Χαλαρά αρμενίζουμε

Χρίστος Αλεξόπουλος 28 Σεπ 2014

Στην Ελλάδα η πολιτική επικοινωνία βασίζεται στις ακραίες αντιθέσεις και στις ιδεοληπτικού χαρακτήρα φαντασιώσεις, τις οποίες μπορούν να προκαλέσουν στους «εκλογικούς πελάτες». Προσφάτως παρακολουθώντας τις δηλώσεις του πρωθυπουργού με αφορμή την επίσκεψη του πορτογάλου ομολόγου του κ. Κοέλιο θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος, ότι η Ελλάδα ξαφνικά έχει πάρει θέση απογείωσης. «Καταφέραμε να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα, να βγούμε με επιτυχία στις αγορές, να σταματήσουμε την άνοδο του χρέους και να μπούμε στην ανάκαμψη» είπε ο κ. Σαμαράς.

Στην αντίπερα όχθη μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επεσήμανε, ότι η διαπραγμάτευση του χρέους «σκληρά και από την αρχή» προκειμένου να είναι βιώσιμο και «χωρίς τις συνταγές της καταστρόϊκας» θα είναι η πρώτη ενέργεια του ΣΥΡΙΖΑ «ως νεοεκλεγείσας κυβέρνησης».

Κοινός τόπος και στις δύο προσεγγίσεις, κυβερνητική και αντιπολιτευτική, είναι η μη αναφορά στο συλλογικό υποκείμενο, δηλαδή στην ελληνική κοινωνία, που θα κληθεί να «τραβήξει κουπί» με στόχο την υπέρβαση της κρίσης και των επιπτώσεων της. Αναλυτικότερα αυτό θα σήμαινε, ότι η ελληνική κοινωνία θα κληθεί να αντιμετωπίσει ταυτοχρόνως και τις παθογένειες, οι οποίες αποτελούν αρνητικές παραμέτρους της πραγματικότητας και λειτουργούν ανασταλτικά στην προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων, τα οποία συμπορεύονται με την κρίση. Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, διότι ξεβολεύει και απαιτεί μια δυναμική αντιμετώπιση της πορείας προς το μέλλον. Δεν μπορεί να υπόσχεται το πολιτικό σύστημα δια των εκπροσώπων του απαλλαγή από τα προβλήματα, χωρίς να επισημαίνει ταυτοχρόνως, ότι θα πρέπει να απαλλαγεί η ελληνική κοινωνία από το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, το πελατειακό σύστημα, την συντεχνιακή λογική και την έλλειψη κανόνων στις κοινωνικές σχέσεις. Οι δε επισημάνσεις πρέπει να ακολουθούνται και με πράξεις, οι οποίες πονάνε, διότι η ελληνική κοινωνία στο σύνολο της, είτε ενεργά είτε παθητικά, συμμετέχει στο πανηγύρι της διαφθοράς. Όλα λέγονται σε ένα γενικόλογο και αφηρημένο επίπεδο χωρίς συγκεκριμενοποίηση, αναζήτηση και καταλογισμό ευθυνών.

Αυτό ισχύει τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για τις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Πολύ καλό παράδειγμα είναι «το φακελάκι». Ούτε εκείνοι που το παίρνουν και πολύ περισσότερο αυτοί που το δίνουν υφίστανται αποφασιστικού χαρακτήρα επιπτώσεις. Πότε-πότε βέβαια συλλαμβάνεται και κάποιος γιατρός. Προϋπόθεση είναι να γίνει καταγγελία από ασθενή.

Το ίδιο ισχύει και με τη φοροδιαφυγή. Γενικά το φαινόμενο είναι καταδικαστέο. Η συζήτηση όμως περιορίζεται στα χοντρά πορτοφόλια για την αριστερά και σε γενικόλογες αναφορές για την δεξιά. Πέρα από αυτά δε κατατίθεται ένας συγκεκριμένος οδικός χάρτης για την ριζική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Αλλά και η κοινωνική βάση δεν διαφοροποιείται αποφασιστικά από αυτή την οδυνηρή για την ίδια πραγματικότητα. Ενώ σε λεκτικό επίπεδο καταδικάζει την φοροδιαφυγή, στην πράξη συμβάλλει στην αναπαραγωγή αυτού του φαινομένου. Στις λαϊκές αγορές ελάχιστοι πολίτες ζητούν αποδείξεις. Το ίδιο συμβαίνει και σε γενικότερο επίπεδο, μόνο που δεν έχει τις ίδιες διαστάσεις. Κόβονται περισσότερες αποδείξεις. Βέβαια εάν λάβουμε υπόψη μας τις τουριστικές περιοχές, τότε θα διαπιστώσουμε, ότι η ανομία κυριαρχεί. Η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών συναλλάσσεται χωρίς να παίρνει αποδείξεις. Για πολλούς αυτό είναι φυσιολογικό, διότι στην πατρίδα τους το φορολογικό σύστημα δεν βασίζεται στις αποδείξεις ως προς τον καθορισμό του ύψους των εισοδημάτων.

Στην Ελλάδα μπορεί η κυβέρνηση να νομοθετεί, στην πράξη όμως δεν αλλάζει τίποτα ή οι αλλαγές είναι πολύ μικρές σε σύγκριση με το εύρος της ανομίας, η οποία διαπερνά τις συναλλαγές των πολιτών και όχι μόνο. Γενκότερα δεν ισχύει ένα κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο θα ρυθμίζει τις διάφορες κοινωνικές λειτουργίες. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα, που έτυχε να παρατηρήσω αρκετές φορές σε μια επαρχιακή πόλη, στην οποία έμεινα μερικές ημέρες. Σε μονόδρομο να σταματούν αστυνομικοί με τις μοτοσυκλέτες τους και για είκοσι με τριάντα λεπτά να χαλαρώνουν, προκειμένου να πιούν καφέ από το πλαστικό κύπελλο. Και ενώ γίνεται αυτό, οδηγούν αντίθετα με την κατεύθυνση του μονόδρομου μηχανάκια ή και αυτοκίνητα, χωρίς να υπάρχει πρόβλημα. Απεναντίας αντάλλασαν τις καλημέρες με τους αστυνομικούς και συνέχιζαν το δρόμο τους. Αυτό το παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο και επαληθεύει με τον καλύτερο τρόπο, ότι ιδιαιτέρως στις τοπικές κοινωνίες της περιφέρειας κυριαρχεί η λογική του κλειστού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου οι συναλλαγές έχουν άτυπη μορφή. Αυτό διευκολύνει την αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος ανάλογα με τον κάθε φορά κοινωνικό ρόλο του πολίτη. Για παράδειγμα αναπτύσσεται μια επίπλαστη σχέση «φιλίας» μεταξύ του «οργάνου της τάξης» και του πολίτη, ο οποίος στο πλαίσιο του κοινωνικού-εργασιακού του ρόλου μπορεί να είναι εστιάτορας ή δημοτικός υπάλληλος ή εφοριακός ή οτιδήποτε άλλο και με αυτή του την ιδιότητα είναι πιθανό να είναι χρήσιμος (κέρασμα δείπνου, διευκολύνσεις γραφειοκρατικού ή εφοριακού χαρακτήρα κλπ.). Εάν κάνει τροχαία παράβαση βεβαίως ένας μη ντόπιος, ο νόμος ισχύει παραδειγματικά.

Ο κατάλογος των παθογενειών της ελληνικής πραγματικότητας δεν σταματά εδώ. Να μιλήσουμε για τη μαύρη εργασία, η οποία γίνεται ανεκτή στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και ανέχειας και δεν πατάσσεται αποφασιστικά ή για την ανυπαρξία δυναμικών και ακηδεμόνευτων πολιτικά δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα μπορούσαν να ηγηθούν με κοινωνική αποδοχή της προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων σε κοινωνικό επίπεδο; Το πεδίο είναι ζοφερό και δεν επιτρέπει την εξαγωγή αισιόδοξων συμπερασμάτων από τα μέχρι τώρα επιτεύγματα με τα πρωτογενή πλεονάσματα και την έξοδο στις αγορές, τα οποία επικαλείται ο έλληνας πρωθυπουργός. Το πρόβλημα της μη παραγωγικής οικονομίας δεν αντιμετωπίζεται λόγω αυτών των επιτευγμάτων, εάν η ελληνική κοινωνία δεν αποκτήσει σύγχρονη δυναμική και δεν πραγματοποιήσει ουσιαστικά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αναπτύσσοντας μάλιστα πολύ μεγάλη ταχύτητα, ώστε να μπορέσει να συμπορευθεί με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό δεν θα γίνει, εάν το πολιτικό σύστημα και αυτοί που το υπηρετούν, δεν απαλλαγούν από τον προσανατολισμό στο παρελθόν και στις πρακτικές, οι οποίες το οδήγησαν στην παρακμή και την απαξίωση. Η σημερινή λειτουργία τόσο των κομμάτων όσο και των πολιτικών δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Συνεχίζουν να πολιτικολογούν με γενικόλογες προσεγγίσεις του μέλλοντος, το οποίο καλούνται να σχεδιάσουν και ταυτοχρόνως να καλλιεργούν ιδεοληπτικές φαντασιώσεις. Στην Ελλάδα όλα τα κάνει ο «πολιτικός πατερούλης» και οι συνδικαλιστικές του προεκτάσεις. Αν δε κάτι δεν πάει καλά σε επικοινωνιακό επίπεδο, αξιοποιείται και το όπλο του λαϊκισμού. Και δεν είναι μόνο αυτό στη διάθεση του πολιτικού προσωπικού. Δεκαετίες τώρα τόσο οι βουλευτές όσο και οι πολίτες-ψηφοφόροι έχουν μετατρέψει σε καθημερινή πρακτική τη «βολευτική» λειτουργία των εκπροσώπων του λαού στο κοινοβούλιο.

Το θέμα όμως είναι, ότι με αυτά τα δεδομένα η χώρα αδυνατεί να αποκτήσει δυναμική ανάλογη με αυτή των ανεπτυγμένων χωρών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη εσωστρεφούς πολιτικής συμπεριφοράς και αγκυλώσεων σε σχέση με το εθνικό συμφέρον και την εθνική κυριαρχία, τα οποία ουσιαστικά δεν ισχύουν, διότι η χώρα καταρρέει και εισέρχεται σε πιο οξυμένες καταστάσεις εξάρτησης. Αντί λοιπόν να αρμενίζουμε σε χαλαρούς ρυθμούς, καλό θα ήταν να αρχίσει στην ελληνική κοινωνία ένας συστηματικός και προ πάντων αυτοκριτικός διάλογος με στόχο την γρήγορη ενεργοποίηση της για τις αναγκαίες υπερβάσεις (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές), ώστε η χώρα να αποκτήσει προοπτική ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, έντονα ανταγωνιστική. Χρόνος για καθυστερήσεις δεν υπάρχει.