Αν η ποιότητα ζωής είναι η οπτική ως προς την θέση του ατόμου στην καθημερινότητα, που βιώνει στην ζωή, όπως αυτή οριοθετείται από την πολιτισμική του αναφορά και τις αξίες, που προσδιορίζουν τους στόχους, τις προσδοκίες, τα πρότυπα και τις ανησυχίες του σε συνδυασμό με την ψυχική και την σωματική υγεία, τότε η ανίχνευση και προσέγγιση της στην σύγχρονη πραγματικότητα δεν είναι εύκολη.
Γίνεται δε ακόμη πιο δύσκολη, αν ληφθεί υπόψη, ότι βασική προϋπόθεση για την συνειδητοποίηση και αξιολόγηση από τους πολίτες των παραμέτρων, που προσδίδουν περιεχόμενο και νόημα στην βίωση της καθημερινότητας, είναι η δυνατότητα ορθολογικής προσέγγισης και αξιολόγησης των βιωνόμενων συνθηκών ως προς την συμβολή τους στην διαμόρφωση λειτουργικών ισορροπιών στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί, ότι η υγεία και η ποιότητα της ζωής εξαρτώνται και από τον βαθμό και τις διαστάσεις του συνυπολογισμού τους από το πολιτικό σύστημα στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή του στην πραγμάτωση της πορείας προς το μέλλον. Ιδιαιτέρως σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης των κοινωνιών εμπλέκεται στον σχεδιασμό και ο γεωπολιτικός παράγων.
Τέλος πρέπει να τονισθεί επιτακτικά, ότι η υγεία και η ποιότητα ζωής δεν συμπορεύονται με την οπτική της εργαλειοποίησης της ανθρώπινης οντότητας στο πλαίσιο του συστημικού πραγματισμού ως βασικού κριτηρίου για την λήψη αποφάσεων στα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το πολιτικό μέχρι το οικονομικό και το υγείας.
Η προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας είναι αποκαλυπτική. Σύμφωνα με την μελέτη «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής», που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος, οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία εντείνονται, καθώς επηρεάζονται από παράγοντες, όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση, οι συνθήκες διαβίωσης, οι συνθήκες εργασίας, η γεωγραφική περιοχή κ.λ.π., ενώ και η διάρκεια της οικονομικής κρίσης συνέβαλε στην διεύρυνση τους.
Οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις στην Ελλάδα καταγράφουν χειρότερη υγεία, μεγαλύτερη θνησιμότητα και νοσηρότητα κυρίως στα χρόνια νοσήματα και πιο ανθυγιεινές συμπεριφορές, ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στις προληπτικές εξετάσεις και στα φάρμακα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει δημοσιογραφική έρευνα στην Ευρώπη από την ισπανική εφημερίδα El Confidencial και την συνδρομή της Εφημερίδας των Συντακτών στην Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος Pulse, σύμφωνα με την οποία οι κύριες αιτίες θανάτου είναι οι ασθένειες του καρδιαγγειακού κυκλοφοριακού συστήματος (32% των απωλειών), ενώ ακολουθεί ο καρκίνος (22%) σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2022).
Στην Ελλάδα ως προς τα καρδιαγγειακά νοσήματα καταγράφονται τα χειρότερα αποτελέσματα από τις μεσογειακές και νότιες χώρες (π.χ. Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία) αλλά καλύτερα από την Γερμανία και τις περισσότερες περιοχές των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης.
Γενικά οι αιτίες των θανάτων ποικίλουν, όπως η διατροφή, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, οι κοινωνικές ανισότητες, η λιγότερη από την αναγκαία άσκηση και περισσότερη χρήση αυτοκινήτου, το κάπνισμα και η ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Το 2021 με βάση τον δείκτη θνησιμότητας στον Πειραιά αντιστοιχούσαν 14,9 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους, στον Κεντρικό Τομέα 14,1, στον Δυτικό 13,9, στον Νότιο 11,8 και στον Βόρειο 10,9 ανά 1.000 κατοίκους (Καθημερινή, «Ανισότητα των θανάτων στην Αθήνα», 20.12.2024). Ουσιαστικά οι κοινωνικές ανισότητες «αποτυπώνονται» και στον δείκτη θνησιμότητας.
Στην σύγχρονη βιωνόμενη πραγματικότητα η υγεία και η ποιότητα ζωής απειλούνται και από την κλιματική αλλαγή, την οποία προκάλεσε η ανθρώπινη δραστηριότητα. Σύμφωνα με την UNICEF αυξάνονται οι ανησυχίες για την ασφάλεια του νερού λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Όταν το νερό δεν είναι επαρκές λόγω των ξηρασιών, οι άνθρωποι καταφεύγουν σε μη ασφαλή επιφανειακά ύδατα, ενώ σε περιπτώσεις πλημμυρών (π.χ. Θεσσαλία) καταστρέφονται εγκαταστάσεις νερού και αποχέτευσης, με αποτέλεσμα να εξαπλώνονται τα λύματα και να προκαλούν ασθένειες, που μεταδίδονται με το νερό, όπως η χολέρα και η διάρροια.
Επίσης λόγω της θερμοκρασιακής ανόδου εμφανίζονται συχνότερα ασθένειες, που σχετίζονται και με το νερό, όπως η ελονοσία, ο δάγκειος πυρετός, ενώ αυξάνονται οι πληθυσμοί κουνουπιών και επεκτείνεται η γεωγραφική τους εμβέλεια. Σύμφωνα δε με την UNICEF ευάλωτα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι 160 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών, που ζουν σε περιοχές με υψηλό κίνδυνο ξηρασίας.
Επίσης σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο 2025 στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, ο τομέας της υγείας μπαίνει σε «περίοδο λιτότητας» σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι τα ποσά, που δαπανώνται για την δημόσια υγεία και την διεθνή βοήθεια, μειώνονται.
Ιδιαιτέρως θα πληγούν οι φτωχότερες χώρες, οι οποίες αντιμετώπιζαν με την βοήθεια ως ένα βαθμό το HIV και το AIDS. Το ποσό, που θα διατεθεί, θα είναι κάτω από 40 δισεκατομμύρια δολάρια το 2025, δηλαδή 2 φορές μικρότερο από αυτό, που δόθηκε το 2021. Δραστικές περικοπές κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αλλά και ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, μειώνουν αισθητά τα ποσά.
Σε χώρες, όπως η Σομαλία, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και το Μαλάουι, τα συστήματα υγείας χρηματοδοτούνται από την αναπτυξιακή βοήθεια και θα καταρρεύσουν.
Υπάρχουν όμως και ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, στις οποίες η δημόσια υγεία και κατ’ επέκταση και η ποιότητα ζωής δεν αποτελούν προτεραιότητα. Για παράδειγμα το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ως βασική συνιστώσα του κοινωνικού κράτους υποχρηματοδοτείται και απαξιώνεται, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται ο ιδιωτικός τομέας ως κυρίαρχη παράμετρος της υγείας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και της Eurostat η Ελλάδα το 2024 δαπάνησε για την δημόσια υγεία περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνεται από 7,5% έως 8%. Αυτό σημαίνει περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα ετησίως για τα νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας, το προσωπικό και τον εξοπλισμό.
Σύμφωνα με στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) οι κενές οργανικές θέσεις στο ΕΣΥ είναι πάνω από 30.000. Από αυτές 8.000 αφορούν γιατρούς και πάνω από 20.000 νοσηλευτικό και άλλο προσωπικό. Ιδιαίτερα προβληματικές είναι οι συνθήκες στα νησιά. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραίτηση παιδοψυχίατρου στην Κρήτη.
Η μοναδική παιδοψυχίατρος στο νοσοκομείο Ρεθύμνου παραιτήθηκε. Σε συνέντευξη της στην εφημερίδα Πατρίς επισημαίνει, ότι «εξαναγκάσθηκα σε παραίτηση, διότι πλέον εργάζομαι σε συνθήκες κακοποίησης». Οι γονείς των παιδιών αναγκάζονται να πληρώνουν 100 και 200 ευρώ σε ιδιώτες για να κάνουν διάγνωση, επειδή για κάτι ανάλογο στο δημόσιο σύστημα υγείας πρέπει να περιμένουν πάνω από 17 μήνες στις ισχύουσες συνθήκες. Η Κρήτη πλέον μένει με μόνο ένα δημόσιο παιδοψυχίατρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η φράση της παιδοψυχίατρου «Εξαναγκάζομαι και εγώ σε παραίτηση. Εάν παραμείνω, η φυσική εξόντωση μου δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίο».
Αν συνυπολογισθούν και οι επιπτώσεις των ανισορροπιών (π.χ. κλιματική αλλαγή και επιπτώσεις, όπως ξηρασία και λειψυδρία), που προκαλεί η ανθρώπινη δραστηριότητα στην βιωνόμενη πραγματικότητα, τότε η υγεία και η ποιότητα ζωής γίνονται «μακρινό όνειρο» και δεν αποτελούν πλέον ανθρώπινο δικαίωμα. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιπτώσεις της ξηρασίας και της λειψυδρίας στην υγεία και στην ποιότητα ζωής.
Το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε 101 χώρες, που χάνουν το γλυκό νερό τα τελευταία 22 χρόνια από το ένα μέρος και από το άλλο σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξάνεται τα επόμενα 50 έως 60 χρόνια. Τεράστιες περιοχές στις 5 ηπείρους «στεγνώνουν» και συρρικνώνεται η διαθεσιμότητα νερού, ενώ επιταχύνεται η άνοδος της στάθμης της θάλασσας.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ για τις Παγκόσμιες Προοπτικές Ξηρασίας το 2025 το ποσοστό του νερού, που χάνεται από τα συστήματα ύδρευσης στην Ελλάδα πλησιάζει το 30%. Τα αποθέματα νερού στους ταμιευτήρες, που υδροδοτούν την Αττική, περιορίσθηκαν σχεδόν στο μισό.
Εάν δεν ληφθούν άμεσα πολιτικές αποφάσεις σε συνδυασμό με την εφαρμογή τεχνολογικών καινοτομιών και την αλλαγή νοοτροπίας στον πληθυσμό, η λειψυδρία θα γίνει μόνιμη σε πολλές περιοχές έως το 2040. Περισσότερο θα πληγούν τα νησιά και η Νότια Ελλάδα. Επίσης η Θεσσαλία κινδυνεύει να γίνει ευάλωτη περιοχή λόγω της εντατικής γεωργίας και της μη επαρκούς άρδευσης.
Στην σύγχρονη εποχή της αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης οι κίνδυνοι για την υγεία και την ποιότητα ζωής είναι πολλοί περισσότεροι με την πρόκληση και γενίκευση προβλημάτων, όπως συμβαίνει με τον ιό chikungunya.
Ήδη στην πόλη Φοσάν στην Κίνα λαμβάνουν έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση του ταχέως μεταδιδόμενου ιού chikungunya μέσω των κουνουπιών, ο οποίος είναι μεν σπάνια θανατηφόρος, αλλά προκαλεί υψηλό πυρετό και έντονους πόνους στις αρθρώσεις.
Παράλληλα η εξάπλωση των κρουσμάτων από τα νησιά του Ινδικού ωκεανού προς την Ευρώπη και άλλες περιοχές ώθησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ΠΟΥ (World Health Organization, WHO) να καλέσει τον Ιούλιο τις χώρες να ενεργοποιηθούν για να αποτραπεί μεγάλων διαστάσεων πρόβλημα.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (European Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) το 2025 έχουν καταγραφεί 240.000 κρούσματα και 90 θάνατοι παγκοσμίως. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση μέχρι τώρα καταγράφεται στη Νότια Αμερική.
Με αυτά τα δεδομένα γίνεται εμφανές, ότι τόσο η υγεία όσο και η ποιότητα ζωής των ανθρώπων δεν αξιολογούνται ως ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά αντιμετωπίζονται ως παράμετροι της λειτουργικότητας και της οικονομικής απόδοσης του συστήματος κοινωνικής στο πλαίσιο της πολιτικής οπτικής του συστημικού πραγματισμού.
Στην προοπτική του χρόνου όμως αυτή η οπτική θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες ανισορροπίες, διότι έχει καθαρά διαχειριστική λογική, χωρίς να αντιμετωπίζει τα γενεσιουργά τους αίτια (π.χ. κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της, όπως ξηρασία, λειψυδρία, επιβάρυνση της υγείας κ.λ.π.) και να σχεδιάζει την πορεία προς το μέλλον σεβόμενη τις φυσικές ισορροπίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το δε οικονομικό κόστος, που συνεπάγεται η αλλαγή οπτικής, είναι διαχειρίσιμο, εάν η πολιτική έχει κοινωνικό πρόσημο και δεν ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες. Για παράδειγμα τα αναγκαία ποσά για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στον τομέα της υγείας δεν είναι δύσκολο να βρεθούν, εάν η φορολογική διαχείριση αλλάξει κατεύθυνση και υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον. Αρκεί να ληφθεί υπόψη, ότι σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας η κερδοφορία το πρώτο 6μηνο του 2025 κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα, δηλαδή 700 εκατομμύρια ευρώ (Ημερησία, 7.8.2025) και θα γίνει εμφανές, ότι υπάρχει λύση.