Κυβερνά το πολιτικό κενό

Χρίστος Αλεξόπουλος 30 Μαρ 2014

Η ουσιαστική παρακολούθηση του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι τόσο η κοινωνία, με τις δομές που διαθέτει, όσο και το πολιτικό σύστημα ακολουθούν μια πορεία χωρίς προσανατολισμό σε σχέση με τις πολιτικές στοχεύσεις για το μέλλον. Αυτή η κατάσταση γίνεται μάλιστα ακόμη πιο επικίνδυνη, διότι δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται η ευθύνη, η οποία αναλογεί και στις δύο αυτές συνιστώσες της πραγματικότητας για την παρακμή, που κυριαρχεί στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης τους.

Αρκεί να ακούσει κάποιος τις τοποθετήσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως των φαρμακοποιών, για τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Κήρυξαν απεργία διαρκείας και προκαλούν τους πολιτικούς να βρουν τρόπο κάλυψης των αναγκών της ελληνικής κοινωνίας σε φάρμακα. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως, ότι οι όποιες κυβερνητικές αποφάσεις είναι λειτουργικές. Όμως για συντεχνιακούς λόγους να τίθενται σε κίνδυνο, έστω και σε λεκτικό επίπεδο, ανθρώπινες ζωές είναι ανεπίτρεπτο. Είναι ερμηνεύσιμη αυτή η λογική, διότι η διαπλοκή συνδικαλιστικών δομών και πολιτικού συστήματος ήταν ανεπτυγμένη στον ύψιστο βαθμό. Μόνο που τώρα δεν παίζει αποφασιστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων, διότι παρεμβάλλονται τρίτοι, οι κακοί και υπηρετούντες ξένα συμφέροντα, οι οποίοι με την πολιτική, που επιβάλλουν, συσσωρεύουν προβλήματα στην ελληνική κοινωνία. Στα αζήτητα παραμένει το κοινωνικό συμφέρον ή καλύτερα ταυτίζεται με το συντεχνιακό. Ουδείς δε, πολιτικός ή συνδικαλιστής, προβληματίζεται για την ύπαρξη προοπτικής στο ισχύον μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Η ακινησία και η απουσία δυναμικής είναι το επιθυμητό. Όλα τα άλλα σημαίνουν ξεβόλεμα και αλλαγές, οι οποίες μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση τον κατεστημένο τρόπο λειτουργίας και ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες διασφαλίζουν συγκεκριμένες ισορροπίες στο οικονομικό επίπεδο. Ουδείς ασχολείται με την διερεύνηση των προοπτικών ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, το οποίο θα ανταποκρίνεται στα συνεχώς μετασχηματιζόμενα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας. Και αυτό αφορά στο σύνολο του το πολιτικό σύστημα και τις κοινωνικές δομές. Δεν εξαντλείται στο συνδικαλιστικό όργανο των φαρμακοποιών.

Αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας είναι η μη συμπόρευση με τη δυναμική του χρόνου και τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο, ως εάν ο κόσμος περιοριζόταν εντός των εθνικών συνόρων της Ελλάδας. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ερώτημα-τίτλος άρθρου «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» (Μαρία Ρεπούση,Μεταρρύθμιση,24/3/2014), το οποίο θέτει η αρθρογράφος με αφορμή το νέο κώδικα μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης. Η κριτική, η οποία ασκείται στην κυβερνητική πλειοψηφία, είναι στη σωστή κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά την ανθρωπιστική, ηθική και ξενοφοβική με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά διάσταση της μεταναστευτικής πολιτικής. Μόνο που αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο και πολύ πιο σημαντικό είναι η επεξεργασία και διατύπωση μιας πολιτικής, η οποία αντιμετωπίζει πράγματι το πρόβλημα της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών. Ειδάλλως το ερώτημα επιστέφει και στο πρόσωπο, το οποίο το έθεσε. Η ελληνική κοινωνία έχει χορτάσει από καταγγελτικό πολιτικό λόγο, ο οποίος έχει ιδεοληπτικό και ηθικολογικό χαρακτήρα, χωρίς να καταθέτει τεκμηριωμένες και βιώσιμες προτάσεις, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο στην προβολή της στο χρόνο. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι δεν κυβερνά μόνο αυτός, ο ποίος διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία. Εμμέσως συμμετέχει στην διακυβέρνηση και ο χώρος της αντιπολίτευσης.

Είναι σαφές, ότι οι σύγχρονες μαζικές κοινωνίες με την ταχύτατη ροή του χρόνου διαμορφώνουν γνώμη και πολιτική στάση ανάλογα με τον διάλογο, ο οποίος αναπτύσσεται σε πολιτικό επίπεδο και εκφράζεται στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και του μιντιακού συστήματος. Εάν ο πολιτικός διάλογος δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο με σύγχρονη αναφορά, τότε η διαμόρφωση γνώμης και η πολιτική λειτουργία του πολίτη είναι πολύ πιο εύκολο να κινηθεί στο μικρόκοσμο της εθνικής φαντασίωσης και της ξενοφοβίας, διότι δεν συνηθίζει να λειτουργεί ορθολογικά έχοντας συνείδηση και της αλληλεξάρτησης μεταξύ των κοινωνιών σε σχέση με την αντιμετώπιση των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων. Οπότε είναι ερμηνεύσιμο φαινόμενο η εσωστρεφής λειτουργία πολιτών και κομμάτων. Στο δε ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο», η απάντηση είναι, ότι η ευθύνη των πολιτικών επιλογών βαρύνει τους πάντες, είτε διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία, είτε αντιπολιτεύονται.

Η πολιτική λειτουργία δεν είναι ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος, το οποίο απλά διαχειρίζεται την υλοποίηση νομιμοποιημένων με εκλογικές διαδικασίες προτάσεων για το σχεδιασμό του μέλλοντος. Γι’αυτό και οι πολίτες πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να εγκρίνουν αυτές τις προτάσεις, χωρίς τη χειραγώγηση κομμάτων, τα οποία ουσιαστικά δεν διαλέγονται, αλλά εκφωνούν μονολόγους, οι οποίοι στοχεύουν στην μείωση των ικανοτήτων του αντιπάλου και την ηθική του απαξίωση μέσα από γενικεύσεις και ηθικολογία χωρίς εμπειρική τεκμηρίωση. Εάν πράγματι το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό πιστεύουν στη Δημοκρατία, τότε θα πρέπει να επιθυμούν, ο πολίτης να εκφράζει και να πραγματώνει την ελεύθερη του βούληση στην πολιτική του λειτουργία και όχι να ακολουθεί κόμματα και κομματάρχες βασιζόμενος στο θυμικό και την μεταφυσικής ποιότητας εμπιστοσύνη στο πολιτικό υποκείμενο, κομματικό και προσωπικό. Και αυτό είναι εφικτό, εάν η κοινωνία διαθέτει δυναμικές δομές πολιτών, οι οποίες δεν αποτελούν προεκτάσεις των κομμάτων. Μόνο τέτοιας ποιότητας κοινωνικές δομές είναι σε θέση να εκφράσουν το κοινωνικό συμφέρον, αφού αναπτυχθεί στο εσωτερικό τους συστηματικός διάλογος, ο οποίος θα βοηθήσει τους απλούς πολίτες να κατανοήσουν την σύνθετη πραγματικότητα, η οποία τους περιβάλλει και είναι αποτέλεσμα της αλληλεξάρτησης των δραστηριοτήτων των κοινωνιών σε πλανητικό επίπεδο. Στην Ελλάδα δυστυχώς η κοινωνία δε έχει διαμορφώσει τέτοια δίκτυα δομών, τα οποία κινούνται αυτόνομα και χωρίς την καθοδήγηση των κομμάτων. Εκτός και εάν αναπτύσσουν δραστηριότητα φολκλορικού χαρακτήρα, όπως είναι οι εθνικοτοπικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.). Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο» είναι εύκολο να απαντηθεί. Το πολιτικό κενό, το οποίο κυριαρχεί, με την ευθύνη να κατανέμεται σε όλους, ακόμη και στους ερωτώντες. Η απόδοση ευθυνών μόνο στους διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας «θολώνει τα νερά», ενώ δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη σοβαρού διαλόγου στην κοινωνική βάση, ο οποίος θα οδηγήσει τους πολίτες στη διαμόρφωση γνώμης, η οποία βασίζεται στη σφαιρική και σε βάθος γνώση της πραγματικότητας. Ειδάλλως η επίκληση μόνο του ανθρωπισμού δεν αρκεί, όταν η κοινωνία αντιμετωπίζει βαθύτατη οικονομική κρίση, η οποία απειλεί την συνοχή της. Τα φαινόμενα εσωστρέφειας, ρατσισμού και ξενοφοβίας θα κάνουν την εμφάνιση τους με ιδιαίτερη ένταση. Και σε αυτή την περίπτωση δεν βοηθά η ηθικολογία, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν η κοινωνία αμφισβητεί το πολιτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να αρθρώσει σύγχρονο πολιτικό λόγο, ο οποίος υπερβαίνει τα στενά όρια της εθνικής ή και ευρωπαϊκής επικράτειας. Η αδυναμία αυτή σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου και εργασίας μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις, διότι δεν είναι εφικτή η επίλυση προβλημάτων πλανητικών διαστάσεων. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής. Γι’ αυτό ως ένα βαθμό επιβιώνουν όσες δυνάμεις μπορούν να κάνουν πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Δυστυχώς, ενώ αυτό είναι πασιφανές, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κινούνται με την ταχύτητα, που απαιτούν οι συνθήκες, για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ώστε η Ευρώπη να αποκτήσει χαρακτηριστικά «παίκτη» παγκοσμίου επιπέδου. Η δε επίκληση των αξιών, οι οποίες διαπνέουν την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, έχει μόνο θεωρητική αξία, διότι η επιβάρυνση των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών διαφέρει από χώρα σε χώρα. Άλλη είναι η επιβάρυνση στις χώρες του Βορρά και άλλη σε αυτές του Νότου. Δυστυχώς σε επίπεδο αξιών κυριαρχούν τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, δεν ισχύει όμως το ίδιο σε σχέση και με την εφαρμοζόμενη πολιτική. Σε αυτό το επίπεδο η κάθε χώρα πρέπει να ψάχνει, πως θα αντιμετωπίσει τις μεταναστευτικές ροές στον εθνικό της χώρο. Η γερμανική κυβέρνηση για παράδειγμα έχει την πολυτέλεια της επιλογής των μεταναστών, τους οποίους θα δεχθεί, στο μέτρο που καλύπτουν ανάγκες της οικονομίας της. Στην Ελλάδα όμως αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Αυτό δείχνει, ότι ο ανθρωπισμός στην Ευρώπη ισχύει αλά καρτ. Τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο υπάρχει ένα μεγάλο πολιτικό κενό, το οποίο «κυβερνά». Γι’ αυτό καλό θα είναι να αναρωτηθούν πολιτικοί και πολιτικό σύστημα για τις ευθύνες τους, μήπως και καταστεί δυνατή η αναγκαία πολιτική επανεκκίνηση με στόχο την υπέρβαση αυτού του πολιτικού κενού.