Κοινωνική ευθύνη και φτώχεια

Χρίστος Αλεξόπουλος 05 Ιαν 2014

Σύμφωνα με την Eurostat το 2012 η Ελλάδα είναι στην κορυφή των 28 χωρών-μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο πλήττεται από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Με μέσο όρο στην Ε.Ε. 24,8%, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτών, που πλήττονται από τη φτώχεια, ανέρχεται στο 34,6%. Για τη διαμόρφωση μιάς ολοκληρωμένης γνώμης καθαρά επιλεκτικά και με βάση και το οικονομικό τους εκτόπισμα έχει ενδιαφέρον ο πίνακας των χωρών, που ακολουθεί και αποτυπώνει το ποσοστό της φτώχειας.

Ελλάδα 34,6 %

Ιταλία 29,9 %

Ισπανία 28,2 %

Πολωνία 26,7 %

Πορτογαλία 25,3 %

Ευρωπαϊκή Ένωση 24,8 %

(28 χώρες)

Ηνωμένο Βασίλειο 24,1 %

Γερμανία 19,6 %

Γαλλία 19,1 %

Ολλανδία 15,0 %

Φτωχός θεωρείται αυτός, που έχει στη διάθεση του μέχρι 60 % του μέσου εισοδήματος μηνιαίως. Εάν τώρα ληφθεί υπόψη, ότι οι αμοιβές είναι διαφορετικές από χώρα σε χώρα καθώς και το κόστος ζωής, τότε μπορεί κάποιος να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, φτωχός θεωρείται αυτός, του οποίου το μηνιαίο εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 869 ευρώ το μήνα. Για μια 4μελή οικογένεια δε (με δύο παιδιά) το όριο, κάτω από το οποίο θεωρείται, ότι η οικογένεια πλήττεται από τη φτώχεια, είναι τα 1826 ευρώ. Στην Ελλάδα της κρίσης με υψηλότερο κόστος ζωής λόγω της συνεχούς φορολόγησης από το ένα μέρος και μείωσης των εισοδημάτων από το άλλο, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα. Αρκεί να ληφθεί υπόψη το ενημερωτικό δελτίου της Ομάδας ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα «Η πολιτική κατά της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης». Σύμφωνα με αυτό από το 2009 μέχρι το 2013 το ποσοστό αυτών που πλήττονται από τη φτώχεια στην Ελλάδα έχει διπλασιασθεί, από 22% σε 44%. Το 60% δε του τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένου διάμεσου εισοδήματος (όριο πιστοποίησης φτώχειας) του 2009 το 2013 ήταν ίσο με 665 ευρώ (άτομο που ζει μόνο) και 1397 ευρώ το μήνα (ζευγάρι με 2 παιδιά).

Το υψηλό ποσοστό του πληθυσμού, που πλήττεται από τη φτώχεια, δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Δυστυχώς συνδυάζεται και με άλλες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα το μίγμα να γίνεται εκρηκτικό και επικίνδυνο. Επειδή οι επιπτώσεις μιας κοινωνικής έκρηξης στην Ελλάδα θα έχει ευρύτερες, ευρωπαϊκές επιπτώσεις, ιδιαιτέρως μάλιστα σε περίοδο κρίσης με υψηλό ποσοστό ευρωσκεπτικισμού, προκαλεί πολλά ερωτηματικά η στάση του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Και αυτό, επειδή συνδυάζεται και με μια τάση επανεθνικοποίησης της πολιτικής.

Συγκεκριμένα στην Ελλάδα το φαινόμενο της φτωχοποίησης συνδυάζεται με την κατάρρευση της μεσαίας κοινωνικής τάξης, η οποόα αποτέλεσε μεταπολεμικά τον στυλοβάτη του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από την μεταβατική περίοδο σε σχέση με την παραγωγή κοινωνικών αξιών. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της μη παραγωγής αξιών το επίπεδο της τοπικής κοινωνίας η κρίση και η φτώχεια βιώνονται χωρίς σταθερά σημεία ενός αξιακού συστήματος, στα οποία θα μπορούσαν οι πολίτες να ακουμπήσουν και να αντλήσουν δυνάμεις για την αντιμετώπιση των συνθηκών κατάρρευσης, που βιώνουν στην καθημερινότητα τους.

Ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της κατάστασης προκαλείται από την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν εμπιστεύεται τις δυνατότητες και την επάρκεια του να οδηγήσει τον τόπο στο μέλλον, ενώ ταυτοχρόνως αμφισβητεί την εντιμότητα του. Και αυτά δεν είναι θεωρητικές υποθέσεις, αλλά μετρήσιμα μεγέθη στο πλαίσιο πληθώρας ερευνών πεδίου. Παρά ταύτα έχει κανείς την αίσθηση, ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας και αδυναμίας να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του και την αδήριτη ανάγκη πολιτικής επανεκκίνησης. Το επιβεβαιώνουν η ανυπαρξία τεκμηριωμένων πολιτικών προτάσεων, οι οποίες βασίζονται σε μετρήσιμα μεγέθη σε σχέση με τις επιπτώσεις τους σε βάθος χρόνου, αλλά και η αδυναμία ανάπτυξης σοβαρού διαλόγου. Αρκεί να παρακολουθήσει ο απλός πολίτης μια συνεδρίαση της Βουλής ή μια ενημερωτική τηλεοπτική εκπομπή με συμμετοχή πολιτικών. Η ευτέλεια και η «πολιτική μαγκιά» με τις «έξυπνες ατάκες»κυριαρχούν. Εκείνο που λείπει είναι η ουσία και το πολιτικό περιεχόμενο. Σίγουρα όμως ο πολίτης μπορεί να μάθει καινούργιες έννοιες όπως ο «εκτσογλανισμός της κοινωνίας» ή να πληροφορηθεί, ότι στις επόμενες εκλογές, ως δια μαγείας, θα λυθούν τα προβλήματα του, αρκεί να «ασπασθεί» τη νέα πολιτική θρησκεία, η οποία ανατέλλει. Η βεβαιότητα δε για αυτό οφείλεται στον «ιδεολογηματικού τύπου» πολιτικό λόγο, ότι αυτός, που τον εκφέρει, εκφράζει το λαό.

Στο ίδιο μήκος κύματος σε ό,τι αφορά το πλέγμα των προβλημάτων, τα οποία συνδυάζονται με τη φτώχεια, κινούνται και ο αργός ρυθμός αντιμετώπισης της κρίσης από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία σε συνδυασμό και με την έλλειψη ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία δεν θα έπεται της δυναμικής της εξέλιξης, αλλά θα την σχεδιάζει και θα την διαχειρίζεται με ρυθμιστικό και αποφασιστικό τρόπο προωθόντας το κοινωνικό συμφέρον και όχι την κερδοσκοπία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και το συμφέρον του 1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Και αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνο σε ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση. Ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία διαπιστώνονται τέτοια αρνητικά για το κοινωνικό συμφέρον φαινόμενα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γερμανίας (Statistisches Bundesamt) το 10% των οικονομικά ισχυρότερων κατέχουν πάνω από το 50% των καθαρών περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, χρηματικές τοποθετήσεις, εκτάσεις γης, εισοδήματα). Τα τελευταία χρόνια δε συνεχώς αυξάνονται. Από το 1998 έως το 2008 διαπιστώθηκε αύξηση 8%.

Επίσης ενώ οι αμοιβές στη Γερμανία αυξάνονται ονομαστικά, πραγματικά μειώνονται λόγω μεγαλύερης αύξησης των τιμών των καταναλωτικών αγαθών. Το 2013 οι αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν 1,4% με παράλληλη αύξηση των τιμών κατά 1,6%, οπότε μειώθηκε η αγοραστική δύναμη κατά 0,2%. Το θέμα όμως είναι, ότι στην Ελλάδα δεν μιλάμε για μείωση της αγοραστικής δύναμης, αλλά για φτώχεια και κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης. Και αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα και να επιλεγούν τα κατάλληλα εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης και την αντιστροφή της πορείας κατάρρευσης με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις. Για την επίτευξη αυτού του στόχου επείγει να αναλάβουν όλοι την κοινωνική ευθύνη, που τους αναλογεί, από το πολιτικό σύστημα μέχρι τις δομές της κοινωνίας πολιτών. Η ανάληψη της είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη και αναγκαία και διασφαλίζει την προοπτική της κοινωνίας σε μια περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, με παράλληλη τεχνολογική εξάρτηση τόσο στην ατομική όσο και στην κοινωνική δραστηριότητα, καθώς και τις επερχόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αυτό σημαίνει, ότι η κοινωνική ευθύνη κινείται στο πλαίσιο του κοινωνικού ανθρωπισμού, ο οποίος ισορροπεί την ατομική πορεία αυτοπραγμάτωσης με αυτήν του άλλου και του κοινωνικού συνόλου. Σε αυτό το πλαίσιο διασφαλίζονται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, τα οποία στην περίοδο της κρίσης δεν καλύπτονται. Είναι δε αποτέλεσμα διαλόγου στο πλαίσιο διεργασιών στις κοινωνικές δομές και στους αντίστοιχους θεσμούς και όχι στην εικονική πραγματικότητα των μίντια και μάλιστα χωρίς την άσκηση εξουσίας για την επιβολή απόψεων και κοινωνικών στάσεων. Επίσης η κοινωνική ευθύνη πρέπει να είναι προσεγγίσιμη εμπειρικά. Αυτό σημαίνει, ότι είναι μετρήσιμο μέγεθος και δεν εξαντλείται σε ηθικολογικού χαρακτήρα γενικόλογες οριοθετήσεις. Έχει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά και έκφραση στο κοινωνικό πεδίο. Για παράδειγμα συμβάλλει στη στήριξη της κοινωνικής συνοχής με την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της κερδοσκοπίας σε βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών. Παράλληλα προωθεί την ανάπτυξη δομών της κοινωνίας πολιτών και την έκφραση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία όμως έχει κοινωνική αναφορά και δεν αποκτά ατομικιστικές διαστάσεις. Με αυτό τον τρόπο συντελούνται η κοινωνική ευαισθητοποίηση και η πολιτική ενεργοποίηση για την ανάπτυξη δυναμικής υπέρβασης της κρίσης και απόκτησης προοπτικής.

Χωρίς την ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο στα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το πολιτικό μέχρι το οικονομικό, δεν είναι εφικτή η προώθηση δομικών αλλαγών, οι οποίες αλλάζουν τις συνθήκες ζωής, όπως αυτές τις βίωσε η ελληνική κοινωνία στο στατικό παρελθόν. Ο χρόνος στις ανεπτυγμένες κοινωνίες κινείται με μεγάλη ταχύτητα, ενώ η πυκνότητα του σε γνώσεις και πληροφορίες είναι πολύ μεγάλη και απαιτεί την ύπαρξη δυναμικών κοινωνικών δομών, οι οποίες συμπορεύονται με τη δυναμική των επιπτώσεων των πολιτικών αποφάσεων. Πάνω από όλα όμως συμβάλλουν και αυτές στη διαμόρφωση τους στο πλαίσιο του αναγκαίου διαλόγου. Μόνο έτσι η κοινωνική ευθύνη πραγματώνεται και ανοίγουν προοπτικές υπέρβασης όχι μόνο της φτώχειας αλλά και των άλλων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας.