Δημόσιος πολιτικός διάλογος

Χρίστος Αλεξόπουλος 24 Νοε 2013

Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα εξαντλείται συνήθως στο σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας. Ανεξαρτήτως του πλαισίου αναφοράς του, είτε στο εσωκομματικό, εσωπαραταξιακό πεδίο είτε στο διακομματικό, καταπιάνεται με την επικαιρότητα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, που αποκτά χαρακτηριστικά εκφοράς παραλλήλων μονολόγων, οι οποίοι έχουν περισσότερο λαϊκίστικο φορτίο και ελάχιστο πολιτικό προβληματισμό.

Η δε πολιτική επικαιρότητα εμφανίζεται είτε ως αξιοπιστία/ αναξιοπιστία και ικανότητα/ ανικανότητα του πολιτικού αντιπάλου, είτε ως πράξεις ή θέσεις εσωκομματικών ή διακομματικών αντιπάλων χωρίς ανάλυση του πολιτικού τους περιεχομένου στην προβολή του στο μέλλον είτε ως τρέχουσα πολιτική, η οποία αρχίζει και τελειώνει σε εθνικά όρια.

Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής επικαιρότητας και δημόσιου διαλόγου καλείται ο πολίτης να ενημερωθεί και να διαμορφώσει προσωπικές θέσεις και απόψεις σχετικά με το πολιτικό γίγνεσθαι και ταυτοχρόνως να μπορεί να κατανοήσει και ερμηνεύσει την δυναμική, που αναπτύσσεται από την οικονομία μέχρι την υγεία, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Υποτίθεται, ότι στη δημοκρατία όλες αυτές οι παράμετροι αποτελούν προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει η πραγμάτωση της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στο σχεδιασμό του μέλλοντος.

Μια πιο συστηματική προσέγγιση των παραμέτρων, οι οποίες συνθέτουν την πολιτική επικαιρότητα, όπως αυτή παρουσιάζεται στην πράξη, αποτυπώνει τις πραγματικές διαστάσεις του δημόσιου πολιτικού διαλόγου.

Στο μέτρο που αφορά σε πρόσωπα, η επικαιρότητα κυριαρχείται από ένα άνευ προηγουμένου λαϊκισμό, ο οποίος μάλιστα δεν γίνεται αντιληπτός. Τόσο οι εκφέροντες τον δημόσιο πολιτικό λόγο, όσο και οι καταναλωτές του πολίτες έχουν συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν τους κάνει εντύπωση να ακούν χαρακτηρισμούς όπως υποταγμένοι, πράκτορες, ανεγκέφαλοι, πουλημένοι,γελοίοι και πολλούς άλλους ανάλογης ποιότητας. Τελικά όσοι ασχολούνται με τα κοινά, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύουν ο ένας για τον άλλο, δεν απέχουν πολύ από το επίπεδο της ευτέλειας. Αυτό δεν σημαίνει, ότι όλοι έχουν τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Όμως οι έχοντες μια διαφορετική ποιότητα χάνονται μέσα στο γενικό κλίμα του λαϊκισμού και της ανευθυνότητας. Το τραγικό δε είναι, ότι δεν αντιλαμβάνονται, πως με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στην απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στη συνείδηση των πολιτών.

Μπορεί να συνήθισαν αυτό το επίπεδο, συναισθάνονται όμως το αδιέξοδο και την αναντιστοιχία με την πραγματικότητα και την ανάγκη συναινέσεων, όταν η αλληλοεκτίμηση των πολιτικών προσώπων είναι μηδενική σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς, τους οποίους προσάπτουν μεταξύ τους. Σε βάθος χρόνου βέβαια θα χαθεί και η δυνατότητα αυτή, εάν η κοινωνία δεν μπορέσει να αναπτύξει ένα σύστημα αξιών, το οποίο θα της προσδώσει σταθερό έδαφος για την δρομολόγηση μιας δυναμικής, η οποία διέπεται από κανόνες και αρχές.

Εάν περάσουμε στην επικαιρότητα, η οποία υποτίθεται, ότι συγκροτείται από πολιτικές θέσεις ή πράξεις για την υλοποίηση τους, θα διαπιστώσουμε, ότι απουσιάζει η ανάλυση του πολιτικού τους περιεχομένου στην προβολή του στο χρόνο. Δημιουργείται η αίσθηση, ότι λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες της πραγματικότητας. Οι όποιοι σχεδιασμοί για αυτή την πορεία δεν βασίζονται σε μια ανάλυση των δυνατοτήτων για ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής. Και αυτό αφορά σε όλα τα επιμέρους συστήματα, τα οποία της προσδίδουν οργανωτική μορφή, από το οικονομικό και το εκπαιδευτικό μέχρι το υγείας και το περιβαλλοντικό. Το τελευταίο βέβαια στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτο. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα είτε είναι λυμένα, είτε λύνονται με τον αφανισμό των δασών και του πρασίνου γενικά. Ίσως είναι μια άλλη αισθητική εκδοχή, η οποία έρχεται από το μέλλον.

Ένας διάλογος, ο οποίος βασίζεται σε θέσεις, οι οποίες δεν τεκμηριώνονται στο πλαίσιο μιας ανάλυσης της πραγματικότητας στην προβολή της στο μέλλον, αλλά βασίζονται κυρίως σε ιδεολογήματα και «καλές προθέσεις», δεν βοηθά τον πολίτη στην προσπάθεια του να κατανοήσει το περιεχόμενο του και μετά να είναι σε θέση να κρίνει.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική στον τομέα της ενέργειας. Ξαφνικά όλοι ανακάλυψαν τον παράδεισο στις διάφορες ΑΟΖ και σπεύδουν να εξασφαλίσουν τη συνδρομή των μεγάλων ενεργειακών εταιριών του πλανήτη για την εξόρρυξη του «κρυμμένου θησαυρού». Δεν λαμβάνουν υπόψη, ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα πολύ υψηλό ηλιακό δυναμικό από το ένα μέρος και από το άλλο υπάρχουν πλέον ανταγωνιστικές οικονομικά τεχνολογίες (π.χ. ηλιοθερμικές συγκεντρωτικές) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Και δεν είναι μόνο ο ήλιος. Το Αιγαίο είναι γνωστό για τις δυνατότητες που παρέχει για την παραγωγή αιολικής ενέργειας.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει την πρωτοπορεία στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και μάλιστα να εξάγει, χωρίς να βλάπτει το περιβάλλον. Όμως δεν το κάνει, ενώ στο δημόσιο πολιτικό διάλογο δεν το εμφανίζει.

Οπότε οι πολίτες καταναλωτές του αγνοούν αυτή τη δυνατότητα, η οποία είναι αστείρευτη και ταυτοχρόνως καθαρή, διότι δεν συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή. Και δεν είναι μόνο αυτά.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα με τον πολύ μεγάλο αριθμό νησιών υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την ανάπτυξη των Α.Π.Ε.

Διασφαλίζεται η αυτόνομη ανάπτυξη τους. Δεν ηλεκτροδοτούνται μόνο με την λειτουργία τοπικών μονάδων παραγωγής ενέργειας, αλλά μπορεί να γίνεται ταυτοχρόνως και αφαλάτωση, με αποτέλεσμα να υπάρχει επάρκεια νερού και να μπορούν να καλυφθούν οι ανάγκες του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα.

Τέλος υπάρχει και η διάσταση της επικαιρότητας, στην οποία ο δημόσιος πολιτικός διάλογος προσδίδει στο περιεχόμενο του αποκλειστικά εθνική αναφορά και όρια, ως εάν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι λύση η εσωστρέφεια και οι εθνικές περιχαρακώσεις. Καλλιεργείται μάλιστα η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει εθνική αντιμετώπιση σε προβλήματα πλανητικών διαστάσεων. Με αυτό τον τρόπο παραμένουν οι πολίτες εγκλωβισμένοι σε αυτό, που μπορούν να αντιληφθούν στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Δεν συνειδητοποιούν, ότι το πρόβλημα έχει ευρύτερες διαστάσεις και οι όποιες δραστηριότητες εθνικών διαστάσεων δεν το επιλύουν, εάν δεν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο ευρωπαϊκών (η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και πλανητικών διαστάσεων. Με άλλα λόγια ο δημόσιος πολιτικός διάλογος καλλιεργεί στους πολίτες αυταπάτες. Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για του λόγου το αληθές.

Η μεν κυβέρνηση υποτίθεται, ότι το αντιμετωπίζει με το πρόγραμμα Δίας, η δε αντιπολίτευση με την λογική της νομιμοποίησης λόγω ανθρωπισμού. Και για τις δύο περιπτώσεις μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος, ότι πρόκειται για αυταπάτες.

Κατ’αρχήν η ροή μεταναστών προς το Βορρά από το Νότο δεν πρόκειται να σταματήσει τουλάχιστον για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Επισιτισμού (FAO) το 14% των ανθρώπων πλήττονται από την πείνα. Παρά τις όποιες προόδους σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματος 842 εκατομύρια άνθρωποι πλήττονται είτε από χρόνιο υποσιτισμό είτε από έλλειψη ειδών διατροφής. Στην Αφρική κάθε πέμπτος άνθρωπος πεινάει. Η Νότια Ασία πλήττεται επίσης από την πείνα.

Εάν συνυπολογίσουμε δε και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, το πρόβλημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.

Αρκεί να λάβουμε υπόψη την πρόσφατη έκθεση του οργάνου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για το κλίμα (IPCC).

Σύμφωνα με αυτή μέχρι το τέλος του αιώνα (21ο), που διανύουμε, αναμένεται η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μέχρι και 82 εκατοστά. Στην καλύτερη περίπτωση, εάν υπάρξει πολύ δυναμική πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, η άνοδος μπορεί να περιοριστεί στα 26 εκατοστά. Πολλά νησιά στους ωκεανούς θα πρέπει να εκκενωθούν, οπότε θα έχουμε ένταση του φαινομένου μετακίνησης πληθυσμών.

Σε σχέση με τη θερμοκρασία, μέχρι το 2100 αναμένεται αύξηση από 1,5 στην καλύτερη περίπτωση μέχρι 4 βαθμούς Κελσίου στη χειρότερη περίπτωση.

Αυτό σημαίνει επίσης, ότι στο πλαίσιο της υπερθέρμανσης του πλανήτη περιοχές με υψηλό δείκτη υγρασίας θα δέχονται περισσότερες βροχοπτώσεις, ενώ περιοχές με μακρές περιόδους ξηρασίας θα υποστούν μεγαλύτερη όξυνση αυτού του φαινομένου.

Αυτά τα φαινόμενα σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις τους στο οικονομικό σύστημα σε κάθε χώρα, που πλήττεται, θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη ένταση στη μετακίνηση πληθυσμών και το μεταναστευτικό πρόβλημα. Εάν δεν υπάρξει μια συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος σε πλανητικό επίπεδο, κάθε προσπάθεια στο εσωτερικό μιας χώρας αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει. Κι’όμως αντί να ενημερώνονται με ρεαλισμό οι πολίτες στο πλαίσιο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου, καλλιεργούνται αυταπάτες.

Οι συνθήκες της κρίσης όμως δεν επιτρέπουν την συνέχιση αυτής της ανεύθυνης πορείας σε σχέση με το δημόσιο πολιτικό διάλογο. Οι πολίτες πρέπει να έχουν σωστή ενημέρωση και οι διαλεγόμενοι πολιτικά δημοσίως να έχουν τεκμηρίωση και προοπτική στο λόγο τους. Ειδάλλως δεν θα μιλάμε για επικαιρότητα, αλλά για παρελθόν. Και δυστυχώς η συζήτηση για την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης, η οποία έληξε την Κυριακή, 10-11-2013, απέδειξε, ότι το πολιτικό σύστημα και η πολιτική στην Ελλάδα πορεύονται με το βλέμμα στο παρελθόν. Το αδιέξοδο αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο. Ο πολιτικός καφενές δεν έχει προοπτική. Ο λαϊκισμός και ο ευτελισμός περίσεψαν.