Στρατηγικές για έναν κόσμο χωρίς δεξιό λαϊκισμό και εθνικισμό

Cas Mudde 16 Ιουν 2021

Η ριζοσπαστική δεξιά θέτει την ατζέντα αναφορικά με την ταυτότητα και την ασφάλεια. Οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να την ανακτήσουν και να επαναπροσδιορίσουν την Ευρώπη


Από τη μία πλευρά, ήταν αναζωογονητικό να έχουμε μια χρονιά χωρίς παγκόσμια εμμονή με τον «λαϊκισμό»[1]. Από την άλλη πλευρά, το Covid-19 έδειξε πόσο ευάλωτες είναι ακόμη και οι πιο προηγμένες δημοκρατίες και τα κράτη πρόνοιας, καθώς λίγες κυβερνήσεις βγαίνουν από την πανδημία σε καλύτερη θέση από αυτή που κατείχαν πριν από την έναρξή της.

Ενώ επικρατεί η άποψη ότι η πανδημία εξέθεσε τα «λαϊκιστικά» κόμματα, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή. Με ορισμένες εξαιρέσεις, όπως οι προεδρίες του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία και του Ντόναλντ Τραμπ[2] στις ΗΠΑ, οι περισσότερες λαϊκιστικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν την πανδημία εξίσου σοβαρά με τις μη λαϊκιστικές κυβερνήσεις και, κατά μέσο όρο, τα λαϊκιστικά κόμματα δεν έχασαν μεγάλο μέρος της εκλογικής τους υποστήριξης.

Ωστόσο, το Covid-19 δημιούργησε μια πολυπόθητη ευκαιρία για την αναπροσαρμογή της πολιτικής συζήτησης και του πολιτικού συστήματος, με την απομάκρυνση από τον νατιβισμό και τον λαϊκισμό που κυριάρχησαν τις δύο πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα. Αν μη τι άλλο, η πανδημία έδειξε τη σημασία της ικανότητας, της τεχνογνωσίας και των κοινωνικοοικονομικών θεμάτων, όπως η δημόσια υγεία και το κράτος πρόνοιας.

Αυτό δημιουργεί μια ευκαιρία για τα προοδευτικά κόμματα, πολλά από τα οποία έχουν περιθωριοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό σε έναν πολιτικό κόσμο που κυριαρχείται από κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, όπως η ταυτότητα και η ασφάλεια. Τρεις, σχετικά ευρείες, στρατηγικές θα πρέπει να καθοδηγήσουν την πολιτική ανάσταση της σοσιαλδημοκρατίας.


Επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής

Στην ουσία, ο (σημερινός) λαϊκισμός είναι μια ανελεύθερη-δημοκρατική απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό. Ενώ ο λαϊκισμός υποστηρίζει τις βασικές πτυχές της δημοκρατίας –τη λαϊκή κυριαρχία και τον κανόνα της πλειοψηφίας– απορρίπτει ορισμένους ακρογωνιαίους λίθους της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ιδίως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, το κράτος δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών. Η πρόσφατη εκλογική του επιτυχία είναι η άμεση απάντηση στη σχεδόν ανεξέλεγκτη άνοδο του αντιδημοκρατικού φιλελευθερισμού.

Επί δεκαετίες, οι κυρίαρχοι πολιτικοί μείωναν οικειοθελώς τη δική τους εξουσία μέσω της απορρύθμισης, του εξευρωπαϊσμού, της νομικής επικύρωσης και της ιδιωτικοποίησης. Πολλά από αυτά έγιναν ερήμην των πολιτών και κρατήθηκαν εκτός της πολιτικής ατζέντας. Τώρα η κυρίαρχη πολιτική τάση, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλδημοκρατών, υπερασπίζεται αυτήν την τακτική, με ισχυρισμούς του τύπου TINA («δεν υπάρχει εναλλακτική λύση»). Δεν είναι περίεργο που πολλοί πολίτες αισθάνονται ότι έχουν λίγες επιλογές ή ότι η φωνή τους ακούγεται ελάχιστα[3].

Ενώ πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν αναθεωρήσει τον εναγκαλισμό τους με τον νεοφιλελευθερισμό μετά τη Μεγάλη Ύφεση, κανένα δεν έχει αναπτύξει μια νέα ιδεολογική ατζέντα. Πολλά συνεχίζουν να προωθούν «μετριοπαθείς» και «πραγματιστικές» πολιτικές, μένουν μακριά από αποπολιτικοποιημένα ζητήματα και επικεντρώνονται κυρίως στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, προσπαθώντας να αποφύγουν ακόμη περισσότερες εκλογικές ήττες.

Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αυτό δεν αποδίδει. Και γιατί θα έπρεπε; Αυτή η «πραγματιστική» ή «τεχνοκρατική» πολιτική μπορεί να λειτουργεί σε καλές εποχές, αλλά όταν οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν θυσίες ή βιώνουν άγχος και κρίση, αναζητούν ιδέες και ηγεσία. Θέλουν να μάθουν τι μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί, ποιο είναι το όραμά τους[4] για το μέλλον και γιατί πρέπει να τους υποστηρίξουν. Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν απαντάται (πειστικά) από τα περισσότερα προοδευτικά κόμματα σήμερα.


Ανάκτηση της ατζέντας

Όπως είναι αναμενόμενο, δεδομένης της έλλειψης σαφούς ιδεολογικού προγράμματος, τα περισσότερα προοδευτικά κόμματα ακολουθούν την πολιτική ατζέντα αντί να την καθοδηγούν. Ενώ μπορεί να φαίνεται ότι η κυρίαρχη δεξιά καθορίζει την ατζέντα, στην πραγματικότητα, με πολλούς τρόπους, είναι η ριζοσπαστική δεξιά. Βέβαια, τα κόμματα της κυρίαρχης δεξιάς εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την κυβερνητική εξουσία για να προωθήσουν την οικονομική τους ατζέντα, συμπεριλαμβανομένης της απορρύθμισης και της εταιρικής ευημερίας, αλλά η πολιτική και δημόσια συζήτηση καθορίζεται από κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα όπως η ταυτότητα και η ασφάλεια.

Σε αυτά τα ζητήματα, η κυρίαρχη δεξιά αντιγράφει τα βασικά σημεία της ριζοσπαστικής δεξιάς τουλάχιστον από τις αρχές του αιώνα, αλλά τώρα εφαρμόζει και πολλές από τις πολιτικές της. Αρκεί να δούμε τον καγκελάριο της Αυστρίας, Σεμπάστιαν Κουρτς, ή τον πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Μαρκ Ρούτε. Το ότι ούτε η κυρίαρχη αριστερά δεν είναι απρόσβλητη από την υιοθέτηση της ριζοσπαστικής δεξιάς ατζέντας αποδεικνύεται με οδυνηρό τρόπο στη Δανία[5] και σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Χρησιμοποιώντας ένα ανανεωμένο ιδεολογικό πρόγραμμα, τα προοδευτικά κόμματα θα πρέπει να παρουσιάσουν τολμηρά οράματα για τα δικά τους θέματα, όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση, το περιβάλλον, η στέγαση και η δημόσια υγεία. Καθένα από αυτά κατατάσσεται ψηλά στις προτεραιότητες μεγάλων ομάδων πολιτών, ιδίως των δυνητικών αριστερών ψηφοφόρων, αλλά τα θέματα αυτά έχουν περιθωριοποιηθεί σε μια δημόσια συζήτηση που έχει εμμονή με την ταυτότητα και την ασφάλεια. Εναπόκειται σε ολόκληρο το προοδευτικό κίνημα να κάνει αυτά τα κρίσιμα ζητήματα να επιστρέψουν στο κέντρο της πολιτικής ατζέντας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ζητήματα ταυτότητας ή ασφάλειας πρέπει να αγνοηθούν. Αντίθετα, πρέπει να έχουν τη θέση που τους αρμόζει στη συζήτηση και πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσω προοδευτικών πλαισίων και πολιτικών.


Επαναπροσδιορισμός της Ευρώπης

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι δυνατό χωρίς έναν προοδευτικό επαναπροσδιορισμό της Ευρώπης[6], ή πιο συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, τα περισσότερα προοδευτικά κόμματα ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κάθε είδους κριτική, πόσο μάλλον ευρωσκεπτικισμός, θεωρούνταν εθνικιστική ή δεξιά. Αλλά η άκριτη υποστήριξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα κατέστησε ένθερμους υποστηρικτές ενός όλο και πιο νεοφιλελεύθερου σχεδίου, στο οποίο οι προοδευτικές αξίες, ακόμη και οι φιλελεύθερες-δημοκρατικές, έχουν καταστεί δευτερεύουσες.

Η πανδημία έδειξε τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας και την αξία τέτοιων υπερεθνικών δομών όπως η ΕΕ, η οποία προσφέρει στα προοδευτικά κόμματα την ευκαιρία να αναπτύξουν και να προωθήσουν μια τολμηρή προοδευτική εναλλακτική λύση στην τρέχουσα δομή. Αυτή θα ήταν μια ΕΕ αληθινής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης[7], η οποία θα βοηθούσε τους πολίτες και τα κράτη-μέλη να ξεπεράσουν τις βασικές προκλήσεις της εποχής μας –από την κλιματική αλλαγή έως τις πανδημίες– και τελικά θα καταργούσε ορισμένες από τις πιο κραυγαλέες οικονομικές και μη οικονομικές ανισότητες εντός της Ένωσης και των κρατών-μελών της.

Επιπλέον, η ΕΕ μπορεί να είναι προοδευτική μόνο εάν η ίδια, και όλα τα κράτη-μέλη της, είναι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Τα προοδευτικά κόμματα θα πρέπει να αντιταχθούν ριζικά[8] στη συνεχιζόμενη ενθάρρυνση και υποστήριξη αυταρχικών ηγετών, από τη Βουδαπέστη έως τη Βαρσοβία. Οι οικογένειες των ευρωπαϊκών κομμάτων τους θα πρέπει να καταστήσουν τον αγώνα κατά των αυταρχικών κομμάτων, καθεστώτων και αξιών έναν από τους πρωταρχικούς τους στόχους. Αυτό σημαίνει επίσης ότι πρέπει να θέτουν τα ίδια τους τα μέλη προ των ευθυνών τους όταν προωθούν ισλαμοφοβικές και νατιβιστικές αφηγήσεις, κυβερνούν με ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα ή υποστηρίζουν νατιβιστικές πολιτικές.


Μια ευπρόσδεκτη μετατόπιση

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι εύκολο, αλλά είναι απαραίτητο για να προστατευθούν (πολλά) προοδευτικά κόμματα από την πολιτική περιθωριοποίηση και να διασφαλιστεί ένα προοδευτικό μέλλον για την Ευρώπη. Παρόλο που η πανδημία δεν θα μεταμορφώσει από μόνη της την πολιτική, έχει δημιουργήσει μια ευπρόσδεκτη μετατόπιση από την ταυτότητα και την ασφάλεια και έχει επαναφέρει θετικά ορισμένους από τους βασικούς θεσμούς της ευρωπαϊκής προοδευτικής πολιτικής, κυρίως την ΕΕ και το εθνικό κράτος.

Επιπλέον, ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δείχνει στην Ευρώπη τον δρόμο, από ορισμένες απόψεις, αυξάνοντας και προωθώντας αδιαμαρτύρητα τις δαπάνες και τον ρόλο του κράτους. Αν οι Δημοκρατικοί μπορούν να το κάνουν στις ΗΠΑ, τότε σίγουρα μπορούν να το κάνουν και οι προοδευτικοί στην Ευρώπη.

 

 Το πρωτότυπο αναρτήθηκε στο https://socialeurope.eu/strategies-for-a-world-without-right-wing-populism-and-nationalism

 


[1] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/populism-and-complexity.

[2] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/the-lost-cause-of-the-trumpocracy.

[3] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/eu-citizens-involvement-during-the-age-of-austerity.

[4] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/averting-the-death-of-social-democracy.

[5] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/the-radical-right-is-not-a-pro-welfare-party.

[6] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/focus/europe-2025.

[7] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/from-europe-as-project.

[8] Δες περισσότερα στο https://socialeurope.eu/evaluating-democracy-the-rule-of-law-and-fundamental-rights-in-the-eu.