόγω χωροταξικός σχεδιασμός, αντί να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη κοινωνικών και οικονομικών στόχων, για την ανάπτυξη και την ορθή χωρική οργάνωση της περιοχής ενδιαφέροντος, με ταυτόχρονο σεβασμό, προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος, με στόχο το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον άνθρωπο, μεεθνική και περιφερειακή διάσταση σε αρμονική και ιεραρχημένη συμφωνία, υπηρετώντας ανάπτυξη και αειφορία, τίθεται στην υπηρεσία του επιχειρηματικού συμφέροντος της ΔΕΗ, ούσας πια και μεγα-κτηματία ενώ σαφώς αγνοείται η ισχύουσα διαδικασία διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία για τα σχετικά θέματα.

5. Απουσία Περιφερειακού Χωροταξικού - Άναρχη ανάπτυξη ΑΠΕ. Όλα τα παραπάνω συναντώνται και αναπτύσσονται πάνω στο θεσμικό κενό του Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου για τη Δυτική Μακεδονία, η οποία κατά τούτο στερείται ενός θεμελιώδους θεσμικού εργαλείου - υποδομής, που θα προέκυπτε μετά από τη θεσμικά κατοχυρωμένη διαβούλευση με την αυτοδιοίκηση, τους εμπλεκόμενους φορείς και τους πολίτες και θα αποτελούσε ως εκ τούτου το στέρεο υπόβαθρο για την διερεύνηση οποιουδήποτε σχετικού θέματος και την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός αυτής, με τρόπο εξ αρχής αξιολογημένο και ιεραρχημένο. Διαθέτει όμως αντ’ αυτούτο πλέον ανεπτυγμένο και πυκνό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής και υπερυψηλής τάσης στη χώρα, καθιστώντας την πρόσβαση και σύνδεση με αυτό των αναπτυσσόμενων ΑΠΕ εξαιρετικά συμφερότερη σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή και τη Δυτική Μακεδονία αγαπημένο προορισμό του επενδυτικού ενδιαφέροντος, δημιουργώντας υπερβολική ζήτηση αδειών, για την κάλυψη των αναγκών των επενδυτών.

Στην πορεία αυτή ωστόσο, η οποία προφανώς προκύπτει  κυρίως με κοινωνικούς, οικονομικούς και επιχειρηματικούς αυτοματισμούς, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η υπό τον αισιόδοξο όρο «κλιματικά ουδέτερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας», δεν είναι και εν γένει περιβαλλοντικά ουδέτερη. Ότι ΔΕΝ υπάρχει περιβαλλοντικά ουδέτερη παραγωγή ενέργειας, αλλά περιβαλλοντικά επιλέξιμη, μετά τη στάθμιση περιβαλλοντικού κόστους και οφέλους. Η στάθμιση αυτή λοιπόν απουσιάζει παντελώς, καθώς, αφ’ ενός μεν τον λιγνίτη αντικαθιστά ένα άλλο ορυκτό καύσιμο ως καύσιμο βάσης, αφ’ ετέρου δε, η ανάπτυξη, ιδίως φωτοβολταϊκών πάρκων, είναι πια ανεξέλεγκτη, ακολουθώντας το δίκτυο διανομής στις διαδρομές του, εκτεινόμενη σε ό,τι βρίσκει στον δρόμο της, δηλαδή και εντός σχεδίων πόλεων, παραγωγικών γαιών, αρδευόμενων γεωργικών γαιών, βοσκοτόπων, δασών, περιοχών NATURAκλπ[5], χωρίς συνυπολογισμό των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και συγκρούσεων χρήσεων, επειδή οι χρήσεις αυτές δεν είναι θεσμοθετημένες[6]. Η πραγματικότητα αυτή αφ’ ενός προετοιμάζει την επερχόμενη επισιτιστική κρίση, αφ’ ετέρου κυριολεκτικά «καίει» τις υπάρχουσες εναλλακτικές δυνατότητες ανάπτυξης της απολιγνιτοποιούμενης περιοχής. Παράλληλα, στερεί από τις τοπικές αρχές το αυτονόητο δικαίωμα και υποχρέωσή τους για τοπικό αναπτυξιακό προγραμματισμό και αναπροσανατολισμό. Ό,τι και να επιλεγεί ή αποφασιστεί θα έπεται· η εκμετάλλευση προηγείται.

Τέλος, όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της λιγνιτικής περιόδου, το υψηλό τοπικό κόστος δεν συνυπολογίζεται καθόλου ή παρά ελάχιστα σε σχέση με το εθνικό ή πλανητικό όφελος. Πρόκειται για μία τεράστια δυσαρμονία, η οποία επιβιώνει και αναπτύσσεται καταστροφικά ακριβώς σε ό,τι άφησε ανέγγιχτο η λιγνιτική περίοδος.

Συνοψίζοντας, οι απώλειες τοπικού ΑΕΠ, θέσεων εργασίας, επιχειρήσεων και πληθυσμού είναι αδιάψευστοι δείκτες και για το μέλλον που επέρχεται. Το τέλος της λιγνιτικής περιόδου της Δυτικής Μακεδονίας τείνει να την μετατρέψει σε πάρκο φιλοξενίας φωτοβολταϊκών πάρκων διαφόρων εθνικοτήτων[7], με την ΔΕΗ σε ρόλο άτυπης τοπάρχη, με εξουσίες μακράν περισσότερες και επιδραστικότερες της λιγνιτικής περιόδου. Θέματα ισότητας και ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών και παρόχων ενέργειας προφανώς και εγείρονται, αλλά δεν είναι αντικείμενο του παρόντος.

Εν κατακλείδι, κατά κυριολεξία δίκαιη μετάβαση για τη Δυτική Μακεδονία δεν υπάρχει· δεν θα μπορούσε να υπάρξει, ίσως. Όμως, είναι εξαιρετικά σημαντικό, το θεσμικό κομμάτι της μετάβασης αυτής να είναι δίκαιο και ισορροπημένο και να δίνει δυνατότητες και ευκαιρίες ανάπτυξης (ήδη επιβίωσης) στην τοπική οικονομία.

Προπαντός όμως και, επ’ ουδενί λόγω, δεν πρέπει η δίκαιη μετάβαση να εξελιχθεί σε έναν ακόμη ευφημισμό.

 

[1]«By consequence, across many European coal regions today, significant brownfields present untapped development potential for coal communities. In the Czech Republic—such brownfields, lying in wait to be developed—are referred to as ‘sleeping giants.’» Βλ. WORLD BANK: A Road Map for a Managed Transition of Coal-Dependent Regions in Western Macedonia

[2]Η ΜΠΕ για την τροποποίηση – ανανέωση των όρων της 133314/2929/09-11-11 ΑΕΠΟ βρίσκεται αυτή τη στιγμή, expost σε διαβούλευση, αναρτημένη στο Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο, με ΠΕΤ 1902041910, ενώ η ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ έχει προχωρήσει στην έκδοση ΜΠΕ για φ/β πάρκα εντός των εδαφών αυτών.

[3]Βλ. ΣΤΕ 1409/2003.

[4]Βλ. άρθρο 1 παρ.2, περ.α-ιη του καταστατικού της «ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε.», όπως αυτό κωδικοποιείται με το άρθρο 15 Ν.4872/2021.

[5] Ενδεικτικά αναφέρω την κατάληψη των βοσκοτόπων ΓαλατινήςΒοΐου και ΛευκάρωνΣερβίων, το δάσος «Μάνα Νερού», τον εγκλεισμό του οικισμού Καλαμιάς εντός των φ/π, που απασχόλησαν και απασχολούν τη δικαιοσύνη.

[6]Λόγω της απουσίας περιφερειακού χωροταξικού, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες αποφεύγουν να εκδώσουν αρνητικές γνωματεύσεις κατά τις αδειοδοτήσεις, παρά το γεγονός, ότι το Ειδικό Χωροταξικό για τις ΑΠΕ (Απόφαση 49828/2008 της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης) παρέχει (κατά τη γνώμη μου) ένα κατ’ αρχήν πλαίσιο προς τούτο.

[7]Τα δικαιώματα των οποίων προσμετρώνται υπέρ των χωρών εθνικότητάς τους και όχι υπέρ της Ελλάδος.