Ανάληψη ευθύνης διαλόγου

Χρίστος Αλεξόπουλος 20 Οκτ 2013

Με την «πρόσκληση σε ιδρυτική συνέλευση για μια δημοκρατική προοδευτική παράταξη»μια ομάδα πολιτών ανέλαβε την ευθύνη να απαντήσει στη διαπίστωση, ότι «η κοινωνία αρχίζει να αισθάνεται το κενό. Γι’αυτό υπάρχει μια ρητή αλλή και μια σωπηλή ζήτηση των πολιτών για κάτι καινούργιο στον ευρύτερο δημοκρατικό προοδευτικό χώρο. Γι’αυτό δημιουργείται η κοινή συνείδηση, ότι κάτι μπορεί να γίνει τώρα, σύντομα».

Ουσιαστικά επιχειρείται υπέρβαση μιας πραγματικότητας, πολιτικής και κοινωνικής, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία ουσιαστικού και συστηματικού διαλόγου. Αυτή την κατάσταση έρχεται να ανατρέψει η συγκεκριμένη πρόταση, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για πολιτική έκφραση στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος μίας σύγχρονης πρότασης στο πλαίσιο της οπτικής του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η έκβαση αυτού του διαλόγου θα δείξει, εάν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνική βάση έχουν ωριμάσει, ώστε το εγχείρημα να στεφθεί με επιτυχία. Το έχει ανάγκη ο τόπος στην δύσκολη πορεία του προς το μέλλον.

Υπάρχουν όμως ορισμένες διαστάσεις της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, οι οποίες πρέπει να προσεχθούν ιδιαιτέρως και να διαμορφωθούν προτάσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τις σημερινές αδιέξοδες και χωρίς δυναμική συνθήκες. Από τη μία πλευρά έχουμε την παραδοσιακή αντίληψη των κομματικών σχηματισμών σε ό,τι αφορά την ουσία της πολιτικής και από την άλλη την ανάγκη ανάπτυξης συστηματικού διαλόγου για την υπέρβαση αυτής της αντίληψης, η οποία δεν έχει προοπτική. Αυτό δεν είναι εύκολο, διότι μέχρι τώρα σχεδόν το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών, οι συλλογικότητες, οι συνδικαλιστικές και αυτοδιοικητικές δυνάμεις αλλά και οι πνευματικές δυνάμεις αναπαρήγαν ή ανεχόντουσαν ένα στατικό μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Οι αλλαγές που είναι αναγκαίες, πρέπει να έχουν ριζικό χαρακτήρα και μεγάλη ταχύτητα στην πραγμάτωση τους. Η πραγματικότητα κινείται πολύ γρήρορα και δεν περιμένει κανέναν και προς το παρόν αυτό δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται από όλους. Αρκεί να γίνουν αντικείμενο ανάλυσης οι αντιδράσεις των δύο κομμάτων, τα οποία κινούνται στο χώρο της κεντροαριστεράς, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Κοινό στοιχείο είναι η προσέγγιση του διαλόγου με την λογική της διαπραγμάτευσης και όχι της αναζήτησης πολιτικής έκφρασης της νέας δυναμικής, η οποία αναπτύσσεται και προκαλεί κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ανατροπές και έχει ευρύτερες ευρωπαϊκές και πλανητικές διαστάσεις στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Τόσο το ένα κόμμα όσο και το άλλο δεν φαίνεται να έχουν καταλάβει ακόμη τη σημασία και την ανάγκη πραγματοποίησης του διαλόγου για την ίδρυση μιας «δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης». Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για την ουσιαστική συμπόρευση για την δημιουργία ενός σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχηματισμού με δυναμικά χαρακτηριστικά. Για να γίνει αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι νέες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, οι οποίες ξεπερνούν το πολιτικό γίγνεσσθαι στη μικροκλίμακα ιδεολογημάτων ή εθνικών ορίων.

Κατ’αρχήν η σύγρονη πολιτική διαχειρίζεται τη δυναμική της πραγματικότητς βασιζόμενη στη γνώση, την οποία παράγει η επιστήμη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές, καθώς και στη λειτουργικότητα των σχέσεων των κοινωνικών συστημάτων σε ό,τι αφορά το κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο υφίσταται τις επιπτώσεις της δυναμικής, που αναπτύσσεται. Άρα μετασχηματίζεται συνεχώς. Αυτό σημαίνει, ότι υπάρχει διαρκής ρευστότητα σε ό,τι αφορά το κοινωνικό σώμα και μεγάλη πυκνότητα στον πολιτικό χρόνο. Επακόλουθο αυτών των δεδομένων είναι να δυσχεραίνει από το ένα μέρος η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας και από το άλλο να συρρικώνεται πολύ η δυνατότητα του μεμονωμένου πολίτη να αντιλαμβάνεται την πολυδιάστατη και με γρήγορους ρυθμούς εξελισσόμενη καθημερινότητα, που βιώνει. Αυτή την περίοδο ιδιαιτέρως λόγω της στατικότητας και την μη συμπόρευση της ελληνικής κοινωνίας με την δυναμική των κοινωνιών του ανεπτυγμένου Βορρά οι συντελούμενες αλλαγές είναι βίαες, διότι επιβάλλονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Το κοινωνικό σώμα μέχρι τώρα ακολουθεί ελπίζοντας στην «επόμενη μέρα». Δεν έχει συνειδητοποιήσει, ότι αυτή η επόμενη μέρα θα είνα εντελώς διαφορετική. Ακόμη και αν θεωρεί, ότι θα βγει από το φαύλο κύκλο της κρίσης, δεν επεξεργάζεται νοητικά και με ορθολογισμό τις επιπτώσεις στο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Κατ’αρχήν στην μη ύπαρξη δυναμικών κοινωνικών δομών, στην λειτουργία του κράτους ως «πατερούλη», στην έλλειψη ενός στρατηγηικού σχεδιασμού από το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως από τα κόμματα, τα οποία διεκδικούν την εξουσία. Πέρα από αυτές τις διαπιστώσεις, ανασταλτικό ρόλο στην προσπάθεια οικοδόμησης του μέλλοντος αυτού του τόπου παίζει η αδυναμία τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των κοινωνικών δομών να διαλέγονται και να συναινούν για την μετάβαση στο μέλλον. Γι’αυτό και ο απαιτούμενος κοινωνικός μετασχηματισμός θα είναι δύσκολος και με αρκετές αναταράξεις.

Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει μηχανισμούς σχεδίασης στρατηγικής και πολιτικών μακράς πνοής, ώστε να επεξεργάζεται την παραγόμενη γνώση, ούτε και φρόντισε τουλάχιστον μέχρι τώρα να αξιοποιήσει οργανωμένα το επιστημονικό δυναμικό και γενικά τη διανόηση της χώρας με στόχο την τεκμηρίωση της πολιτικής. Οι αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο λαμβάνονται χωρίς να έχει γίνει προσέγγιση των επιπτώσεων, τις οποίες θα έχουν στην κοινωνική πραγματικότητα και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο ζωής των πολιτών. Ιδιαιτέρως μάλιστα σε συνδυασμό και με τις επιπτώσεις της κοινωνίας του θεάματος στον τρόπο σκέψης και στην πολιτική λειτουργία των πολιτών δημιουργούνται μεγάλα προσκόμματα στην κατανόηση των μακοπρόθεσμων πολιτικών. Οπότε δεν είναι εύκολη η συνειδητή συμμετοχή των πολιτών στην ανάπτυξη μιας άλλης κοινωνικής δυναμικής με σύγχρονα χαρακτηριστικά, η οποία θα βασίζεται στον ορθολογισμό, στη γνώση και στον διάλογο. Γι’αυτό και στο επίπεδο της επικοινωνιακής πολιτικής κυριαρχεί ο λαϊκισμός και η διαμόρφωση φαντασιακής, εικονικής πραγματικότητας ως προς τα αποτελέσματα των προτεινόμενων «πολιτικών». Κανείς δεν ενδιαφέρεται, εάν αυτή η πρακτική του πολιτικού συστήματος υποβαθμίζει την δημοκρατική λειτουργία, αφού οι πολίτες ουσιαστικά χειραγωγούνται και μετατρέπονται σε καταναλωτές πολιτικής. Με τον ίδιο τρόπο μάλιστα, όπως όταν καταναλώνουν, δηλαδή ακολουθούν με βάση τη λογική του θεάματος μια καλή και έξυπνη διαφήμιση. Στο λαϊκισμό το όραμα συγχέεται με την εξιδανικευτική προσέγγιση μιας φαντασιακής εικόνας της πραγματικότητας, την οποία προωθεί η κοινωνία του θεάματος και του καταναλωτισμού.

Δυστυχώς δεν υπάρχουν δυναμικές και σε επαρκή βαθμό ανεπτυγμένες δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αναχώματα αντίστασης κατά της ισοπεδωτικής παρουσίας του λαϊκισμού στην πολιτική λειτουργία. Ούτε και συστηματικός διάλογος ανιχνεύεται μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας πολιτών. Αντιθέτως η λογική του άκρατου κομματισμού στραγγαλίζει την όποια προοπτική για την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Γι’αυτό και η πρόσκληση για την έναρξη διαλόγου με συμμετοχή πολιτικών σχηματισμών, πολιτών και δομών της κοινωνίας πολιτών με στόχο την δημιουργία μιας «δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης» στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού σηματοδοτεί μια άλλη ποιότητα και προοπτική για την πολιτική λειτουργία. Προϋπόθεση βέβαια για αυτό είναι η ισότιμη και χωρίς κομματικές εξαρτήσεις συμμετοχή όλων στο διάλογο. Είναι δε πολύ θετική και η συμμετοχή της διανόησης σε αυτή τη διαδικασία, η οποία ήλθε η ώρα να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν σε αυτή την πορεία.

Σε αυτή την αναζήτηση πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως η ισορροπία ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον εθνικό ορίζοντα της βιώσης της πραγματικότητας από τις κοινωνίες. Η πολιτική στόχευση θα έχει ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, η καθημερινότητα του πολίτη και ο αντιληπτικός του ορίζοντας όμως κινούνται στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Εάν πράγματι επιδιώκεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση και ολοκλήρωση, τότε πρέπει να σχεδιασθεί και να προωθηθεί αυτός ο στόχος και στον τομέα του πολιτισμού, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης. Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κια της κατάρρευσης των πολτισμικών αξιών με εθνική αναφορά. Εάν δεν καλλεγηθεί ο πολιτισμός της ενσυναίσθησης, της κατανόησης της θέσης του άλλου και της αλληλεξάρτησης που υπάρχει στη δυναμική της εξέλιξης, τότε η προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης θα σκοντάφτει στον εθνικισμό. Ιδιαιτέρως αυτή την περίοδο της κρίσης αυτό είναι εμφανές. Δεν είναι τυχαίος ο Ευρωσκεπτικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς.

Τέλος σημαντική παράμετρος για την επιτυχή κατάληξη του εγχειρήματος της ανασύστασης του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού είναι η διαχείριση του χρόνου. Ο πολιτικός χρόνος είναι πολύ πυκνός, διότι η πραγματικότητα, κοινωνική, οικονομική και πολτισμική, εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα και έχει υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Αυτό επιβάλλει την επιτάχυνση των διαδικασιών διαλόγου για την δημιουργία του πολιτικού υποκειμένου, το οποίο πρέπει στη δομή του να διαθέτει μηχανισμούς ταχύτατης ανάλυσης της πραγματικότητας και σχεδίασης πολιτικών. Μόνο έτσι θα μπορεί η πολιτική να ανταποκρίνεται στο ρυθμιστικό της ρόλο σε σχέση με τη δυναμική της εξέλιξης. Ειδάλλως το οικονομικό σύστημα και ιδιαιτέρως ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα προσδιορίζουν την πραγματικότητα.

Η πρόσκληση για διάλογο ήλθε στο σωστό χρόνο. Η ευθύνη όλων και ιδιαιτέρως των κομματικών σχηματισμών, οι οποίοι κινούνται στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, είναι μεγάλη. Το ίδιο ισχύει και για τους εκπροσώπους της κοινωνίας πολιτών. Ο διάλογος πρέπει να αρχίσει άμεσα και χωρίς προϋποθέσεις και σκοπιμότητες στο όνομα ιδεολογημάτων ή αρνητικών φιλοδοξιών. Ειδάλλως θα συνεχίσει ο λαϊκισμός και η εσωστρέφεια της αριστερής καθαρότητας.