Κινητήρια δύναμη για κάθε πρωτοβουλία του Έλληνα είναι η ιδιοτέλεια και το προσωπικό συμφέρον. Το ομαδικό πνεύμα απουσιάζει καθώς η έντονη ατομικότητα, η έλλειψη συντονισμού και συστήματος, η απειθαρχία και ο ακόρεστος πόθος ελευθερίας που τον χαρακτηρίζουν, αποτελούν παράγοντες που δεν επιτρέπουν την ευδοκίμησή του. Η φιλαυτία, η φιλοδοξία, η φιλοπρωτία και η ματαιοδοξία (οι μισοί Έλληνες κάπου είναι πρόεδροι) σε συνδυασμό με τον φθόνο, τη διχόνοια και τον διχασμό συνιστούν μείγμα απαγορευτικό για κάθε απόπειρα συνεργασίας και ομαδικής προσπάθειας.
Τα συμπεράσματα αυτά αποκόμισα διαβάζοντας την άκρως διεισδυτική και εμπεριστατωμένη έρευνα που επιχειρεί στο βιβλίο του, “ο χαρακτήρας των Ελλήνων” (Εκδ. Σταμούλη, 2011 ) ο διαπρεπής ιστορικός, αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος. Το πλήθος των εμφυλίων πολέμων σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ο διχασμός, ο φανατισμός και τα οξυμένα πολιτικά πάθη που παρατηρούνται ακόμα και σήμερα που υποτίθεται πως θα έπρεπε ενωμένοι να γιορτάζουμε την επέτειο των 200 χρόνων από την εθνική μας παλιγγενεσία και ένα νέο ξεκίνημα προς τα μπρος, αποδεικνύουν την αλήθεια όλων αυτών των χαρακτηριστικών.
Αντίθετα στα πλεονεκτήματα του Έλληνα περιλαμβάνονται το φιλότιμο, η αγχίνοια, η φαντασία, η εφευρετικότητα, η ετοιμότητα πνεύματος, η περιέργεια, η φιλομάθεια κ.ά.
Θα ήθελα να σταθώ λίγο στη φιλομάθεια καθώς θεωρώ πως γύρω από αυτή την έννοια υπάρχει κάποια σύγχυση. Φιλομάθεια, ετυμολογικά, σημαίνει την θέληση για μάθηση, για μόρφωση, για γνώση. Στην Ελλάδα όμως, η οποία κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης στην ανάγνωση βιβλίων, με την λέξη αυτή εννοείται η επιθυμία και η θέληση των γονέων να αποκτήσει το παιδί τους ένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Και αυτό πρωτίστως με την ελπίδα ότι θα μπορέσει με κάποιον τρόπο, ορθόδοξο ή μη, να τρυπώσει σε κάποια δημόσια θέση.
Από μία σειρά άρθρων του Γιάννη Μαρίνου στο “ΒΗΜΑ” για την παιδεία (από 7/2/2020 μέχρι 14/3/2021) μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα για την παιδεία στην Ελλάδα σε όλες τις βαθμίδες της. Σε αυτό της 14ης Μαρτίου, φιλοξενεί μία επιστολή ενός καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης στην οποία μεταξύ άλλων, ο παλαιάς κοπής αυτός εκπαιδευτικός, αναφέρει ότι ένας μαθητής μπορεί να φτάσει ανεμπόδιστα από την Α Δημοτικού στη Γ Λυκείου χωρίς να έχει ανοίξει ποτέ το βιβλίο και χωρίς να έχει κοπιάσει για το απολυτήριο του Γυμνασίου ή του Λυκείου. Οι γονείς τις περισσότερες φορές ασκούν πιέσεις στους καθηγητές για να μην απορρίψουν τα παιδιά τους ακόμα και αν αυτά δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους βιβλίο! Είναι σύνηθες μάλιστα το φαινόμενο της προσκόμισης γνωματεύσεων από ψυχολόγους τις οποίες αν τολμήσεις να αμφισβητήσεις θα δεχτείς απειλές και προπηλακισμούς. Δυστυχώς, αναφέρει ο καθηγητής, “υπουργείο, σύμβουλοι και συνδικάτα ποιούν την νήσσαν, διότι όλοι είναι ευχαριστημένοι όταν εμφανίζεται προς τα έξω μια ψευδώς επιτυχημένη εικόνα που δείχνει ότι τα πάντα στα δημόσια σχολεία λειτουργούν ρολόι και ότι όλοι έχουν πετύχει στον ρόλο τους”.
Το κράτος για να ανταποκριθεί στη “φιλομάθεια” των Ελλήνων έχει ιδρύσει Πανεπιστήμια και στην πιο μικρή πόλη, όπου εισάγονται οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες μαθητές, απ όπου βγαίνουν πτυχιούχοι με αντίστοιχους τρόπους και μεθόδους (αντιγραφή, συνδικαλισμός κ.ά.), στην πλειοψηφία τους φυσικά αγράμματοι και απαίδευτοι. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ εισάγονται κατά μέσον όρο στις ανώτατες σχολές το 33% των αποφοίτων λυκείου ενώ το αντίστοιχο ποσοστό της Ελλάδας είναι 75%. Όμως ακόμα και στις περιζήτητες λεγόμενες σχολές, λόγω της δίψας του Έλληνα για μάθηση, έχουν προβλεφθεί θέσεις εισαγομένων διπλάσιες και τριπλάσιες από όσες χρειάζεται η ελληνική κοινωνία. Εάν προστεθούν στους πτυχιούχους αυτούς (μηχανικούς, γιατρούς δικηγόρους κ.λ.π.) και αυτοί που πηγαίνουν να πάρουν ένα χαρτί στο εξωτερικό και επιστρέφουν, τότε τα πράγματα γίνονται σοβαρά και χρειάζεται η ευστροφία και η καπατσοσύνη του Έλληνα να εφεύρει τρόπους για την επαγγελματική αποκατάσταση και τον βιοπορισμό όλων αυτών των πτυχιούχων. Και από εδώ ξεκινάει το μεγάλο κακό.
Κατ αρχάς το ελληνικό κοινοβούλιο το οποίο ψηφίζει τους νόμους, απαρτίζεται κυρίως από εκπροσώπους αυτών των κλάδων-Δικηγόροι, Μηχανικοί, Γιατροί-και μάλιστα εκ των πλέον “ικανών” εξ αυτών, με την έννοια ότι αν δεν έχεις την ικανότητα να δημιουργήσεις έναν κύκλο υποστηρικτών και ακολούθων μέσα στα κόμματα και μέσα στην κοινωνία, δεν έχεις καμία τύχη να διαβείς την πύλη του κοινοβουλίου. Από την άλλη οι κλάδοι αυτοί εκπροσωπούνται από ισχυρές συντεχνίες οι οποίες υποστηρίζουν και διεκδικούν με πείσμα και μέθοδο τα δικαιώματα των μελών τους τα οποία συνήθως είναι αντίθετα με αυτά της ελληνικής κοινωνίας αλλά και των πολιτών ενός εκάστου ξεχωριστά. Έχουν επομένως και το πεπόνι και το μαχαίρι.
Από αυτή την απλή διαπίστωση οδηγείται κανείς εύκολα στο συμπέρασμα ότι ούτε σωστό και αποτελεσματικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα έχουμε ποτέ, καθώς οι νόμοι θα πρέπει να είναι μπερδεμένοι και πολυπλόκαμοι, οι δίκες να παίρνουν συνεχώς αναβολές, να υπάρχουν παραθυράκια στου νόμους κ,λ.π., για να έχουν δουλειά όλοι οι δικηγόροι, ούτε σωστό δημόσιο σύστημα υγείας, για να έχουν έτσι δουλειά όλοι οι γιατροί, το δε περιβάλλον και το ελληνικό τοπίο, με τα οποία έχει εμπλοκή ο κλάδος των Μηχανικών, απλά δεν θα έχουν καμία τύχη. Τελευταίο παράδειγμα οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο για τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης. Σημειωτέον ότι μετά τις αναστολές που έδωσε η Κυβέρνηση στην εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων, έχουν εκδοθεί δεκάδες χιλιάδες άδειες οικοδομών στις εκτός σχεδίου περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα!!! Σε όσους, καλόπιστους, εξακολουθούν να πιστεύουν και στα καλά της εκτός σχεδίου δόμησης, θα πρότεινα να κάνουν με το αυτοκίνητό τους μία βόλτα από την Αθήνα μέχρι την Πάτρα από την παλαιά εθνική οδό. Ίσως τότε αλλάξουν γνώμη...
Εάν λοιπόν συνδυάσουμε αυτές τις ιδιότητες του χαρακτήρα των Ελλήνων, το ατομικό συμφέρον, την εγωιστική τους διάθεση και την αποστροφή τους σε κάθε συλλογικό και μακροπρόθεσμο στόχο, με την γνωστή αγάπη τους για τον ιδιωτικό τους χώρο και την απαξίωση προς τον δημόσιο, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι η ενασχόληση τους με τον τουρισμό και η συνακόλουθη εκμετάλλευση του τόπου είναι το επάγγελμα που τους ταιριάζει γάντι. Οι ευκαιρίες που τους δίνει το κράτος-αυθαίρετα, εκτός σχεδίου δόμηση κ.λ.π.- και το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να ασκήσει το επάγγελμα αυτό χωρίς μόρφωση, σπουδές και ιδιαίτερες γνώσεις- αρκεί η “πατροπαράδοτη φιλοξενία”- συνιστούν ένα επί πλέον κίνητρο για την επιλογή αυτού του εύκολου δρόμου που οδήγησε στην άλωση των πιο όμορφων περιοχών της χώρας μας από πλήθος απρόσωπων οικοδομημάτων ενοικιαζομένων δωματίων, που μαζί με τα τεράστια ξενοδοχεία και τις άλλες τουριστικές δραστηριότητες συνετέλεσαν στην οικοδόμηση της “βαριάς μας βιομηχανίας” η οποία μας κάνει υπερήφανους και εκπληρώνει θαυμαστά τον πόθο μας που ήταν, είναι, και θα είναι- απ ότι φαίνεται- να “γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης”! Διανύουμε την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και εμείς εξακολουθούμε ως πρώτη προτεραιότητα μας να προβάλουμε τον τουρισμό! Η μεγαλύτερη αγωνία μας ως λαού, κάθε χρόνο, κάθε μέρα , κάθε ώρα, κάθε στιγμή, είναι “τι θα γίνει εφέτος με τον τουρισμό”!
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε τον επιβοηθητικό ρόλο που παίζει στην απόφαση του Έλληνα ν ασχοληθεί με τον τουρισμό ο τρόπος με τον οποίο βλέπει την έννοια της εργασίας. Ο δυτικός άνθρωπος βλέπει την εργασία κάτω από το πρίσμα της “ηθικής της εργασίας”, πιστεύει δηλαδή ότι μέσω της εργασίας ο άνθρωπος προοδεύει σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον όρο του Max Weber για τον “ενδοκοσμικό ασκητισμό” οι άνθρωποι προτιμούν να ζουν ασκητικά και να αποταμιεύουν ώστε το αποτέλεσμα της αποταμίευσης τους να το επενδύουν για να προοδεύουν οι ίδιοι αλλά και προς όφελος της κοινωνίας. Οι Έλληνες, αντίθετα, αυτό προς το οποίο αποσκοπούν είναι το μέγιστο προσωπικό τους όφελος και η εξ αυτού ατομική κατανάλωση, με όσο το δυνατόν λιγότερη εργασία.
Αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, αυτήν που τόσο επιμελώς κρύβουμε σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας στη χώρα αυτή, κάτω από ωραία φουσκωμένα και μεγάλα λόγια-αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη αιτία της κακοδαιμονίας μας-ο πραγματικός ορισμός του τουρισμού είναι η εκμετάλλευση του τόπου μας προς προσπορισμόν ιδίου οφέλους!
Μιλάμε για φιλοξενία, υποδοχή, συνάντηση, συναναστροφή, αυθεντικότητα, επαφή με την παράδοση και τη φύση και άλλα βαρύγδουπα, όταν πολύ καλά γνωρίζουμε ότι όλα αυτά έχουν εκλείψει από το λεξιλόγιο της καθημερινής μας ζωής. Ακούγονται μόνο στις εκπομπές της τηλεόρασης για τους τόπους και τα χωριά. Άλλως τα θυμόμαστε και τα επικαλούμαστε, μόνον όταν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουμε και να τα προβάλουμε για να αποκομίσουμε από αυτά κέρδη. Και ο τουρισμός υπήρξε η μεγάλη ευκαιρία.
Για να πούμε μία ακόμα αλήθεια, όπως συνάγεται από το βιβλίο του Απόστολου Βακαλόπουλου, λίγοι είναι αυτοί από κάθε επαγγελματική κατηγορία που είναι χρηστοί, άξιοι και ευσυνείδητοι και λιγότεροι ακόμα είναι οι άριστοι. Οι άριστοι φθονούνται και οι άξιοι εξοβελίζονται υπέρ των μετρίων. Το κακό ξεκινάει από την παιδεία η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί για τους λόγους που αναφέραμε ήδη, αλλά και για εγγενείς λόγους καθώς παράγει δασκάλους και καθηγητές πολλαπλάσιους από αυτούς που απαιτούνται-ας μην μιλήσουμε για το επίπεδο γενικώς- οι οποίοι πρέπει να έχουν και αυτοί δουλειά. Για να έχουν δουλειά, πρέπει τα σχολεία να μην επιτελούν τον ρόλο τους σωστά ώστε οι μαθητές να έχουν την ανάγκη ιδιαίτερων μαθημάτων ή φροντιστηρίων. Επικρατεί δηλαδή και εδώ ο φαύλος κύκλος όπως και με τα υπόλοιπα επαγγέλματα ως συνέπεια της “φιλομάθειας” των Ελλήνων.
Είναι αναπόφευκτο λοιπόν να κυριαρχεί η μετριοκρατία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι άριστοι εξωθούνται στο περιθώριο και όπως είναι αναμενόμενο φεύγουν και πηγαίνουν εκεί που θα αναδειχθούν και θα διαπρέψουν. Είναι ανώφελο νομίζω να ζητούν κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς να επιστρέψουν. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να αυτοκτονήσει... Κάποιοι λίγοι που μένουν εδώ είναι αυτοί που σώζουν την παρτίδα. Ο σοφός Γιάννης Τσαρούχης είχε πει ότι “ η Ελλάδα ζει από τις εξαιρέσεις”. Αυτοί οι λίγοι είναι οι εξαιρέσεις.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι στην ελληνική κοινωνία έχει παγιωθεί μία κατάσταση όπου οι σοβαροί και καλλιεργημένοι άνθρωποι βρίσκονται στο περιθώριο και ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που εκλέγονται και μας εκπροσωπούν σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις βαθμίδες (κεντρική διοίκηση, αυτοδιοίκηση, επιστημονικοί φορείς, συνδικαλισμός κ.λ.π.) προέρχονται-πλην εξαιρέσεων- από την μεγάλη μάζα των μετρίων, μπορεί να συμπεράνει το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος. Το ελληνικό κράτος πιστοποιώντας τον πελατειακό του χαρακτήρα, όπου το δούναι και λαβείν σε ένα περιβάλλον άκρως τοπικιστικό και ποικίλως διαπλεκόμενο, παραμένει κυρίαρχο, έχει φροντίσει να αντιστοιχούν σε κάθε ένα εκατομμύριο Έλληνες 27 βουλευτές-ρεκόρ και αυτό- όταν στη Γερμανία αντιστοιχούν 7,5 βουλευτές, στη Γαλλία 9,2 στην Αγγλία και Ιταλία 10,5 κ.ο.κ.
Αν θελήσουμε λοιπόν να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, αυτήν που τόσο απεχθανόμαστε, θεωρώ ότι όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι Έλληνες είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Όπως λέει ο Γερμανός νομομαθής και μέλος της Αντιβασιλείας (1833-1835) von Maurer, όλοι οι Έλληνες έχουν την απαίτηση για αλλαγή, αλλ αυτοί οι ίδιοι δεν θέλουν ν αλλάξουν (Βακαλόπουλος σελ.404). Ο δε Byron δίνει προθεσμία ενός αιώνα για την αλλαγή του χαρακτήρα των Ελλήνων (στο ίδιο σελ.235).
170 χρόνια μετά ο Παναγιώτης Κονδύλης, εκτός των συνόρων αυτός, δίνει την δική του εκδοχή, κλείνοντας την εισαγωγή του στο βιβλίο του για την ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (1991), όπου επισημαίνει: Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός μας μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμετρη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού των άλλων.
Το 1994 ο Κορνήλιος Καστοριάδης, επίσης εκτός συνόρων, σε συνέντευξή του, παρατηρεί: Η πολιτική ζωή του Ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ. …. Εγώ λέω ότι ο Ελληνικός λαός- όπως κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. ….….Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο Ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. …. Και η ευθύνη για την οποία μίλησα προηγουμένως, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «Εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;».(Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας. Εκδόσεις Κριτική,1994).
Ο Στέλιος Ράμφος, τέλος, κατ εξοχήν ερευνητής θεμάτων της “ερμηνευτικής του Ελληνισμού”, σήμερα μετά από 200 χρόνια, σε άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Κυριακή 28/02/2021) με τίτλο “Ιστορία και Αποκάλυψη” καταλήγει με τη πολυσήμαντη αυτή παρατήρηση: Ήταν αναπόφευκτο το εγχείρημα του Γεργάνου να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μία ετερόφωτη ιστορικότητα, με ατροφική αναπλαστική δύναμη, και για μια ιστοριογραφία ρηχή, υπό την έννοια ότι επιμένει στα γεγονότα παραβλέποντας τις ψυχές οι οποίες τα υποκινούν. Η συγκομιδή του υλικού ασφαλώς είναι πλούσια, η εσωτερική όμως γέννηση και αναγέννηση του νοήματος που ενώνει τις ψυχές με τις πράξεις, είναι απούσα. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί, αφού η τυποποίηση του νοήματος υποθάλπει έναν ανυποχώρητο ιδεολογισμό, ο οποίος υποχρεώνει τον Θεό της Ελλάδος να βάζει κάθε τόσο σωτήρια το χέρι του στην πολυτάραχη εθνική διαδρομή μας; Να ευχόμαστε στο άκτιστο της ουσίας του ν αντιστοιχεί ένα άκτιστο της υπομονής του.
Και όμως ακόμα και σήμερα σοβαροί επιστήμονες εξακολουθούν να “επιμένουν στα γεγονότα παραβλέποντας τις ψυχές οι οποίες τα υποκινούν”. Αυτό συμβαίνει επειδή όλα κρίνονται και αξιολογούνται με οικονομικούς όρους. Έτσι το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει στις σαράντα πλουσιότερες χώρες του κόσμου παραγράφει όλα τα απίθανα που συμβαίνουν σ αυτή τη χώρα. Το ότι π.χ. σε κάθε κάτοικο των ελληνικών πόλεων αντιστοιχεί το μικρότερο ποσοστό πρασίνου και κοινόχρηστων χώρων, από όλες τις χώρες της Ευρώπης, γεγονός που αν θελήσεις να το αναλύσεις εις βάθος θα βγάλεις πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τις προτεραιότητες του Έλληνα σε σχέση με την ποιότητα της ζωής του έναντι της κατανάλωσης, είναι στοιχείο που περνά απαρατήρητο και δεν συνιστά ένδειξη υστέρησης, είναι για μένα αδιανόητο.
Πάνω στον ενθουσιασμό για τον εορτασμό των 200 χρόνων, έφθασαν πολλοί να αμφισβητούν ακόμα και το αφήγημα της ψωροκώσταινας, λες και ο αξεπέραστος Μποστ όλα αυτά που αναδεικνύει με τα υπέροχα σκίτσα του και την εκπληκτική γραφή του που σημάδεψαν μία ολόκληρη εποχή, δεν είναι το αποτύπωμα της κοινωνίας αυτής της εποχής, αλλά απλώς τα έβλεπε στον ύπνο του. Μήπως, αντίθετα, θα έπρεπε να μας προβληματίζει το γεγονός πως ακόμα και σήμερα, όταν όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, δημόσια και ιδιωτικά, μας πληροφορούν αδιαλείπτως από το πρωί μέχρι το βράδυ-δεκάδες φορές- για το πόσα καρφώματα έκανε ο, κατά τα άλλα πανάξιος Αντετοκούμπο, πόσες ασίστ έδωσε, πόσα καλάθια έβαλε κ.λ.π., ότι “οι ψυχές που υποκινούν τα γεγονότα” αναπαράγουν ένα ανάλογο περιβάλλον μέσα στο οποίο δεν υπάρχει τίποτα ουσιωδέστερο για να υπερηφανευτούν;
Το κλειδί κατά τη γνώμη μου, το οποίο μπορεί να ξεκλειδώσει πολλές παρεξηγήσεις, κρύβεται στην θεμελιακή παρατήρηση του Edgar Morin (στο βιβλίο του Ο ΔΡΟΜΟΣ), ότι “η άνοδος του επιπέδου ζωής αντισταθμίζεται με την πτώση της ποιότητας ζωής” Η έννοια, “επίπεδο ζωής” ερμηνεύεται με όρους ποσότητας και κατανάλωσης, η έννοια, “ποιότητα ζωής” με όρους ποιότητας, αξιών και μέτρου. Και το ζητούμενο είναι τι επιλέγει κανείς: “επίπεδο ζωής” ή “ποιότητα ζωής”;
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι εδώ στην Ελλάδα τασσόμαστε αναφανδόν υπέρ της πρώτης εκδοχής, δηλαδή του “επιπέδου ζωής”. Πιστοποιούν το γεγονός αυτό οι σχετικοί δείκτες όλων των διεθνών ερευνών που αναφέρονται στην ποιότητα ζωής και τον πολιτισμό της καθημερινότητας, τον “έμπρακτο πολιτισμό” όπως τον αποκαλούσε ο Μαρωνίτης, όπου κατατασσόμαστε πρώτοι στις αρνητικές επιδόσεις ή τελευταίοι στις θετικές-τελευταίο παράδειγμα αυτό του εμβολιασμού- αλλά και το χαρακτηριστικό παράδειγμα τού τρόπου διαχείρισης του φαινομένου του τουρισμού όπως είδαμε παραπάνω. Το διαπιστώνει όμως εύκολα κανείς και από τις σχετικές αναλύσεις και άρθρα των ειδικών επιστημόνων και διανοητών, οι οποίοι παραβλέποντας όλους αυτούς τους δείκτες που αναφέρονται στην ποιότητα της ζωής μας, ενδιαφέρονται μόνον για τους οικονομικούς δείκτες με βάση τους οποίους βγάζουν τα όποια συμπεράσματά τους.
Εάν κανείς συμφωνεί με τις διαπιστώσεις όλων των μεγάλων στοχαστών που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίοι με τις εις βάθος αναλύσεις και εργασίες τους έχουν δείξει ότι οι πηγές της κακοδαιμονίας είναι πολύ βαθιές, τότε δεν μπορεί να είναι και πολύ αισιόδοξος ότι τα πράγματα μπορούν εύκολα να αλλάξουν.
Μας ανοίχτηκε μία προοπτική με την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα η οποία, όπως φαίνεται, αποτελεί και τη μόνη μας ελπίδα, καθώς θέλοντας και μη μας αναγκάζει σε διάφορες μεταρρυθμίσεις, ενώ η ώσμωσή μας με το ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο συμμετέχουμε ως ισότιμο μέλος, σιγά-σιγά και σε βάθος χρόνου, ίσως μας παρασύρουν σε έναν διαφορετικό πιο ορθολογικό τρόπο σκέψης και δράσης. Αυτό δεν ξέρω αν θα χρειαστεί 100, 200 ή 300 χρόνια, ακόμα, και υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι ο Θεός της Ελλάδας θα εξακολουθεί, μέχρι τότε, να βάζει σωτήρια το χέρι του, όποτε χρειαστεί.