Στην τελευταία συνεδρίαση του Συντονιστικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ελήφθη η απόφαση για οργάνωση συνεδρίου εντός του 2017, προκειμένου «να συγκροτηθεί ένας ενιαίος πολιτικός φορέας, στον οποίο θα συμμετέχουν όλα τα κόμματα και κινήσεις που το επιθυμούν, με ανοιχτές διαδικασίες και τη διατήρηση της αυτονομίας τους».
Κατ΄ αρχάς, αυτό είναι ένα θετικό βήμα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθεί και δεν θα μείνει κενό γράμμα. Όμως, οφείλω να επισημάνω και το αρνητικό σημείο. Στην ανακοίνωση δεν γίνεται λόγος ότι το εν λόγω συνέδριο θα είναι ιδρυτικό ενός νέου και ενιαίου κόμματος, το οποίο θα εγκρίνει καταστατικό, αρχές, θέσεις και στόχους και το οποίο θα εκλέξει νέα ηγεσία.
Επιπροσθέτως, η ανακοίνωση αφήνει να υπονοηθεί ότι εντός του φορέα θα συνεχίσουν να λειτουργούν όλα τα υπάρχοντα κόμματα, ως αυτόνομοι πολιτικοί οργανισμοί. Αυτό και μόνον αναιρεί τις αρχικές θετικές εντυπώσεις. Είναι γνωστό ότι οι συζητήσεις, στο πλαίσιο της Επιτροπής Διαλόγου, είχαν ναυαγήσει, καθώς «Το Ποτάμι» (και όχι μόνον) επέμεινε στην αυτοδιάλυση των κομμάτων, που θα συμμετείχαν στη δημιουργία του νέου φορέα, ενώ το ιδρυτικό συνέδριο θα αποφάσιζε την εκλογή αρχηγού με ανοικτές διαδικασίες.
Θεωρώ θετική την πρόσκληση προς «όλα τα κόμματα του ευρύτερου χώρου, τις κινήσεις, τα πολιτικά στελέχη, να ενώσουν τις δυνάμεις τους μαζί μας . . . να συμμετάσχουν στις διαδικασίες μας, να συνδιαμορφώσουμε τις πολιτικές μας, να συμβάλλουν στην νέα πορεία μας προς την Ελληνική Κοινωνία. Με σεβασμό της αυτονομίας και των απόψεών τους. Και να διαμορφώσουν μαζί μας τους όρους, τις προϋποθέσεις για την επιτυχή πορεία προς το Συνέδριο (εντός του 2017), που μπορεί και πρέπει να σηματοδοτήσει τη δημιουργία του νέου, ενιαίου φορέα της Παράταξης». Όμως, αυτό είναι δύσκολο έως αδύνατο να συμβεί, εάν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν επιβάλει στον κομματικό μηχανισμό του κόμματος να ξεχάσουν πλέον το όραμα για το ΠΑΣΟΚ plus ως παρωχημένο. Και αυτό διότι τα δείγματα συμπεριφοράς του τελευταίου είναι άκρως αρνητικά. Ως παράδειγμα αναφέρω την αδυναμία συγκρότησης της Περιφερειακής Συντονιστικής Επιτροπής Κρήτης της ΔΗΣΥ, λόγω της άρνησης των τοπικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, και τις εμμονές των παραγόντων και στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην Κρήτη, συνεπικουρούμενα και από μέλη της Κ.Ε. του, να οργανώνουν εκδηλώσεις (πρόσφατη εκδήλωση για την Παιδεία στα Χανιά) και εξορμήσεις στην ύπαιθρο ως ΠΑΣΟΚ και όχι ως ΔΗΣΥ (νομός Ηρακλείου).
Θεωρώ, επίσης, θετική τη διευκρίνιση για την στάση της ΔΗΣΥ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τη διατύπωση της άποψης ότι αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει το ταχύτερο δυνατόν: «Είναι μια κυβέρνηση αδύναμη και ανίκανη να διαπραγματευθεί, να διασφαλίσει την έξοδο από την κρίση, να οδηγήσει στην ανάπτυξη. Είναι μια κυβέρνηση που υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, διχάζει συνειδητά τους Έλληνες, διέπεται απόλυτα από καθεστωτικές αντιλήψεις. Είναι μια κυβέρνηση επικίνδυνη για τον τόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς. Πρόκειται για ένα πολιτικό χώρο με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά του εθνολαϊκισμού και με έντονες τάσεις καθεστωτισμού. Όσο πιο γρήγορα φύγει αυτή η κυβέρνηση, τόσο το καλύτερο. Η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών με την καθοριστική δική μας ενίσχυση είναι απαραίτητη για να προχωρήσει η χώρα». Όμως, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη συμπόρευση της Κ.Ο. της ΔΗΣΥ με τους ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στην υπερψήφιση της δημαγωγικού χαρακτήρα παροχής 617 εκατομμυρίων ευρώ σε συνταξιούχους, τη στιγμή που το Κράτος οφείλει 6,22 δις ευρώ σε ιδιώτες και υπάρχουν 900.000 άνεργοι συμπολίτες μας χωρίς ίχνος εισοδήματος.
Τέλος, η ανακοίνωση της ΔΗΣΥ αναφέρει ότι «η συντηρητική παράταξη παραμένει στρατηγικά ο ιδεολογικός μας αντίπαλος». Υπό τις σημερινές συνθήκες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, τα στρατόπεδα που έχουν διαμορφωθεί είναι δύο. Το πρώτο είναι εκείνο, το οποίο επιθυμεί την περαιτέρω ενοποίηση της Ε.Ε., την ανάπτυξη για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την αφομοίωση των προσφύγων από τις τοπικές κοινωνίες, την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό, στην παιδεία, στην υγεία και στο συνταξιοδοτικό, προκειμένου τα κράτη μέλη της ΕΕ να γίνουν βιώσιμα. Το δεύτερο στρατόπεδο είναι αυτό, που επιδιώκει (έστω και αν δεν το ομολογούν δημοσίως) τη διάλυση της ΕΕ, την διατήρηση μη βιώσιμων πολιτικών στην υγεία, στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό και έχει ως όπλο τον εθνολαϊκισμό. Στο πρώτο στρατόπεδο εντάσσονται, πλην των ενταγμένων εθνικών κομμάτων στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και στο Ευρωπαϊκό Κόμμα Φιλελευθέρων, ακόμη και συντηρητικά κόμματα (CDU, Λαϊκό Κόμμα Ισπανίας, η καθ’ ημάς ΝΔ κ.α.). Στο δεύτερο στρατόπεδο, όμως, εντάσσονται κόμματα τύποις προοδευτικά και κατ’ ουσίαν οπισθοδρομικά, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο σιαμαίος αδελφός του ΑΝΕΛ. Κατά συνέπεια, επειδή το νέο και ενιαίο Δημοκρατικό και Προοδευτικό Κόμμα θα πρέπει σαφώς να ενταχθεί στο πρώτο στρατόπεδο ως μέλος της οικογένειας του ΕΣΚ, θα πρέπει να βρει συμμάχους από το ίδιο στρατόπεδο. Ιδιαίτερα τη στιγμή, που η ίδια η ΔΗΣΥ χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, που «υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και που έχει κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά του εθνολαϊκισμού με έντονες τάσεις καθεστωτισμού».
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρέμβαση, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η παρουσία στο προσκήνιο και στη διαδικασία των διαβουλεύσεων των Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία ήταν και παραμένει καταλυτική. Ο αρχικός και διαρκής στόχος τους ήταν και παραμένει η παρουσία τους ως ο καταλύτης της ενότητας του δημοκρατικού, προοδευτικού και μεταρρυθμιστικού χώρου με την οργάνωση ιδρυτικού συνεδρίου, το οποίο θα οδηγήσει στην ίδρυση ενός σύγχρονου, μεταρρυθμιστικού κόμματος, με προσήλωση στην αριστεία, στην αξιοκρατία, στην ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος.
Για ευνόητους λόγους, θα κλείσω, επαναλαμβάνοντας τη έκκληση που απηύθηνα σε προηγούμενο άρθρο μου: «Η πρωτοβουλία πλέον για την υλοποίηση όλων αυτών ανήκει στην κα Γεννηματά, η οποία θα πρέπει να επιδείξει διορατικότητα, ανιδιοτέλεια, ικανότητα σύνθεσης, ηπιότητα, αποφασιστικότητα και ψυχραιμία. Ας σηκώσει το τηλέφωνο και ας προσκαλέσει η ίδια όλους σε μία κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση για την κατάστρωση του οδικού χάρτη για την ίδρυση της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης, που θα αποτελέσει τον άλλο πόλο εξουσίας. Ας είναι βεβαία ότι αυτό θα της το αναγνωρίσουμε όλοι. Εάν δεν το πράξει, ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας και του μεταρρυθμιστικού προοδευτικού κέντρου θα κινδυνεύσει με πρωτοφανή συρρίκνωση. Και αυτό θα της χρεωθεί».