Αρνητικά κατάλοιπα της Ιστορίας

Χρίστος Αλεξόπουλος 27 Απρ 2014

Προσεγγίζοντας την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μετά από μια μακρόχρονη ειρηνική πορεία των λαών της, μπορούν να γίνουν ορισμένες πολύ χρήσιμες διαπιστώσεις, οι οποίες δεν αφορούν μόνο στο παρελθόν, αλλά έχουν σχέση και με την προσπάθεια για την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της Ενωμένης Ευρώπης. Πριν από αυτή την ειρηνική περίοδο η Ευρώπη ήταν το κατ’εξοχήν πεδίο πολεμικών συγκρούσεων. Τόσο ο Α’ όσο και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατά κύριο λόγο ταλαιπώρησαν την γηραιά ήπειρο και διαμόρφωσαν ένα πλέγμα αρνητικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των κοινωνιών της. Σε μερικές περιπτώσεις τα αρνητικά δεδομένα αναιρέθηκαν, έστω και αν υπήρξαν και αρνητικά φαινόμενα κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεταστροφή του εχθρικού και πολεμικού κλίματος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, δύο χωρών, οι οποίες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα θύματα των πολεμικών συγκρούσεων ήταν πολυάριθμα.

Όμως από την προ της έναρξης του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου περίοδο υπήρχαν οι φωνές αξιόλογων ανθρώπων, οι οποίοι έδωσαν και τη ζωή τους για την ανάπτυξη ειρηνικών σχέσεων συνεργασίας.

Στη Γαλλία ο Jean Jaures (1859 έως 31.07.1914), σοσιαλιστής και υπέρμαχος της ειρήνης και της προσέγγισης των λαών και ιδιαιτέρως Γαλλίας και Γερμανίας, δολοφονήθηκε από τον Γάλλο εθνικιστή Raoul Villain λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αγώνας του δικαιώθηκε αργότερα με την ανάπτυξη της Γαλλογερμανικής συνεργασίας και προσέγγισης, η οποία αποτέλεσε και την αφετηρία για την αρχή του ταξιδιού της Ενωμένης Ευρώπης.

Από την άλλη πλευρά, την γερμανική, υπάρχει το παράδειγμα του Willi Brandt, ο οποίος διετέλεσε καγκελάριος από το 1969 έως το 1974 στο πλαίσιο κυβέρνησης συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών και των Φιλελευθέρων. Με την Ostpolitik δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την προσέγγιση του γερμανικού λαού με τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι είχαν υποστεί τις θηριωδίες των Ναζί. Και αυτό το έκανε, ενώ ακόμη κυριαρχούσε ο «Ψυχρός Πόλεμος». Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο Willi Brandt δεν δίστασε κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στη Βαρσοβία να γονατίσει μπροστά στο Μνημείο για την εξέγερση των Εβραίων, τους οποίους εκτέλεσαν μετά οι Ναζί. Η παγκόσμια κοινότητα αναγνώρισε τη συμβολή του την προώθηση της ειρήνης και το 1971 του απονεμήθηκε το αντίστοιχο βραβείο Nobel. Τα παραδείγματα δεν περιορίζονται μόνο σε αυτούς τους δύο ανθρώπους. Είναι πολύ περισσότερα.

Το θέμα όμως είναι να μην υπάρχει η ανάγκη επίκλησης αυτών των παραδειγμάτων, αλλά το μήνυμα τους να εκπέμπεται από τις ίδιες τις κοινωνίες. Ιδιαιτέρως στην Ευρώπη αυτό είναι εξαιρετικά αναγκαίο, διότι στην ιστορική της διαδρομή βίωσε πολλές πολεμικές αντιπαραθέσεις με εκατόμβες θυμάτων και έχουν διαμορφωθεί αρνητικά στερεότυπα, τα οποία δυσκολεύουν την ουσιαστική προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Είναι ανάγκη να δρομολογηθούν άμεσα διαδικασίες και διεργασίες στις κοινωνίες, οι οποίες θα βοηθήσουν στον μηδενισμό της άσκησης επιρροής από αυτά τα στερεότυπα στην διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων. Αυτή την περίοδο της κρίσης και των επιπτώσεων των λαθών του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος (νομισματική ένωση χωρίς την ανάλογη οικονομική και πολιτική ένωση κλπ) καθίσταται αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η αντιμετώπιση του φαινομένου, τα αρνητικά βιώματα της ιστορίας να αποκτούν γενικεύσιμη ισχύ στο χρόνο και να λειτουργούν διαλυτικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή συνοχή και προοπτική. Οι ζωές που χάθηκαν κατά την διάρκεια των πολέμων πρέπει να δικαιωθούν και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ειρηνική κοινή ευρωπαϊκή πορεία προς το μέλλον. Η δικαίωση δεν είναι οικονομικό μέγεθος.

Δεν είναι λειτουργικό και προς όφελος των κοινωνιών, το κυρίαρχο στοιχείο και ταυτοχρόνως αφετηρία στην κρίση και στη διαμόρφωση γνώμης να είναι το θυμικό και η ιστορική διαδρομή να παραμένει στατική στη σκέψη αυτών, που τη βιώσαν. Η πραγματικότητα αλλάζει και η εμπειρία μετατρέπεται σε γνώση. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει Ναζισμός και τι δεινά έφερε στους λαούς της Ευρώπης, με τους οποίους τώρα είναι εταίροι. Ιδιαιτέρως οι πολιτικοί πρέπει να προσέχουν πολύ, διότι με την γενικευτική λογική, η οποία ευδοκιμεί σε κοινωνικό επίπεδο, η όποια αρνητική έστω πολιτική μιας ευρωπαϊκής κυβέρνησης προκαλεί ανισορροπίες και προβλήματα σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, μπορεί να οδηγήσει στην αποστασιοποίηση των κοινωνιών μεταξύ τους και στον εθνικισμό. Ταυτοχρόνως ενεργοποιούνται εξιδανικευτικοί μηχανισμοί σε σχέση με τα αρνητικά ιστορικά βιώματα και δημιουργούνται αντίστοιχα πρότυπα στην κοινωνία. Αρκεί να δούμε, ποια αρνητικά στερεότυπα ενεργοποιούνται σε κοινωνικό επίπεδο με αφετηρία τις πολιτικές επιλογές και τοποθετήσεις τόσο της γερμανικής κυβέρνησης όσο και των πολιτικών συστημάτων σε Ελλάδα και Γερμανία. Οι όποιες αρνητικές επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης χρεώνονται από το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας στη Γερμανία γενικά και αόριστα. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η διόγκωση του αντιγερμανισμού, διότι λειτουργεί η γενικευτική λογική στην κοινωνική μάζα. Με αυτό τον τρόπο επέρχεται και η απενοχοποίηση του εαυτού μας σε σχέση με τις ευθύνες για την κρίση και την πτώχευση, στην οποία οδηγήθηκε η χώρα. Ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι εκεί και αυτό μας βολεύει. Από την άλλη πλευρά, την γερμανική, προκαλούνται βεβαίως επίσης αρνητικές αντιδράσεις και ο χορός καλά κρατεί. Αντί να υπερβούν και οι δύο κοινωνίες τις αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, παραμένουν σε μια στατική θεώρηση του χρόνου ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο παραλογισμός στο απόγειο του. Και αυτό δεν έχει σχέση με τις όποιες οικονομικές εκκρεμότητες (π.χ. κατοχικό δάνειο) υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες σχετίζονται με το παρελθόν. Ούτε μπορεί κάποιος να θεωρεί, ότι η σύγχρονη γερμανική κοινωνία χρεώνεται με ευθύνες του παρελθόντος. Ο χρόνος δεν μένει στατικός, εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα και όποια κοινωνία λειτουργεί με όρους του παρελθόντος, αργά άλλα με σταθερό βηματισμό οδηγείται στην οπισθοδρόμηση.

Επίσης, όταν η πολιτική διαμορφώνεται σε συνθήκες στατικής προσέγγισης της ιστορίας, χάνει την επαφή της με το μέλλον και τη δυναμική της εξέλιξης. Σε αυτή την περίπτωση η απόσταση από το στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντί να μειώνεται, συνεχώς αυξάνεται, ενώ ταυτοχρόνως στις πιο αδύναμες χώρες (οικονομικά, πολιτικά, πληθυσμιακά) μεγιστοποιείται η αίσθηση μη ύπαρξης κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Και αυτό οδηγεί όλο και περισσότερο στην ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού και της εθνικιστικής απομόνωσης, η οποία σε ένα πλανήτη με παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών δεν έχει προοπτική. Εκτός και εάν αποτελεί εθνική στόχευση η οικονομική μιζέρια και εξάρτηση στο εσωτερικό με παράλληλη μαζική μετανάστευση των νέων σε ανοιχτές κοινωνίες με υψηλό βαθμό ανάπτυξης, όπως η Γερμανία. Ενδεικτική της κατάστασης στην Ελλάδα είναι και η πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research, η οποία έδειξε, ότι 7 στους 10 έλληνες αποφοίτους επιθυμούν να φύγουν στο εξωτερικό για να εργαστούν, ενώ 1 στους 10 ήδη αναζητεί εργασία σε άλλη χώρα ή προσπαθεί να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, για να αποκτήσει πρόσβαση σε ξένες αγορές εργασίας. Από αυτούς δε που δηλώνουν, ότι επιθυμούν να εργασθούν στο εξωτερικό, το 66,4 % το κάνει για να έχει καλύτερη ποιότητα ζωής συνολικά, το 44,7 % για να βρει μια καλή δουλειά και το 32,6 % για να διασφαλίσει περισσότερη αξιοκρατία στην εξέλιξη του. Αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να προβληματίσουν όχι μόνο το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό αλλά και την ελληνική κοινωνία και ιδιαιτέρως αυτούς που παραμένουν γαντζωμένοι στο «ένδοξο παρελθόν», ενώ ο τόπος φυλλοροεί και χάνει τη νέα γενιά, αυτή που θα οδηγήσει τον τόπο στο μέλλον και θα του δώσει προοπτική. Η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει ενωμένη, χωρίς τις αγκυλώσεις των αρνητικών κατάλοιπων της ιστορίας και η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συμπορευθεί, εάν θέλει να έχει μέλλον η νέα γενιά στον τόπο της.