Επικίνδυνες δημογραφικές ανισορροπίες

Χρίστος Αλεξόπουλος 13 Απρ 2014

Στην Ελλάδα της κρίσης, οικονομικής και όχι μόνο, οι άνεργοι το Δ’ τρίμηνο του 2013 έφτασαν το 27,5 % σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή ή τα 1363.137 άτομα. Στους νέους έως 24 ετών το ποσοστό είναι 57 %, ενώ στις γυναίκες το 31,7 %.

Το σύνολο του πληθυσμού είναι 10.815.197 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Από αυτούς 911.929 είναι αλλοδαποί, προερχόμενοι από διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Ενδεικτικά μόνο σημειώνεται, ότι το 52,7 % ή 480.824 άτομα είναι Αλβανοί, 34.177 Πακιστανοί, ενώ 108.436 είναι αδιευκρίνιστης υπηκοότητας.

Παράλληλα οι γεννήσεις στην Ελλάδα έχουν φθίνουσα πορεία από το 2008 και μετά. Πάντα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2008 καταγράφηκαν 118.302 γεννήσεις, το 2009 117.933, το 2010 114.766 και το 2011 ο αριθμός κατέβηκε στις 106.428. Με βάση αυτά τα δεδομένα ως προς τις γεννήσεις και τη μέση ηλικία των Ελλήνων, η οποία είναι 41,9 έτη, η χώρα πορεύεται προς το μέλλον με συνεχώς μειούμενο πληθυσμό. Και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης μόνο, η οποία πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα την ελληνική κοινωνία. Επιδρούν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής και το μοντέλο ανάπτυξης των κοινωνιών γενικότερα. Οι σύγχρονες κοινωνίες βασίζονται στην εκπαίδευση, την ευμάρεια και την προσωπική ελευθερία. Αυτό το πλέγμα αξιών οδηγεί στον οικογενειακό προγραμματισμό, ο οποίος δεν υπερβαίνει το δύο παιδιά. Και αυτό ισχύει στις ανεπτυγμένες χώρες γενικά.

Η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την αύξηση της διάρκειας ζωής του ανθρώπου ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη από το ένα μέρος και από το άλλο η πληθυσμιακή έκρηξη σε ορισμένες από τις φτωχές χώρες του Νότου, όπως ή Νιγηρία, συνθέτουν ένα πλέγμα επικίνδυνων δημογραφικών ανισορροπιών.

Σήμερα ο αριθμός των ανθρώπων, οι οποίοι είναι 60 ετών και άνω, έχει αγγίσει τα 810 εκατομμύρια. Το 2050 ο αριθμός αυτός αναμένεται να ξεπεράσει τα 2 δισεκατομμύρια. Όσο δηλαδή προχωρούμε προς το μέλλον η ανθρωπότητα θα γηράσκει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Υπάρχουν προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες μετά την αναπτυξιακή έκρηξη του 20ου αιώνα γίνεται η μετάβαση στην Μετά την Ανάπτυξη Εποχή. Και αυτό τεκμηριώνεται από τις ανασταλτικές παρενέργειες στην οικονομία λόγω της μειούμενης παραγωγικότητας και κατανάλωσης των ηλικιωμένων (άνω των 60 ετών), την σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων και τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Για να υπάρχει δημογραφική σταθερότητα στις ανεπτυγμένες χώρες, κάθε ζευγάρι πρέπει κατά μέσο όρο να κάνει 2,1 παιδιά. Για τις αναπτυσσόμενες φτωχές χώρες του Νότου ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι 2,2 έως 2,6 παιδιά, διότι το προσδόκιμο ζωής είναι χαμηλότερο. Ο μέσος όρος στις ανεπτυγμένες χώρες τώρα είναι 1,6 παιδιά ανά γυναίκα, δηλαδή πολύ πιο χαμηλά από τον αναγκαίο μέσο όρο, ώστε να μην εμφανιστούν ανισορροπίες και να αποφευχθεί το φαινόμενο της ραγδαίας γήρανσης.

Σε μερικές χώρες η υπογεννητικότητα είναι κάθετη και αυτό ανεξαρτήτως επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης. Τα τελευταία 30 χρόνια στην Βραζιλία ο μέσος όρος από 4,3 κατέβηκε στο 1,9 ανά γυναίκα. Στο Μπανγκλαντές από 6,6 σε 2,3 και στην Τουρκία από 4,2 σε 2,0. Στο Ιράν η πτώση είναι εντυπωσιακή, από 7,0 στο 1,8.

Σε πλανητικό επίπεδο ο μέσος όρος παιδιών ανά γυναίκα το 1960 ήταν 5 παιδιά. Σήμερα είναι 2,5. Έχει δε ενδιαφέρον, ότι την ίδια πορεία ακολούθησε και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, από 2,1 % σε 1,2 %.

Βεβαίως υπάρχουν και χώρες, στις οποίες σημειώνεται έκρηξη γεννήσεων προς τα πάνω, χωρίς αυτό όμως να φαίνεται, ότι μπορεί να ανατρέψει σε βάθος χρόνου τις ισορροπίες. Στη Νιγηρία κάθε χρόνο γεννιούνται 7εκατομμύρια παιδιά. Τα τελευταία 50 χρόνια τετραπλασιάσθηκε ο πληθυσμός της και έφτασε τα 175 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ ο μέσος όρος των γεννήσεων μειώθηκε οριακά από 6,6 σε 5,7 παιδιά ανά γυναίκα. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός ηλικιακά δεν ξεπερνά τα 15 χρόνια. Σύμφωνα δε με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 2100 η Νιγηρία θα έχει πληθυσμό 640 εκατομμύρια άτομα. Θα είναι η τρίτη από πληθυσμιακή άποψη χώρα του πλανήτη μετά την Ινδία και την Κίνα. Πρέπει δε ως προς τις επιπτώσεις αυτής της έκρηξης να λάβουμε υπόψη, ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας το 85 % των κατοίκων το 2010 ζούσε με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Οπότε θα ακολουθήσει ένταση στο φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών. Προς αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλουν και οι επισιτιστικές κρίσεις, οι οποίες θα ταλαιπωρήσουν την ανθρωπότητα για διάφορους λόγους, από την κλιματική αλλαγή και το φαινόμενο της ερημοποίησης μέχρι τις ανακατατάξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο.

Βεβαίως δεν έχει γενικευμένη ισχύ αυτό, που συμβαίνει στη Νιγηρία. Υπάρχουν και χώρες, στις οποίες η κοινωνία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Στην Ιαπωνία ο μέσος όρος γεννήσεων ανά γυναίκα είναι 1,4 παιδιά, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Οι δύο αυτοί παράγοντες κατατάσσουν την Ιαπωνία στις χώρες με την ταχύτερη γήρανση της κοινωνίας. Το 25 % του πληθυσμού είναι ήδη 65 ετών και άνω, ενώ μέχρι το 2050 το ποσοστό αναμένεται να προσεγγίσει το 40 %. Με αυτά τα δεδομένα είναι εύκολο να εκτιμήσει κάποιος, τι θα σημάνει αυτή η εξέλιξη για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης γενικά και τις συντάξεις ειδικότερα. Αυτό το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν και οι υπόλοιπες γηράσκουσες κοινωνίες του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου.

Με βάση την γεωγραφική αναφορά των κοινωνιών ως προς την δημογραφική τους εξέλιξη διαπιστώνεται, ότι η Αφρική θα καταγράψει ανοδική πορεία. Σήμερα σε αυτή την ήπειρο ζουν 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι ή το 15 % του παγκόσμιου πληθυσμού. Προς το τέλος του 21ου αιώνα ο αριθμός των κατοίκων της Αφρικής θα προσεγγίσει τα 4,2 δισεκατομμύρια ή το 39 % του παγκόσμιου πληθυσμού. Για να κατανοήσουμε καλύτερα, τι σημαίνει αυτό, είναι σκόπιμο να αναφερθεί, ότι σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) ο σημερινός πληθυσμός των 7,2 δισεκατομμυρίων το 2050 θα φτάσει τα 9,6 δισεκατομμύρια. Στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής στο τέλος του αιώνα, τον οποίο διανύουμε, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα σταθεροποιηθεί στα 9 δισεκατομμύρια.

Βεβαίως υπάρχουν άλλα δύο πιο μακροπρόθεσμα σενάρια. Το ένα βασίζεται στην παραδοχή, ότι μέχρι το 2.300 ισχύει η αναλογία 2,35 % παιδιά ανά γυναίκα. Σε αυτή την περίπτωση ο πληθυσμός θα πλησιάσει τα 36 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Στο άλλο σενάριο το 2.300 και αναλογία 1,85 % παιδιά ανά γυναίκα ο παγκόσμιος πληθυσμός θα πέσει στα 2,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Ποιά από τις δύο αυτές εκδοχές θα επαληθευθεί εξαρτάται από την πορεία των γεννήσεων στις ανεπτυγμένες χώρες. Εάν δηλαδή θα συνεχισθεί η υπογεννητικότητα ή θα αποκτήσει θετικό πρόσημο. Πιο πιθανό πάντως φαίνεται να συνεχισθεί (Reiner Klingholz, Institut fur Bevolkerung und Endwicklung, Berlin, Γερμανία). Οπότε θα υπάρξουν μεγάλες ανακατατάξεις σε πλανητικό επίπεδο και αλλαγές σε σχέση με τον γεωπολιτικό ρόλο των ανεπτυγμένων κοινωνιών, ως έχουν σήμερα.

Όπως ήδη προαναφέρθηκε η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με μειούμενο πληθυσμό. Ταυτοχρόνως είναι περιφερειακή χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σχέση με την πολιτισμική της ταυτότητα σε βάθος χρόνου. Με άλλα λόγια από το ένα μέρος γηράσκουσα κοινωνία και από το άλλο χωρίς πολιτισμική παραγωγή. Αυτά σημαίνουν, ότι ακόμα και μετά την ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να βρεθεί λύση για τα προβλήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα της συνταξιοδότησης του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των συνταξιούχων. Παραλλήλως θα πρέπει να αποκτήσει δυναμικές κοινωνικές δομές, ώστε να αρχίσει να λειτουργεί ως υποκείμενο η ελληνική κοινωνία και να περάσει στη φάση του κοσμοπολιτισμού χωρίς να υποστεί βίαιο πολιτισμικό σοκ, το οποίο θα μπορούσε να την οδηγήσει στην εσωστρέφεια και την σταδιακή κατάρρευση. Ειδάλλως δεν θα καταστεί εφικτή η αντιμετώπιση των προβλημάτων, τα οποία θα προκύπτουν με όλο και μεγαλύτερη ένταση από την μαζική μετακίνηση πληθυσμών από το φτωχό Νότο προς τον ανεπτυγμένο Βορρά και ιδιαιτέρως την Ευρώπη. Τόσο στο επίπεδο της ελληνικής επικράτειας όσο και της ευρωπαϊκής πρέπει να υπάρξει μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός και εξειδίκευση πολιτικών για την θετική αξιοποίηση της εισροής νέων ηλικιακά πληθυσμών και την ενσωμάτωση τους τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο. Σε αντίθετη περίπτωση οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, άρα και η ελληνική, θα οδηγηθούν στον μαρασμό και προοπτικά στην εξαφάνιση. Σε αυτή την περίπτωση δεν βοηθά η «γονιδιακή καθαρότητα». Εξάλλου η ελληνική ταυτότητα έχει πολιτισμικά χαρακτηριστικά και από την αρχαιότητα κινήθηκε με κοσμοπολιτισμική λογική. Το θέμα είναι, εάν το πολιτικό σύστημα διαθέτει αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα το βοηθήσουν για να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα, που δημιουργούν οι δημογραφικές ανισορροπίες όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και σε πλανητικό επίπεδο. Οι ενδείξεις σίγουρα δεν είναι ενθαρρυντικές. Αυτό φαίνεται από την ανυπαρξία στρατηγικής τόσο για τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις σε βάθος χρόνου, όσο και για την αντιμετώπιση και θετική αξιοποίηση των μεταναστευτικών εισροών. Ακόμη δεν μάθαμε ότι η πολιτική μόνο σε μακροπρόθεσμη βάση (20ετία και πάνω) μπορεί να έχει βιώσιμα χαρακτηριστικά και να διασφαλίζει μια ασφαλή πορεία της ελληνικής κοινωνίας προς το μέλλον.